16 Νοε 2008

Ερως και πολιτική

«Με τα μυαλά που κουβαλάς, κακομοίρα, μόνη σου σκάβεις το λάκκο σου», της λέγανε όλοι. Κι ήρθε η μέρα που βρέθηκε η Σωτηρία μόνη στην ερημιά να σκάβει έναν λάκκο με το κουταλάκι του γλυκού. Και σκάψιμο στο σκάψιμο, κουταλιά στην κουταλιά, έφερε στο φως έναν μπάτσο που τον είχανε θάψει οι συνάδελφοί του, αφού τον βρήκανε στην τουαλέτα να σκουπίζεται με τα 600 ευρώ που είχε κλέψει από οικονομικό μετανάστη ύστερα από ενδελεχή σωματικό έλεγχο… «Τι να κάνω βρε συνάδελφοι», είχε προσπαθήσει να απολογηθεί αυτός, «βρέθηκα σε μια ώρα αβάσταχτης σωματικής ανάγκης».


Μόλις είδε τον μπάτσο, η Σωτηρία παράτησε το σκάψιμο κι άρχισε να τον φτύνει. Χλέπα στη χλέπα, φτύσιμο στο φτύσιμο, έγιναν οι ροχάλες ποτάμι ορμητικό, που παρέσυρε αυτό το αλλόκοτο ζευγάρι στο διάβα του και κανείς δεν ξανάκουσε για αυτούς ποτέ ξανά. Για να τους τιμήσουνε, χτίσανε εκεί ένα γιοφύρι με ένα πολυώροφο σιντριβάνι-ξενοδοχείο στη μέση. Για πορτιέρη ορίσανε κάποιον πρώην έλληνα πρωθυπουργό. Η είσοδος ήταν ελεύθερη, μόνο οι επισκέπτες έπρεπε να κάτσουν να ακούσουν τα παραμύθια του πρώην πρωθυπουργού-πορτιέρη. Όσοι άντεχαν περνούσαν παραμέσα, στη ρεσεψιόν, όπου δούλευε μια γάτα, κόκκινη με ένα λευκό σταυρό, που την έλεγαν Ελβετία. Κι εκεί εμπιστεύονταν στο θησαυροφυλάκιο τα παραμύθια που τους είχε σερβίρει νωρίτερα ο πρώην πρωθυπουργός-πορτιέρης. Κι η ζωή όλων των ενοίκων κυλούσε όμορφα, σαν παραμύθι.


Μια μέρα σκάει μύτη ο Νομάρχης και αφήνει ένα χαρτί υπογεγραμμένο από τον ίδιο: «Αυτά μου είπε ο πορτιέρης πρώην πρωθυπουργός». «Τι είναι αυτό;» απόρησε η γάτα η Ελβετία. «Να σας πω την αλήθεια, μήπως κατάλαβα εκείνη τη στιγμή και τι υπέγραφα;» απάντησε αυτός. «Και στην τελική, σάμπως ξέρω και τι είναι το κάθε χαρτί που υπογράφω;». Η Ελβετία διάβασε προσεχτικά το χαρτί:


