[...]
Η ορεινή Ολυμπία χρόνια τριάντα τώρα -ίσως και περισσότερα- ταλανίζεται από το βασανιστικό ερώτημα: θα ζήσει; ‘Έφυγαν όλοι!!! όπως λέει και ο ήρωας του Τσέχωφ στην τελευταία σκηνή του Βυσσινόκηπου. Ερήμωσε ο τόπος. Και ό,σοι έμειναν είναι σαν να εκτίουν την ποινή τους. Είναι υπ’ ατμόν. Ετοιμάζουν τις αποσκευές τους να φύγουν κι εκείνοι. Οι γέροντες που μένουν περιμένουν. Την επίσκεψη των παιδιών τους. Ζουν γι’ αυτό. Αλλά περιμένουν και το άλλο. Που το λέει τόσο εύστοχα και τόσο ποιητικά ο εκκλησιαστικός στίχος: «Ανώδυνα, ειρηνικά και ανεπαίσχυντα...» Είναι μία θλίψη.
[...]
Έτσι, «εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι’ άγρια μέντα
κι έβγαζε η γης το πρώτο της κυκλάμινο...
εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο...»
όπως λέει και ο στίχος του Νίκου Γκάτσου, από τα «Παράλογά» του, μελοποιημένος από τον Μάνο Χατζηδάκη, εκεί που οι «ποιμένες της Αρκαδίας», όπως αναδύονται μέσα από τον περίφημο πίνακα του Πουσσέν, οι «αιγοβοσκοί του Λυκαίου», κατά την θαυμαστή λιθογραφία του Όττο φον Στάκελμπεργκ, του Εσθονού εκείνου βαρώνου και καλλιτέχνη που ήταν μέλος την ομάδος-«συμμορίας» των Ευρωπαίων αρχαιολόγων, εμπόρων και καλλιτεχνών που έκαμαν, το 1811-12, τις ανασκαφές και τη λεηλασία του Ναού του Επικούρειου Απόλλωνα, στις Βάσσες της Φιγαλείας, οι «Νεραϊδογέννητοι» Αρφάνηδες τσελιγκάδες, από του Σκληρού(;) όπως ποιητικά τους περιγράφει στο ομώνυμο διήγημά του ο Αγ. Τσέλαλης, βοσκούσαν τα κοπάδια τους κι’ ερωτεύονταν όπως τους δίδαξε ο τραγοπόδαρος Πάνας, εκεί που άστραψε, σαν βόρειο σέλας, και βρόντηξε το καρυοφύλλι του ’21, εκεί που οι ζευγολάτες έκαναν τον σταυρό τους, όντας το πλήρωμα της εκκλησίας, της πιο πλατειάς, της γης της οικουμένης, πριν αρχίσουν το όργωμα, εκεί που ο ταπεινός βίος, με την ισότητα των οικονομικών όρων, δεν εμπόδιζε τους προγόνους μας να συνθέτουν και να ζουν μαζί της, την πιο αυστηρή ιεραρχία της αξιοπρέπειας, της φιλαλληλίας, της αλληλεγγύης, της αγάπης και της τιμής, εκεί τώρα, ερημία. Εκεί τώρα, τόπος μνήμης, θλίψης, πόνου και νοσταλγίας. Εκεί τώρα, κατοικούν οι σκιές. Αυτές τις σέβομαι. Υπέρ αυτών δέομαι. Γι’ αυτές όλες οι πράξεις λατρείας. Αλλά δεν θα μιλήσω γι’ αυτές. Θέλω να μιλήσω για τους συγκατοίκους των σκιών, για το σήμερα. Γι’ αυτούς που ζουν σήμερα εκεί.
[...]
Η απελπισία έχει φθάσει σε τόσο ακραία όρια, που οι εναπομείναντες «αποδέχθηκαν» ακόμη και φυλακές στην Ανδρίτσαινα. Και όταν εγώ αντιτάχθηκα, εκείνοι με... «μίσησαν». Γιατί νόμισαν ότι δεν τους νοιαζόμουνα. Πως δεν με έμελλε που ερημώνει ο τόπος.
[...]
Και αν δεν έχουμε τώρα την εναλλακτική λύση της ζωής και της ανάπτυξης για την Ανδρίτσαινα και την Ολυμπία ευρύτερα, θα την έχουμε αύριο.
ΒΥΡΩΝ Γ. ΠΟΛΥΔΩΡΑΣ
Βουλευτής Β΄ Αθηνών – ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εν έτει 2000.
Όλο το κείμενο για όσους ενδιαφέρονται εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου