Μεσημέρι Καθαρής Δευτέρας 1999, Πάτρα
Τη λύση έδωσε με ολύμπια ψυχραιμία η μητέρα του Γ.
«Ορίστε», είπε στον Π., «βλέπω σε αρέσει πολύ το χταποδάκι μου, ενώ οι φίλοι σου ούτε που άπλωσαν το χέρι. Φάτο εσύ».
Τρεις μέρες πριν, Κέρκυρα.
«Ο χοντρός, ρε μαλάκες, πού είναι;» αναρωτήθηκε ο Γ.
Εκείνη τη στιγμή ο Π., για τους φίλους του «χοντρός», άνοιξε την πόρτα του δωματίου και μπήκε μέσα, στο ένα χέρι το τσιγάρο, στ’ άλλο ένα τεράστιο πλαστικό ποτήρι με καφέ.
«Μέρα», ίσα που μπόρεσε να αρθρώσει μια κουβέντα.
«Χοντρούλη, θα ‘ρθεις το τριήμερο στην Πάτρα, να σας φιλοξενήσω;» ρώτησε ο Γ.
«Δεν ξέρω ρε, δεν έχω πολλή όρεξη για καρναβάλια και μαλακίες. Ξέρεις αφού, έχω τα προβλ…» και πνίγηκε στο βήχα.
«Ετσι είναι, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται, κι εσύ έχεις και τα δύο», τον πείραξε ο Β. κι ο Π. πνίγηκε παντελώς… Γκουχ μία, γκουχ δύο, γκου τρεις και ξέρασε στο πάτωμα κάτι καφέδες…
Οι υπόλοιποι τον κοιτούσαν τάχαμου με αηδία, προσπαθώντας να συγκρατήσουν τα γέλια τους.
«Καλά, άμα με αφήστε να καθαρίσω αυτά τα καφέ, θα με πάρετε μαζί σας; Δεν νομίζω ότι θα μου κάνει και πολύ καλό να περάσω, στην κατάστασή μου, μόνος το τριήμερο».
Πολλά, άγνωστο πόσα χρόνια μετά, λιμάνι της Κέρκυρας.
Ο ιδιωτικός ερευνητής της μπλογκόσφαιρας Νικολάκης Διάσελος, ουρανοτοξάτος, φωτοβολιδάτος, δαντελωτός και μεταξένιος, στεκόταν στην αποβάθρα, καπνίζοντας, απολαμβάνοντας το σκοτάδι. Αυτό το λιμάνι υπήρξε ένα από τα πολλά σημεία μιας μεγάλης διαδρομής, που έφτανε σιγά σιγά στο τέλος της. «Μια επίσκεψη», σκέφτηκε, «μετά από χρόνια, σε μέρη όπου έχω ζήσει, σημαίνει επανεπενδύω στην εμπειρία μου, αξιοποιώντας όλα αυτά που είδα και άκουσα στο μεταξύ. Ανατοκίζω τη μνήμη και τη φαντασία μου, μπας και βγάλουμε και κάνα φράγκο, γιατί το ταμείο χρόνια τώρα είναι μείον». Και πέταξε στη θάλασσα τη γόπα του, η οποία διέγραψε μια λαμπερή πορεία στο νυχτερινό στερέωμα, όση χρειαζόταν για να ξαναδεί μπροστά του τον εαυτό του, νεότερο, με άλλο όνομα και ένα διαφορετικά διαγραφόμενο μέλλον, να μπαίνει στο πλοίο για την Πάτρα, έναν πολύ υγρό Φλεβάρη της Σημιτοκρατίας.
Μία μέρα μετά τις τρεις μέρες πριν, Πάτρα.
Ο Β. κι ο Π., απ’ ένα μπουκάλι μαυροδάφνη στο χέρι, κάθονται σε ένα πεζοδρόμιο, ανάμεσα σε εκατοντάδες περαστικά πόδια, που χορεύουν, γελάνε, φιλιούνται, πειράζουν το ένα το άλλο, βάζουν γκολ και πανηγυρίζουν. Ο Β προσπαθεί να ανοίξει κουβέντα:
- Τι σκέφτεσαι;
- Τι να σκέφτομαι; Την επανάσταση φυσικά.
- Ελα ρε, κόψε τα χαζά σου. Σοβαρά, είσαι πολύ σκεφτικός, απ’ την ώρα που μπήκαμε στο καράβι. Δεν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις με κάποιον;
- Ε, να… Σκεφτόμουνα.
- Τι;
- Ότι έχω γκάβλες ρε μαλάκα. Εντάξει ικανοποιήθηκες; Εσύ θα μου πεις τώρα τι σκέφτεσαι;
- Τον Ελύτη.
- Μπαρδόν;
- Σκέφτομαι τον Ελύτη, ένα απόσπασμα από κάποιο ποίημά του, όταν θυμάμαι τα στήθη της *****, μου έρχονται πάντα στο μυαλό αυτοί οι στίχοι.
- Α, καλά. Κι εσύ γκάβλες έχεις. Γιατί δεν το λες απ’ την αρχή να τελειώνουμε;
Μία μέρα μετά τη μία μέρα μετά τις τρεις μέρες πριν, Πάτρα, στο ίδιο πεζοδρόμιο, πάλι μαυροδάφνες, πάλι πόδια που χορεύουν, πάλι ο Β. προσπαθεί να πιάσει κουβέντα με τον Π.
- Ρε μαλάκα, κλαις;
- (ψέματα) Όχι. Εσύ; Κλαις;
- (ψέματα) Όχι ρε. Δεν κλαίω.
- Δες ρε συ τον Γ. και τη Μ., τι ωραίοι που είναι μαζί.
- Ναι. Λες να…;
- Θα δείξει.
- Ο Σ. πού είναι;
- Ξέρω εγώ; Θα βρήκε τίποτε γνωστούς του.
- Καλά, κι ο Κ. με τη Ζ. τι κάνουν;
- Οχ, ναι ρε μαλάκα τι κάνουν; Μαλώνουν;
- Αχαχαχα, ρε μαλάκα, κατάλαβες τι παίχτηκε;
- Όχι τι;
- Ηθελε αυτή να της πάρει καπέλο, κι αυτός δεν της παίρνει, γιατί δεν έχει λεφτά, λέει.
- Απαπα, εξαθλίωση…
Σήμερα, ώρα 17.37, με τους Gallon Drunk στα ηχεία, Θεσσαλονίκη.
Αν τυχόν κάποιος απ’ τους καθ’ όλα υπαρκτούς ήρωες διαβάζει αυτήν την ιστορία και θεωρεί ότι έχω διαστρεβλώσει τα πράγματα, καταρχήν ας με συγχωρεί, η μνήμη είναι και επιλεκτική και υποκειμενική, και κατά δεύτερο λόγο ας μην ξεχνά αυτό που τόσο επιτυχημένα γράφει ο Αχιλλέας Κυριακίδης στη «Μικρή Περιοχή» του: «Κάθε μυθοπλασία είναι και μια ανειλικρινής μνήμη».
Μεσημέρι Καθαρής Δευτέρας του 1999, Πάτρα
Το τραπέζι, αν και νηστίσιμο, ήταν πλούσιο και πεντανόστιμο. Οι κραιπάλες και οι συναισθηματικές εντάσεις των δύο προηγούμενων ημερών και η παρουσία της μητέρας του Γ., η οποία είχε ετοιμάσει όλα αυτά τα εδέσματα, είχαν επιφέρει μια σχετική ατονία στο πνεύμα της παρέας, χάρη στην οποία η συμπεριφορά τους κινούταν επιτυχώς μεταξύ ευγένειας και ζαμπουνικού σαβουάρ βιβρ.
Ξαφνικά, κάπου ανάμεσα σε μια πιρουνιά γίγαντες και σε μια πιρουνιά σπανακόρυζο, δυνατός βήχας έπιασε τον Π. Μάταια προσπάθησε να συγκρατηθεί, φράζοντας με το χέρι το στόμα του: κάτι ρυζώδες αλλά και πρασινίζον διέγραψε μια όχι και τόσο λαμπερή πορεία στο στερέωμα, εμπρός στα εμβρόντητα βλέμματα του Κ., του Σ. και του Β., και προσγειώθηκε μέσα στο χταποδάκι.
Αυτό ήταν. Καταστροφή.
Ακολούθησε ο πανικός της πρώτης παραγράφου και η παρέμβαση της μητέρας του Γ.
Φάτο, είχε πει.
Κι ο Π. το έφαγε. Όλο.
3 σχόλια:
πέρσοναλ -ξεπέρσοναλ,
εγώ γέλασα πολύ (πάντα γελάω κι ας μην καταλαβαίνω... τα πάντα!) και ΝΑΙ, άκουσα τους tindersticks και με άρεσαν!! Το 2ο, 3ο και ακόμα ένα που δεν θυμάμαι ποιο είναι κομμάτι τους ΜΕ ενθουσίασε, κατά τ'άλλα, όλα καλά έως μέτρια...
Μετακομίζουμε και εξαφανίστηκα (δηλαδή ο Γιάννης μετακομίζει, εγώ απλά επιβλέπω, είχαμε και μικρογκαντεμιά, έφαγα μία τούμπα όλη δική μου-ευτυχώς έπεσα με τα... μαλακά -με τον κώλο με το συμπάθειο πάντα!!- αλλά τρόμαξα πολύ, ευτυχώς, δεν ήταν τίποτα (αλλά είδα τον Χριστό λοχία, κατάλαβες...)
μόλις ησυχάσω λίγο
θα σε γράψω!!
καλό απόγευμα
Ήσουν κωλόφαρδη, κοντολογίς.
Αυτά παθαίνεις άμα ακούς tindersticks!
Δημοσίευση σχολίου