9 Μαΐ 2008

Χίστορι ριπίτς ιτσέλφ

Όσο που μαύρισε το μάτι καμπόσων από αυτό το κακό και βγήκαν ληστές.
Ενας από τα μέρη μας Βασίλης Αργυρόπουλος, αυτός χτύπαγε στις στάνες, κατσικοκλέφτης.
Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν Αστυνομίες, ερχόντουσαν αποσπάσματα. Βγήκαν να τον κυνηγήσουν και τον έπιασαν κάτω κατά το Μέγα Σπήλαιο με έναν σύντροφό του Παναγόπουλο. Τους έβαλαν στα σίδερα και τους πέρασαν από το χωριό μας, μια ώρα μακριά.
Κίνησε η μάνα του να πάει από πίσω ξυπόλητη.
Στο Κακούρι κοντά ο Αργυρόπουλος ήθελε να κατουρήσει και γύρεψε τον έλυσαν. Τέχνασμα. Εκατσε να κάνει το νερό του, χοντρό, ο χωροφύλακας κοίταζε αλλού. Σηκώνει μια πλάκα, του τη φέρνει στο κεφάλι, του παίρνει το όπλο, τις σφαίρες, το σκάει.
Θανάση Βαλτινού, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, βιβλίο πρώτο Αμερική (βιβλιοπωλείον της Εστίας).

(Υπέροχα λακωνικό το απόσπασμα και συνάμα τόσο ακριβέστατα περιγραφικό, αλλά ποιος είμαι εγώ να πω κουβέντα, έστω και καλή, για τον συγκεκριμένο συγγραφέα;)

2 σχόλια:

παράλληλος είπε...

ποιος είμαι εγώ να πω κουβέντα,για τον υπέροχο παραλληλισμό!...

Μετεωρίτης είπε...

θα συμφωνήσω... ή μάλλον θα ταυτιστώ εντελώς με τον Παράλληλο!

έξοχο!!