Δεν έχω πάρε δώσε με ρουφιάνους, είπε ο Π. και σηκώθηκε να φύγει. Ο Μ. προσβεβλημένος άναψε τσιγάρο. Μετά, έφυγε κι αυτός.
Αυτήν τη μη συζήτηση θα μπορούσα και να μη τη θυμηθώ ποτέ. Μου τη θύμισαν ο Πατρίκ Ρεϊνάλ και το νουάρ μυθιστόρημά του «Αγνώστου υιού», έντονα σημαδεμένο από την αγωνία του συγγραφέα για την κατάληξη της γενιάς του Μάη του ΄68. Παντού η ίδια ιστορία, φαίνεται. Στη Γαλλία έχουν το Μάη του ΄68, στις ΗΠΑ τους χίπηδες (βλέπε «Η μεγάλη ανατριχίλα), στην Ισπανία τον αντιφρανκικό αγώνα (βλέπε Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν), στο Μεξικό την Τσιάπας και τους αγώνες των χωρικών (βλέπε Τάιμπο), στη Χιλή τους αγώνες κατά του Πινοτσέτ (βλέπε -μπλιάχ- Ιζαμπέλ Αλιέντε), στην Ελλάδα το Νοέμβρη του ΄73 (βλέπε τις αναφορές του Γ. Καρατζαφέρη στον αντιδικτατορικό του αγώνα, χαχαχα). Οι Γάλλοι έχουν τον Κον Μπετίτ, «εμείς» (καταχρηστικά εντάσσω την αφεντιά μου στη συλλογικότητα των Ελλήνων) τη Δαμανάκη.
Είκοσι χρόνια μετά το γαλλικό Μάη, ο κεντρικός χαρακτήρας, από τους πρωταγωνιστές των εξεγέρσεων τότε, έχει περάσει στην άλλη πλευρά, έχει γίνει αστυνομικός, μόνο και μόνο για τη δυνατότητα να συνεχίσει να κατέχει, νόμιμα αυτή τη φορά, ένα όπλο. Μια αλυσίδα αιματηρών ληστειών θα εμπλέξει τον αστυνόμο Ματάς σε έναν κυκεώνα προσωπικών αποκαλύψεων και αναμνήσεων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου, τα μοναδικά που δείχνουν να έχουν κάποια αξία τόσο για τον συγγραφέα όσο και για τον ήρωά του, και όχι η δράση ή η διαλεύκανση της υπόθεσης:
Θυμήθηκα ξανά τον πατέρα μου τη μέρα που του ανήγγειλα πως η ζωή μου θα άλλαζε, πως οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει για πάντα, πως θα έπαιρνα αμετάκλητα το δρόμο του κομμουνισμού. Ημουν προετοιμασμένος για μια πραγματική τιτανομαχία, και με έπιασε εξ απροόπτου. Απ΄ ό,τι είπε, ήταν όλα φυσιολογικά, και η βία που με σπάραζε δεν ήταν παρά μια εφηβική φαγούρα, κάτι σαν κοκκίτης. Μάζευα τα πράγματά μου, αναλογιζόμενος αν αυτός ο άνθρωπος που μου μιλούσε για τα νιάτα μου είχε την παραμικρή ιδέα για το τι είχε κάνει με τα δικά του. Στη συνέχεια ο πατέρας μου συνέχισε να επιδεικνύει απόλυτη κατανόηση σε ό,τι με αφορούσε. Αυτό ήταν το κόλπο του, η κατανόηση. Η σπαστική πλευρά των φιλελεύθερων αστών. Στο τέλος της ζωής του, ανακάλυψε πως είναι καθολικός -δεν είχε πάψει να είναι από τότε που γεννήθηκε- και ερμήνευσε την απόφασή μου να γίνω αστυνομικός ως αξιέπαινη προσπάθεια εξιλέωσης. Του πατέρα μου του άρεσε να κατανοεί, αλλά δεν κατανοούσε ποτέ το ίδιο πράγμα με εμένα.
Και για να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή, θα μου πείτε ποια η σχέση της γενιάς του ΄68 ή του ΄73 με αυτές του ΄98 ή του 2003; Απολύτως καμία, αν εξαιρέσουμε το επίπεδο των ψευδαισθήσεων και της μιας και της άλλης πλευράς.
4 σχόλια:
Το μέγεθος των ίδιων ψευδαισθήσεων ( σε ότι έχει να κάνει με το «δίκαιο» αλλά και με την άποψη για τον εαυτό τους , που βεβαίως σχετίζεται η μάλλον διαμορφώνει και την άποψη για το «δίκαιο») της μιας και της άλλης πλευράς όμως είναι τόσο μεγάλο, που πολύ εύκολα ο καθένας ( σε αυτούς σίγουρα ανήκω εγώ) θα υποστήριζε ότι τα κοινά όλων των γενεών που ανέφερες είναι επικίνδυνα ΠΟΛΛΑ!
( επικίνδυνο με την έννοια της εξέλιξης στην σκέψη και τα αποτελέσματα της)
Γεια σου πάνω κάτε.
Καλώς τον καπετάνιο!
Αυτό που νομίζω πως διαφέρει σημαντικά είναι η ποσότητα και όχι η ποιότητα όσων ασχολούνταν/αι με τέτοιου είδους ψευδαισθήσεις ή και με άλλες. Αλλωστε το απολιτίκ ως όρος νομίζω πως καθιερώθηκε μεταπολιτευτικά, σωστά;
Σωστά, αλλά δεν έχω την ίδια άποψη.
Θεωρώ ότι ο Έλληνας ήταν και είναι απολιτικ (εκτός εάν έχουμε αναγάγει την "ρητορεία" του καφενείου ως πολιτική άποψη) από την γέννα του.
Και μιλώ φυσικά για την συντριπτική πλειοψηφία ( 8 , να μην πω 9 στους 10).
Η μόνη διαφορά έγκειται στην ύπαρξη ή στην εφεύρεση χώρων που έδιναν την ψευδαίσθηση μιας πολιτικής άποψης και ταυτότητας στο παρελθόν ( ΕΡΕ , Ένωση Κέντρου, ΠΑΣΟΚ ακόμη και η ΕΔΑ κλπ) σε όλους του απολιτικ Έλληνες σε αντίθεση με το σήμερα .
Η μη άποψη ( ένας αχταρμάς δηλαδή απόψεων γεμάτων αντιφάσεις) είχε από πάντα την τιμητική του στην Ελλάδα από την εποχή του Βενιζέλου ( αναφέρω τον Βενιζέλο μιας και έγινε πολιτικό σύμβολο την εποχή του 70 και του 80!!)
Μην μπούμε τώρα σε λεπτομέρειες αλλά είναι νομίζω αρκετά γνωστή η Πολιτική Ιστορία ( σε επίπεδο εξουσίας αλλά και σε επίπεδο ιδεών) από την απελευθέρωση και μετά. Για την περίοδο της τουρκοκρατίας δεν χρειάζεται να το συζητήσουμε καθόλου.
Καλώς σε ξαναβρήκα [ του άλλαξα τα φώτα στο φαΐ αυτές τις μέρες :(( ]
Και βέβαια, επιπλέον σε όλα τα ανωτέρω, ας πούμε και κάτι που εμένα με πονάει: Πολιτικοποίηση, ναι, αλλά πού και πώς; Γιατί τελικά Κάπτεν η πολιτικοποίηση στα βλογζ πόσο διαφέρει από μια θεωρητική αερολογία αριστεριστών μεταξύ τσίπουρου και ταραμοσαλάτας; Ενδεχομένως καθόλου, ενδεχομένως πάρα πολύ.
Αυτό που λέμε δραστηριοποίηση είναι που (μου) λείπει, γαμώτο.
(μη μιλάς για φαΐ, σε παρακαλώ. Κεφτεδες, ταμπουλές και κάιζερ έχουν στήσει χορό στο στομάχι μου).
Δημοσίευση σχολίου