Υπάρχει μια
γραμμή, όχι κομματική, ούτε του ορίζοντος, δεν ξέρω αν είν' λεπτή ή όχι, όλες
οι γραμμές συγκρινόμενες με μένα λεπτές
είναι, υπάρχει μια γραμμή λοιπόν λεπτότερη
από μένα που χωρίζει τα καλά μυθιστορήματα
από τα πολύ καλά, τα μεν πρώτα τα διαβάζεις
και, κακά τα ψέματα, αν είσαι τόσο δα
ψωνάκι, το σκέφτεσαι καμιά φορά «ε, θα
μπορούσα να το 'χα γράψει κι εγώ αυτό»»,
ενώ στα άλλα, τα πολύ καλά, τα καλύτερα
μυθιστορήματα, μένει άναυδος, μένεις
μαλάκας, ανεξαρτήτως αν μένεις Ευρώπη
ή όχι, και απομένεις να θαυμάζεις την
ευρηματικότητα του συγγραφέως, τις
εικόνες, τις ιδέες που αναβλύζουν από
μια ασυναγώνιστη γραφή κι αφού τελειώσεις
την ανάγνωση και σηκωθείς όρθιος στο
σαλόνι και χειροκροτήσεις παρατεταμένα
και στείλεις δυο-τρία μηνύματα σε δυο-τρεις ανθρώπους που πιστεύεις ότι θα
σε καταλάβουν και αφού πας και ξυπνήσεις
την καλή σου που κοιμάται για να της
πεις πόσο γαμάτο ήταν αυτό που διάβασες,
τότε σε πιάνει το παράπονο και η ζήλεια
γιατί συνειδητοποιείς ότι πάνω απ' όλα
αυτό που διάβασες είναι μια κορυφή
απάτητη, κάτι που δεν θα μπορούσε να
γραφτεί από σένα, είναι αυτό ακριβώς
που διαχωρίζει τον αναγνώστη από τον
συγγραφέα, ασχέτως των δημοκρατικών
πεποιθήσεών σου, σύμφωνα με τις οποίες όλοι είμαστε
εν δυνάμει συγγραφείς, κάτι τέτοια
αναγνώσματα αποδεικνύουν ότι τέτοιου
είδους συγγραφείς δεν μπορούμε να
είμαστε όλοι, κάποιοι είμαστε καταδικασμένοι
να παραμένουμε για πάντα αναγνώστες,
και τότε για να μη σε πιάσουν τα αναφιλητά
μπροστά στον συγγραφέα, πετάς το βιβλίο
στον τοίχο και τρέχεις και κλειδώνεσαι
στην τουαλέτα, βρίσκεις καταφύγιο στη βρύση που στάζει στο νιπτήρα και στο τηλέφωνο του μπάνιου που ευτυχώς δεν θα χτυπήσει ποτέ, αφουγκράζεσαι τον ήχο που
κάνει η αποχέτευση, τις φωνές των αποκάτω
μέσα από το φωταγωγό και τα τακούνια
της αποπάνω που κάθε μέρα τέτοια ώρα
ετοιμάζεται να πάει στη δουλειά, κοιτάς
τα σαμπουάν, τα σαπούνια, τα απορρυπαντικά,
τα ξυραφάκια, κοιτάς το σεσουάρ,
αυτό που από τότε που το 'κανε τραγούδι
η Κάλι η Μινόγκ το λες και πιστολάκι και
θυμάσαι ότι στην αρχή των Πτυχιούχων
του Χρήστου Βακαλόπουλου ο τύπος έχει
μόλις βγει από το μπάνιο κρατώντας ένα
πιστολάκι και καβγαδίζει με την γκόμενα
και, όταν το διάβασες αυτό, σου ήρθε ένα
λογοπαίγνιο ότι και καλά την πυροβόλησε
πάνω στον καβγά με αυτό το πιστολάκι, και
πράγματι έκανε, λίγες αράδες παρακάτω,
ένα αντίστοιχο λογοπαίγνιο ο συγγραφεύς,
και είπες μέσα σου «χαχα, θα μπορούσα να
το 'χω γράψει κι εγώ αυτό», μόνο που όλες
τις υπόλοιπες σελίδες, αφού τις διάβασες με μάτια γουρλωμένα και κομμένη την ανάσα,
αυτόν τον παιγνιώδη ύμνο σε μια τρελή
νιότη, δεν θα μπορούσες να τις γράψεις
με τίποτε και κυρίως με τέτοιο στιλ, με
τέτοιες ιδέες, με τέτοια μοναδική γραφή,
και σε ξαναπιάνει απελπισία και αναφιλητά και νιώθεις περίπου σαν τον Τομπάιας Φούνκε σε αυτήν τη σκηνή
και για να πάρεις τα πάνω σου διαβάζεις τα πιο ανέμπνευστα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ και υπάρχουν πάντα στο μπάνιο, τις οδηγίες χρήσεως του απορρυπαντικού και του μαλακτικού, μπας και νιώσεις λίγο καλύτερα, κάπως ανώτερος να πούμε.
Και μετά τραγουδάς αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου