14 Αυγ 2007

Το ωραιότερον της ζωής του ταξείδιον

13.20, στάση Κολόμβου, περιμένω το 34 να με πάει Ηλιούπολη. Σε σαράντα λεπτά, πρέπει να είμαι πίσω στο κέντρο, στη δουλειά, στόχος ανέφικτος όπως καλά γνωρίζω. Βλαστημώ την ώρα και τη στιγμή που υποσχέθηκα να κάνω μια εξυπηρέτηση. Αυτά παθαίνεις άμα προσπαθείς διαρκώς να δείξεις πόσο καλός άνθρωπος είσαι. Επιτέλους ήρθε το γαμημένο. Μέσα ο κοσμός όχι πολύς ευτυχώς. Ανθρώπινη διαδρομή προβλέπεται. Τα τσιτωμένα νεύρα μου χτυπάνε κόκκινο όταν το μηχάνημα αρνείται να κόψει το εισιτήριό μου, και μια μεσήλικη ευγενέστατη κυρία μου δίνει συμβουλές, «ευθεία το χέρι, σμπρώξτο μέχρι μέσα, ίσιωσέ το», χωρίς να ξέρει η κακομοίρα ότι ένα από τα πράγματα που μου τη σπάνε περισσότερο στη ζωή είναι οι συμβουλές (να μου δίνουν, όχι να δίνω, γιατί σε αυτό το τελευταίο είμαι φοβερός). Εντέλει το μηχάνημα με αποδέχεται ως νόμιμο επιβάτη του λεωφορείου. Αλλά τα νεύρα μου τσατάλια.
Μέχρι τον Αγιο Νικολάο όμως, στην Ξηροκρήνη. Εκεί μπήκε ο τύπος με το ποδήλατο και μου ‘φτιαξε την ημέρα.
"Λίγο στην άκρη, λίγο στην άκρη, να βολέψω το ποδήλατο". Ο κόσμος έκανε απεδώ κι απεκεί, στραβοκοιτώντας τον 40αρη ιδρωμένο τύπο που μπήκε μέσα στο λεωφορείο με τον ποδήλατό του. Αφού βολεύτηκε καταμεσής του διαδρόμου, δικαιολογήθηκε: "Πολλή ζέστη, πολλή ζέστη, κατέβηκα με τη δροσιά, με τη δροσιά κατέβηκα, αλλά δεν γίνεται τώρα, δεν γίνεται".
Την ώρα που σκέφτομαι ότι μάλλον έχει το συνήθειο να λέει δύο φορές την κάθε φράση, ανοίγει διάλογο με τον οδηγό. "Ωπ, Χρηστάρα μεγάλε, τι γίνεται, ε μεγάλε Χρηστάρα τι γίνεται;". "Ακόμη με το ποδήλατο παιδεύεσαι;" τον πειράζει αυτός.
«Εμ έτσι είναι, έτσι είναι, ποδηλάτης κι αγωνιστής, μια ζωή, ποδηλάτης κι αγωνιστής», του απαντάει με στεντόρεια φωνή ο εις διπλούν ποδηλάτης αγωνιστής.
Ο κόσμός ήδη κρυφομουρμουρίζει, άλλοι γελανε, εγώ τραβάω φωτογραφίες...
"Ωχ Θε μου, ωχ Θε μου, καλά είναι εδώ, καλά είναι», προσεύχεται βροντόφωνα στον Γιαχβέ ο φίλος μας.
Χτυπάει το κινητό του: "Ελα μάνα, έλα, στο αστικό είμαι, ναι είμαι στο αστικό, ναι μάνα, έρχομαι, έρχομαι".
Ενας γέρος φορτώνει: "Ε, τι θα γίνει, μπήκες μέσα με το ποδήλατο, μίλα λίγο πιο σιγά".
Η ευφορία του αγωνιστή ποδηλάτη εξαφανίστηκε μεμιάς: "Είπες κάτι ε; Ε, είπες κάτι;"
"Σταμάτα ρε μη σου ρίξω καμιά", του αντιλέγει ο κοτσονάτος παππούς.
"Σε ποιον θα ρίξεις ρε, σε ποιον θα ρίξεις, μη σου ρίξω εγώ, εγώ θα σου ρίξω, ποδηλάτης κι αγωνιστής ρε, ποδηλάτης κι αγωνιστής μια ζωή", τα πήρε στην κράνα ο αχτιβιστής ποδηλατίστας... Και εκνευρισμένος προκαλεί το απόλυτο πανδαιμόνιο με το φοβερό παπάκι-κόρνα (βιδωτό είναι, από το Μαρινόπουλο στη αερογέφυρα της Λαγκαδά το αγόρασα, εξήγησε αργότερα στον οδηγό).
Δυστυχώς επενέβη ο οδηγός και τον κάλεσε να καθίσει κοντά του και απεφεύχθη το θερμό επεισόδιο γαμώτο.
Ο κοτσονάτος παππούς κατέβηκε στην Τερψιθέα ζοχαδιασμένος.
Ο ποδηλάτης κι αγωνιστής κατέβηκε στην πλατεία Ελευθερίας. Λίγο πριν κατέβει είπε: "Α, Θεούλη μου, Θεούλη, ωραιότερο ταξείδι από αυτό που έκανα με αυτό το λεωφορείο, δεν ξανάκανα, το ωραιότερο ταξείδι ήταν..."
Εγώ κατέβηκα στον Προφήτη Ηλία. Αργησα τρία τέταρτα στη δουλειά αλλά δεν με ένοιαξε, ήμουν χαρούμενος. Μία ώρα εργασίας βέβαια ήταν αρκετή για να με κάνει να τα πάρω πάλι.
Η μόνη λύση τελικά είναι να γίνουμε όλοι ποδηλάτες κι αγωνιστές.

4 σχόλια:

παράλληλος είπε...

Έχεις σκεφτεί να γίνεις συγγραφέας;
Πολύ μου άρεσε!
Το καθημερινό παράξενο το ανέδειξες με την λιτότητα, την υποβόσκουσα ειρωνεία και την δέουσα α-σημαντικότητα ώστε να αποφευχθεί υπο- ή υπερ-τίμηση της σημειολογίας του. Το θεωρώ μπούσουλα για νέους συγγραφείς!

(Μην ορκίζεσαι ότι κάνω πλάκα).

Niemandsrose είπε...

Όταν χτυπήσει το πρωί
Τ’ άδικο ξυπνητήρι
Και στα μισά της αστρικής
Διαδρομής μ’αφήνει
Μια προσωπίδα κατηφής
Πέφτει απ’το ταβάνι
Κι όπως κολλάει στη φάτσα μου
Αγνώριστο με κάνει.

Ένα ζευγάρι πέλματα
Με γόνατα και κνήμη
Φορώ αντ’ υποδήματα
Κι ο αγώνας μου αρχίζει.
Με τρέχουνε τα αλλότρια
Τα πόδια στο γραφείο
Μ’ αγέλαστο, κι ανόρεχτο
Και ξένο προσωπείο.

ΠανωςΚ είπε...

Φχαρστώ βρε Γιώργη, αλλά πάσχω εκουσίως από παντελή έλλειψη φιλοδοξιών. Προσπαθώ να αντικαταστήσω τις κρίσεις μεγαλομανίας με την απλή ικανοποιήση βραχυπρόσθεσμων επιθυμιών: διψάω, πεινάω, θέλω τσιγάρο κτλ.

Niemandsrose, δυσοίωνο αυτό που γράφεις αλλά απολύτως περιγραφικό της δικής μου τουλάχιστον καθημερινότητας.
Ασχετο: είναι δικό σου ή κάποιου άλλου; (σχώρνα με, από ποίηση έχω μαύρα μεσάνυχτα...)

nahames nakanamoko είπε...

γαμάτο μου θύμισες Χακκα!