«Μια φορά κι έναν καιρό, στην εποχή που όλοι ήταν Καρναβάλια, ήταν ένας φακίρης, γυμνός, που φόραγε μόνο την μπαντάνα του Ράμπο στο πάνω κεφάλι και το τουρμπάνι στο κάτω κεφάλι. Είχε και μια προβοσκίδα, σε ροζ φόντο, και γυρνούσε στους δρόμους με ένα κρεβάτι γεμάτο φακές στην πλάτη, χωρίς κανείς να του δίνει σημασία, αφού τον περνούσανε για έναν ακόμη μασκαρά. Χρησιμοποιώντας την σαν ηλεκτρική σκούπα, μάζευε με την προβοσκίδα καραμέλες που δίνανε οι δράκοι στα παιδιά, δομημένα ομόλογα του δημοσίου, κυβερνητικές υποσχέσεις, ελλείμματα προϋπολογισμού, απαχθέντες Πακιστανούς, υποκλαπείσες συνομιλίες από κινητά τηλέφωνα, αυξημένα τραπεζικά επιτόκια, απλήρωτες υπερωρίες, χαμένες θέσεις εργασίας, μαύρο χρήμα, μικροαστικά όνειρα που πήγανε στράφι… Με λίγα λόγια, σαν καλός νοικοκύρης, ήθελε να βάλει μια τάξη στον τόπο.Κι ήρθε η αποφράδα μέρα, που τον περικυκλώσανε τα ΜΑΤ, ξέρετε, αυτοί που σε κάθε μου ιστορία έχουν ρόλο καρατερίστα και κλέβουν την παράσταση. Ψύχραιμος ο φακίρης απενεργοποίησε την προβοσκίδα, που είχε ρουφήξει και ρουφήξει και κόντευε να σκάσει, και την έχωσε μέσα στο τουρμπάνι, κι ό,τι περίσσευε το τύλιξε γύρω από τη μέση και τα γόνατά του. “Μμμμ”, έκανε μια μπατσίνα, λίγο παραπέρα, “ετούτος δεν είναι φακίρης, fuckίρης είναι!”. “Κάνετε λάθος δεσποινίς, είμαι από σίδερο, διότι τρώω πολλές φακές, άρα δεν είμαι φακίρης, ούτε fuckίρης, φακήρης είμαι”, αστειεύτηκε αυτός, “α να χαθείς σαχλέ”, ανταπάντησε αυτή και κλείσανε ραντεβού σπίτι της, αφού θα τελειώνανε όλα. Και τότε αυτός, ερεθισμένος απ’ την παρουσία των ΜΑΤ αλλά και επειδή πάντοτε γούσταρε γυναίκες με στολή, κατέβασε το τουρμπάνι και πρόσφερε σε κοινή θέα την προβοσκίδα του, σε όλο της το μεγαλείο, σε ροζ απαστράπτον φόντο, έτοιμη να εκραγεί. “Αέρα!”, φώναξε ο επικεφαλής των ΜΑΤ και καναντουράρισαν κραδαίνοντας τα γκλομπ τους, που φάνταζαν οδοντογλυφίδες μπροστά στο φωτόσπαθο του φακίρη. “Αέρα θα κάνετε στα αρχίδια μου”, ανταπάντησε αυτός κι άρχισε να τρίβει με μανία την προβοσκίδα του κι αυτή, μην αντέχοντας άλλο, έχυσε τον οχετό μπόχας και βρομιάς που τόσο καιρό ρουφούσε, όλο το χάλι που κάποιοι χρόνια προσπαθούσαν να κρύψουν απ’ το χαλί. Και έγινε πηχτό σκοτάδι, μόνο κραυγές αγωνίας ακούγονταν, καθώς…».


Το χειρόγραφο τελείωνε εδώ. Η Ελβετία κοντοστάθηκε, σκέφτηκε λίγο, και χίμηξε στην κουζίνα, να βρει τον σεφ, ο οποίος μαγείρευε τη σπεσιαλιτέ του, φακές με λουκάνικα. «Ρατζίβ», πρόσταξε, «κατέβασε το τουρμπάνι σου. Τώρα!».

8 σχόλια:

MenieK είπε...

εντάξει, αυτό τώρα ανταποκρίνεται απόλυτα στις προδιαγραφές του υπερρεαλιστικού παραληρήματος...
Ο Μπρετόν σας ευγνωμονεί ;-)

kostasK είπε...

Και ο Milo Manara επίσης....
:))

ΠανωςΚ είπε...

Μενιέκ και Κώστα φχαρστώ. Ενα μόνο θα σας πω: Ηταν πολυ μανάρι ο Μπρετόν, όντως...

Ανώνυμος είπε...

συμφωνώ με τους προλαλίσαντες. 'επος!

Μετεωρίτης είπε...

! ! ! ! !!!!!!!
Xα Χα Χααααααα Χαααααα !!!!!!

Συγχαρητήρια, αγαπητέ μου!

Σήμερα κατάλαβα επιτέλους τι σημαίνει ΜΠΙΝΕΣ.
Αυτός που τρώει bins (φάκινγκ bines).

Απολαυστικότατο το αυτό που έγραψες... ΝΑ'ΣΑΙ ΚΑΛΑ!!
:)

Ioannis Skordopoutsoglou είπε...

Χε χε...μ' αρέσεις....

demetrat είπε...

ρε συ , αυτό δεν είναι πεζοδρόμιο, αυτό είναι το πράσινο μίλι.
δ

ΠανωςΚ είπε...

Θενξ, μπόηζ εντ γκέρλζ!