10 Απρ 2015

σανσάην ον μάη μπακ

Οι τσέπες γεμάτες χαρτιά, σκουπιδάκια, διαφημιστικά για αγορές χρυσού και φορμάτ πέντε ευρώ, περιτυλίγματα από σοκολατάκια και αποδείξεις, όταν πια ξεχειλίζουν αδειάζει το περιεχόμενο πάνω στο γραφείο, δίπλα στο ηχείο, που πολιορκείται από έναν διαρκώς αυξανόμενο στρατό αποδείξεων αγορών καφέδων, μπίρας και σπανακοτυρόπιτας, σαν η πραγματικότητα της αγοράς ν' απειλεί με αφανισμό την τέχνη της μουσικής που βγαίνει από το ηχείο με τα τεκμήρια μιας πολυτελούς -ακόμη- διαβίωσης, καμιά φορά αυτές οι τσέπες έχουν μέσα και τη χαρτοπετσέτα από τη σπανακοτυρόπιτα μαζί με κανά δυο τρίμματα και ψίχουλα που γλίτωσαν από τη λαιμαργία του, τα μαζεύει κι αυτά, τα ψίχουλα, μπας και καμιά φορά σταθεί δίπλα σ' εκείνο τον προποτζή, πρώην μποξέρ, στην Αγίου Δημητρίου, που στέκεται όλη μέρα κάθε μέρα στην πόρτα του πρακτορείου και μοιάζει να μην αφήνει κανέναν να μπει μέσα και ταΐζει ψίχουλα τα περιστέρια, όπως εκείνος ο επαίτης, γωνία Δωδεκανήσου και Τσιμισκή, στα Λαδάδικα, που όλη μέρα λέει «πεινάω ρε παιδιά, πενήντα λεπτά να πάρω ένα σάντουιτς να φάω», κι όσο μονότονα επαναλαμβάνει τη φράση αυτή, σαν ξόρκι, εξίσου μονότονα και μηχανικά θρυμματίζει κάτι ξεροκόμματα, αλλά ασταμάτητα λέμε, και ταΐζει τα περιστέρια που κάνουν κύκλο γύρω του, και καμιά φορά λες άραγε του τελειώνει ποτέ το απόθεμα σε ξεροκόμματα; και άλλες φορές μοιάζει αυτός ο τύπος με το ηχείο στο γραφείο και τα περιστέρια που τρων τα ψίχουλα μοιάζουν με αποδείξεις μιας για την ώρα επίμονης επιβίωσης - πίσω στην Αγ.Δημητρίου, ναι δυστυχώς κάνει κύκλους ολημερίς, γιατί όταν τελειώνουν οι δρόμοι, δεν έχεις πού να πας, είναι σαν να τελειώνουν οι πόλεις, και βρίσκεσαι να κάνεις κύκλους, μπορείς να τους πεις και φαύλους, στην Αγ. Δημητρίου λοιπόν όπου καθημερινά συμβαίνουν ένα κάρο μικρά αξιοθαύμαστα αλλά ανάξια αναφοράς πράγματα, τις προάλλες για παράδειγμα βοήθησε μια γιαγιά να ανέβει τα σκαλιά και αυτή του φίλησε το χέρι, άραγε της έμοιασε με παπά, έτσι με μούσια και μαυροντυμένος, όπως δηλαδή ένας δυστυχής χίπστερ (δυστυχίπστερ, αντίθετο: ευτυχίπστερ), λίγο παραπέρα μια τσιγγάνα κοίταζε με κάτι σαν περιφρόνηση έναν που όντως ήταν παπάς και κρατούσε από το χέρι ένα παιδάκι, κάπως στρουμπουλό, μπουκωμένο με ένα γλειφιντζούρι, και του φάνηκε πως έβριζε (ή καταριότανε, θα λέγανε οι παλιολογοτέχνες) μέσα από τα δόντια της, κι έφτυσε χάμω καθώς περνούσε ο παπάς με το πιτσιρίκι, δεν κατάλαβε αν ήταν από περιφρόνηση/αηδία ή από τον τσιγαρόβηχα, σκέψου όντως να ήταν κατάρα, σκέψου όντως να πιάνουν οι κατάρες αλλά να πιάνουν κι οι ευχές και να στησουν πόλεμο πάνω στο πιτσιρίκι από τη μια η κατάρα της τσιγγάνας κι απ' την άλλη τα ευχέλαια του παπά, τέτοιες χαζομάρες σκέφτεται για να περνάει η ώρα, και πόσο εύκολα μπορεί να καταστραφεί μια ζωή, όχι από κατάρες, ούτε από ευχές, αλλά από το τίποτε, από μια λάθος απόφαση, κάτσε και δες πόσες καταστράφηκαν μέσα σε πέντε χρόνια, πόσες μείναν στάσιμες, αν κάποιος το πάρει απόφαση, είναι πολύ εύκολο να σου καταστρέψει τη ζωή, να στην κάνει εφιάλτη, σαν κι αυτούς που βλέπω και βαρέθηκα πια να τους γράφω εδώ πέρα, βαρέθηκες κι εσύ να τους διαβάζεις, και κάπως έτσι βρέθηκα απρόσκλητος στον εφιάλτη ενός φίλου να τρέχουμε να ξεφύγουμε από τους μπάτσους κι αντί να πάμε να χωθούμε για άσυλο σε καμιά εκκλησιά, στους Αγιους Πάντες, ξέρω 'γω, πήγαμε και χωθήκαμε σε παρακείμενο μη σου πω και υπερσυντέλικο ΜΜΕ, που μεγαλοπρεπώς άνοιξε τις πόρτες του και χιμήξαν οι μπαλούρδοι και μας κάνανε του αλατιού απ' αυτό που ρίχνουμε στις πληγές μας, είχα κι άλλα να γράψω για αυτό δεν βάζω τελεία 


Δεν υπάρχουν σχόλια: