Τις μέρες με
κάπιταλ κοντρόλ κοιμήθηκε πολύ. Οταν
δεν κοιμόταν πολύ, προσπαθούσε να
διαβάσει πολύ, αλλά δεν τα κατάφερε ούτε
λίγο. Ξεκίνησε πολλά διαφορετικά βιβλία,
αναζητώντας αυτό που θα μπορούσε να
ολοκληρώσει και δεν βρήκε ούτε ένα, αλλά
δεν τον πολυπείραξε γιατί ούτως ή άλλως
από τα βιβλία μόνο οι αρχές του αρέζαν,
όπως κι οι άνθρωποι δηλαδή, του αρέζανε
στην αρχή, μετά τους βαριόταν κάπως.
Απογοητευμένος από την αναγνωστική του
δυστοκία, από το πάγωμα των τραπεζικών
συναλλαγών, κοιμόταν κι έβλεπε εφιάλτες
με τον Μπομπ Ντίλαν εκβιαστή αρχειονόμο
ανείπωτων επιθυμιών και αρχιβασανιστή
στη χούντα της ολιγαρχικής φυσαρμόνικας,
ξυπνούσε και έβλεπε πως ο Τσίπρας, αντί
να καταστρέφει τον ευρωπαϊκό εφιάλτη,
παραδίδονταν σε αυτόν, διέψευδε την
ελπίδα και διαμόρφωνε μια εφιαλτική
πραγματικότητα. Αρχισε να διαβάζει
σελίδες της γουικιπίντια στην τύχη,
μπας και βρει τους τυχερούς αριθμούς
του τζακπότ στο τζόκερ, διάβαζε κυρίως
βιογραφικά ηθοποιών, μοντέλων, συγγραφέων,
δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις
λεπτομέρειες της προσωπικής τους ζωής,
με σκοπό να τις αντιγράψει στο δικό του
επαγγελματικό βιογραφικό προτού το
αποστείλει σε πολυεθνικούς κολοσσούς
που δεν το γνώριζαν αλλά χρειάζονταν
τις υπηρεσίες του.
Σταδιακά, βιβλίο στο βιβλίο, και καθώς ποτέ δεν προχώρησε πέρα από την αρχή, μπέρδεψε τις αρχές του με τις αρχές τους: Ο δολοφόνος ξύπνησε απότομα με τη σκέψη του αίματος που άχνιζε στο μάρμαρο. Τώρα, λίγο με νοιάζει αν θα πεθάνω, είπε και μετά από μια μακρά παύση έδειξε προς το Νότο, προς τη χώρα όπου είχε αφήσει θαμμένα τα κόκκαλα μιας αδελφής και τα κόκκαλα της εκ μητρός γιαγιάς του. Ας αναπαυθεί εν ειρήνη, ήταν τα τελευταία λόγια του πάστορα. Ο άγγελος συγύριζε τις ντουλάπες του όταν έφτασε το πρόσταγμα. Οπου κι αν πήγαινε έβλεπε ένα ερωτηματικό στην καρδιά της πόλης. Φόβος κυριαρχούσε σε αυτές τις αναμνήσεις, αέναος φόβος. Αν του είχαν διαλύσει το χέρι με δυο σφαίρες μόνο και μόνο επειδή χτύπησε μια πόρτα, τι θα μπορούσαν να κάνουν σ' εκείνη που ήξερε όσα ήξερε; Γεννήθηκε το 1927, μοναχοπαίδι μεσοαστών γονέων που ποτέ δεν υψώθηκαν αρκετά πάνω από την ιστορία ώστε να την εγκαταλείψουν. Στη μυστικοσυνέλευση της Βοστίτσας (σημερινό Αίγιο), η οποία άρχισε φθίνοντος Ιανουαρίου 1821 και συνεχίστηκε επί πενθήμερον μια δράκα προεστοί και ανώτεροι κληρικοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν θερμόαιμο αρχιμανδρίτη που δεν δεχόταν ούτε σκέψη για αναβολή του αγώνα. Ποιος από μας θυμάται να πρόσεξε εκείνη την ημέρα δύο μοναχικές γυναίκες σε μια αλέα του κήπου του λουξεμβούργου, αδιάφορες για τη θύελλα που πλησίαζε, ακίνητες ανάμεσα στα αγάλματα; Αυτό που ποτέ δεν είπαμε σε κανέναν είναι ότι κι εμείς οι δυο κάναμε τα δικά μας κάτω από την νταλίκα. Τα συμπτώματα εισέβαλαν αιφνιδιαστικά σαν το αδηφάγο κύμα που αρπάζει το μωρό στην ήρεμη παραλία και το σέρνει στα βάθη της θάλασσας.
Δεν είχε καταλάβει αν βρισκόταν στον προθάλαμο σφαγείου, σε αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου, σε ουρά στο ΑΤΜ ή σε φοιτητικό δωμάτιο όπου γινόταν πάρτυ, πάντως εκεί καθόταν μαζί με κάτι άλλους αναρχικούς, πράγμα περίεργο γιατί σχεδόν ποτέ δεν υπήρξε αναρχικός, σφηνωμένος σε έναν πολύ μαλακό καναπέ, απ' αυτούς που κάθεσαι και μπαίνεις ολάκερος μέσα και δεν μπορείς να σηκωθείς χωρίς τη βοήθεια τρίτου, ας πούμε κάποιου γερανού, δίπλα του μια τύπισσα που προσπαθούσε να του πιάσει κουβέντα, αλλά του ήταν κάπως αδιάφορη, δεν είχε καταλήξει αν ήταν η τύπισσα αδιάφορη ή η κουβέντα, και μπροστά του, δίπλα στα περιοδικά για την υγεία, τη διατροφή και την κένωση του εντέρου, κάποιος είχε αφήσει όλους τους τόμους του Αναζητώντας τον Χαμένο Άνθρωπο και τον Χρόνο Χωρίς Ιδιότητες σε κόμιξ, και χάρηκε γιατί είχε φυσικά διαβάσει τα πρωτότυπα αλλά ποτέ του δεν είχε διάβασει κόμιξ, κι απέναντι ένας τύπος με μιαν ακουστική κιθάρα μάταια προσπαθούσε να παίξε ενα τραγούδι των Πυξ Λαξ, και ξάφνικά το σκότος διαλύθηκε, η τύπισσα δίπλα σταμάτησε να μιλάει και εξαφανίστηκε, ή μπορεί απλά να εξαφανίστηκε και κατά συνέπεια σταμάτησε να την ακούει, ο τύπος απέναντι σταμάτησε να παίζει και πήρε να φτιάχνει κρεμάλες με τις χορδές της κιθάρας.
Λίγο χιλιόμετρα μετά τα ισπανογαλλικά σύνορα, ανοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού, έβγαλε το κουτί με τα υπνωτικά χάπια και τα κατάπιε όλα. Ξύπνησε δέκα ώρες μετά, στο ίδιο σημείο, στο κάθισμα του συνοδηγού το άδειο κουτί. Είχε ονειρευτεί ένα σπίτι στην παραλία.
Σταδιακά, βιβλίο στο βιβλίο, και καθώς ποτέ δεν προχώρησε πέρα από την αρχή, μπέρδεψε τις αρχές του με τις αρχές τους: Ο δολοφόνος ξύπνησε απότομα με τη σκέψη του αίματος που άχνιζε στο μάρμαρο. Τώρα, λίγο με νοιάζει αν θα πεθάνω, είπε και μετά από μια μακρά παύση έδειξε προς το Νότο, προς τη χώρα όπου είχε αφήσει θαμμένα τα κόκκαλα μιας αδελφής και τα κόκκαλα της εκ μητρός γιαγιάς του. Ας αναπαυθεί εν ειρήνη, ήταν τα τελευταία λόγια του πάστορα. Ο άγγελος συγύριζε τις ντουλάπες του όταν έφτασε το πρόσταγμα. Οπου κι αν πήγαινε έβλεπε ένα ερωτηματικό στην καρδιά της πόλης. Φόβος κυριαρχούσε σε αυτές τις αναμνήσεις, αέναος φόβος. Αν του είχαν διαλύσει το χέρι με δυο σφαίρες μόνο και μόνο επειδή χτύπησε μια πόρτα, τι θα μπορούσαν να κάνουν σ' εκείνη που ήξερε όσα ήξερε; Γεννήθηκε το 1927, μοναχοπαίδι μεσοαστών γονέων που ποτέ δεν υψώθηκαν αρκετά πάνω από την ιστορία ώστε να την εγκαταλείψουν. Στη μυστικοσυνέλευση της Βοστίτσας (σημερινό Αίγιο), η οποία άρχισε φθίνοντος Ιανουαρίου 1821 και συνεχίστηκε επί πενθήμερον μια δράκα προεστοί και ανώτεροι κληρικοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν θερμόαιμο αρχιμανδρίτη που δεν δεχόταν ούτε σκέψη για αναβολή του αγώνα. Ποιος από μας θυμάται να πρόσεξε εκείνη την ημέρα δύο μοναχικές γυναίκες σε μια αλέα του κήπου του λουξεμβούργου, αδιάφορες για τη θύελλα που πλησίαζε, ακίνητες ανάμεσα στα αγάλματα; Αυτό που ποτέ δεν είπαμε σε κανέναν είναι ότι κι εμείς οι δυο κάναμε τα δικά μας κάτω από την νταλίκα. Τα συμπτώματα εισέβαλαν αιφνιδιαστικά σαν το αδηφάγο κύμα που αρπάζει το μωρό στην ήρεμη παραλία και το σέρνει στα βάθη της θάλασσας.
Δεν είχε καταλάβει αν βρισκόταν στον προθάλαμο σφαγείου, σε αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου, σε ουρά στο ΑΤΜ ή σε φοιτητικό δωμάτιο όπου γινόταν πάρτυ, πάντως εκεί καθόταν μαζί με κάτι άλλους αναρχικούς, πράγμα περίεργο γιατί σχεδόν ποτέ δεν υπήρξε αναρχικός, σφηνωμένος σε έναν πολύ μαλακό καναπέ, απ' αυτούς που κάθεσαι και μπαίνεις ολάκερος μέσα και δεν μπορείς να σηκωθείς χωρίς τη βοήθεια τρίτου, ας πούμε κάποιου γερανού, δίπλα του μια τύπισσα που προσπαθούσε να του πιάσει κουβέντα, αλλά του ήταν κάπως αδιάφορη, δεν είχε καταλήξει αν ήταν η τύπισσα αδιάφορη ή η κουβέντα, και μπροστά του, δίπλα στα περιοδικά για την υγεία, τη διατροφή και την κένωση του εντέρου, κάποιος είχε αφήσει όλους τους τόμους του Αναζητώντας τον Χαμένο Άνθρωπο και τον Χρόνο Χωρίς Ιδιότητες σε κόμιξ, και χάρηκε γιατί είχε φυσικά διαβάσει τα πρωτότυπα αλλά ποτέ του δεν είχε διάβασει κόμιξ, κι απέναντι ένας τύπος με μιαν ακουστική κιθάρα μάταια προσπαθούσε να παίξε ενα τραγούδι των Πυξ Λαξ, και ξάφνικά το σκότος διαλύθηκε, η τύπισσα δίπλα σταμάτησε να μιλάει και εξαφανίστηκε, ή μπορεί απλά να εξαφανίστηκε και κατά συνέπεια σταμάτησε να την ακούει, ο τύπος απέναντι σταμάτησε να παίζει και πήρε να φτιάχνει κρεμάλες με τις χορδές της κιθάρας.
Λίγο χιλιόμετρα μετά τα ισπανογαλλικά σύνορα, ανοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού, έβγαλε το κουτί με τα υπνωτικά χάπια και τα κατάπιε όλα. Ξύπνησε δέκα ώρες μετά, στο ίδιο σημείο, στο κάθισμα του συνοδηγού το άδειο κουτί. Είχε ονειρευτεί ένα σπίτι στην παραλία.
Ποιος είπε ότι
τα όνειρα δεν βγαίνουν αληθινά; Για τα
καλά δεν ξέρει, τα κακά όμως σίγουρα.
(Disclaimer: τουλάχιστον το μισό κείμενο είναι κλεμμένες φράσεις από βιβλία, τραγούδια -βλέπε λίγο πιο κάτω- και ειδησεογραφικά άρθρα, ο σοφός αναγνώστης φαντάζομαι θα έχει εντοπίσει τις αναφορές. Το άλλο μισό κείμενο είναι κλεμμένο από όνειρα και εφιάλτες).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου