Τον θαμμένο στην άμμο καθημερινό μου ψυχαναγκασμό. Τα βουρκωμένα απ' τα νυχτερινά φώτα μάτια. Το τρεμουλιασμένο λιμάνι των παιδικών μου αναμνήσεων. Τα κύματα που αναμετριόνταν με τις ταχυδακτυλουργίες και τις ρόδες - γυμναστικές επιδείξεις του μικρού μου, ειδικού Νίντζα. Εγώ, δίπλα στον ειδικό Νίντζα. Την ιερή γνώση ότι ο Χίτλερ έπασχε από κολίτιδα (πάνω απ' όλα η αλληλεγγύη). Το απόφθεγμα του Kraus, πως η ασχήμια του παρόντος έχει αναδρομική ισχύ. Την αντιστροφή του αποφθέγματος. Το κάστρο, που 'ναι παντού το ίδιο. Γητευτής αυλός και ψυχοκρούστης των κουρσάρων. Τα ξεγυμνωμένα βράχια. Την "ελεύθερη ηλιοθεραπεία". Την πελώρια, σκοτεινή πύλη που προστατεύει απ' τον θάνατο. Την τραγική ειρωνία αυτού που μόλις έγραψα. Την απορία αυτών που-όπως κι εγώ- δεν πολυκατάλαβαν τί έγραψα. Την πληροφορία ότι οι Ασκεναζίμ, οι Εβραίοι της Ανατολικής Μεσογείου, προέρχονται απ' την καυκάσια φυλή των Χαζάρων που ασπάστηκαν τον ιουδαϊσμό στο τέλος του 18ου αιώνα. Την ασφάλεια ότι η Άρια φυλή αυξάνεται και πληθαίνει. Τις φυλές του βυθού. Αυτό που μοιάζει για φεγγάρι και τελικά αποδεικνύεται ότι είναι η εμπορική εξαπάτηση των ποιητών απ' ένα φλογισμένο κι επιτήδειο νυχτολούλουδο. Την πέτρα των σπιτιών που πετρώνει και τους ανθρώπους σ' ένα πέτρινο παραμύθι. Το φεγγάρι που αναμένει φέτος ο Παράληλος, παρασυρμένος απ'΄τις φήμες που διαδίδει η αμφιλύκη, η κολλητή φίλη του προλαλημένου νυχτολούλουδου. Τον Κινέζο Τόμας Βόνγκ, φάντασμα πλέον ενός Ιγκουάνα, το φάντασμα της Μεγάλης Πορείας προς την ελευθερία, που κυνηγάει τους φασίστες μέσα στη ζούγκλα. Την Μικρά Ασία. Όχι την περιοχή. Την ψησταριά. Εκεί που σιωπηλά, κρυφά απ όλους, αναμετρώ τον χρόνο κι αναρωτιέμαι αν τα πράγματα θα παραμείνουν τα ίδια και στο μέλλον. Την Μικρά Ασία. Όχι την ψησταριά. Την περιοχή. Και το δάκρυ που τέμνει το κατακρημνισμένο αίμα μου. Τα μπαλκόνια που υποδέχονταν τουρίστες Ίκαρους για το πρωινό. Τα αστέρια. Έτσι απλά. Που είναι παντού τα ίδια. Τον Dylan που απεχθάνομαι, κάτω απ' το φως των κεριών στο Manda bar, να γίνεται ο Dylan που λατρεύω. Την γυναικεία τσάντα με τη νεράιδα και τον δράκο. Ένας καλός λόγος ν' αλλάξεις φύλο. Την βαρκάδα στα Τραχήλια. Το ατελεύτητο λιμεναρχείο αυτών που έφυγαν. Το δωματιάκι μας μωρό μου. Εκείνη την αναγαλλιαστική αίσθηση της πρώτης μέρας, με τον αδερφό μου, τους καφέδες και τη χαραυγή που αργοπορεί για να την προλάβουμε. Την σκηνή μας την κουρελού. Την πέτρα που πάντοτε θα βρίσκουμε γιατί την προστατεύει η γη. Το γέλιο που κάναμε οι τρεις μας λες και ήμασταν μέλη μιας παιδικής συμμορίας. Τη λαχτάρα να χαιρετήσουμε για λίγο τους δικούς μας απ' το καράβι της επιστροφής. Εμένα, τον ίδιο άνθρωπο, που δεν άλλαξε καθόλου, ούτε προς το καλό, ούτε προς το κακό, λίγους πόντους πιο γαλάζιο. Κι αυτό είναι αρκετό. Μέχρι του χρόνου...
7 σχόλια:
Τι έφερες από τη θάλασσα; Γιόμισες το σπίτι άμμο γιατί δεν τίναξες τα πόδια σου.
Ωραία κείμενο πάντως (παρά την άμμο και τη μυρωδιά αντηλιακού).
σας ευχαριστώ αιδεσιμότατε...
Η δική μας θάλασσα,ο ήχος της,τα πεφταστέρια...Τα σαλκίμια και τα ατέλειωτα ηλιοβασιλέματα...
Το δικό μας λιμάνι αφετηρία και τέρμα...κύκλος των διακοπών μας.Νοσταλγία...θα μας βρίσκω στο κειμένακι σου είναι όλα έκει...πολύ όμορφο
και σαν σκιές θα επιστρέφουμε, με καταγεγραμμένη την εμμονή μας εκεί που γέρνει ο ζυγός του ήλιου...πάντοτε μωράκι.
Γκουχ... Ενοχλάω μήπως; Να φωνάξω τα βιολιά; Να βάλω στα ηχεία το "Λαβ στόρι"; Να σκάσω μήπως καλύτερα;
κάνε δουλειά σου...
Δουλειά είναι αυτό που κάνω;
Δημοσίευση σχολίου