Συνέβη μια
μέρα, ξαφνικά. Ή μπορεί μόνον η διαπίστωση
να ήτο ξαφνική, και να τον έχανε λίγο-λίγο,
για μέρες, βδομάδες, μήνες, μπορεί και
χρόνια, σταδιακά και ασυνείδητα, δηλαδή
χωρίς να ελέγχεται από τη συνείδησή του
και ουχί με ασυνέπεια ή αδιαφορία,
ίσα-ίσα που η απώλεια, όταν αυτή
διαπιστώθηκε από τον ίδιον, ήταν εντέλει
τόσο μεγάλη, που μόνον κάποιος ιδιαιτέρως
επιμελής στην εκτέλεση των καθηκόντων
του θα μπορούσε να τη φέρει εις πέρας,
μόνον που δεν μπορούσε να καταλάβει
ποιος ήταν αυτός, που αφού είχε ολοκληρώσει
τόσο απόλυτα, τόσο συντριπτικά ετούτη
την απώλεια, την απώλεια του εαυτού του
δηλαδή, χάθηκε μαζί με τον απωλεσθέντα
εαυτό του, γιατί αυτό ήταν -για να πούμε
με λίγα λόγια, όσο πιο απλά μπορούμε,
κάτι που δεν συνηθίζεται εδώ πέρα- που
είχε χάσει, και όπως και να το κάνουμε,
όσο ασήμαντος κι αν ήταν, πάντα χρειάζεται
ένας εαυτός, είναι κατά διαστήματα
χρήσιμος, παραδείγματος χάριν για
πτυελοδοχείο ή για να έχουμε κάτι να
κοιτάζουμε στον καθρέφτη ή για αγαπάμε
όσο τον πλησίον, διότι άνευ εαυτού ως
τι θα αγαπάμε τον πλησίον;
Αναστατωμένος
από την απώλεια του εαυτού του, έψαξε
να τον βρει σε όλα τα συρτάρια, κοίταξε
στη στοίβα με τα άπλυτα, στη στοίβα με
τα ασιδέρωτα, στις γλάστρες με τα ξεραμένα
φυτά του μπαλκονιού, στα σκονισμένα
ράφια της βιβλιοθήκης, κάτω από το κρεβάτι, κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ, στις παλιές
φωτογραφίες, στη συλλογή με τα καινούργια
σέλφι που δεν δημοσίευσε ποτέ, κοίταξε
στα κοινωνικά του δίκτυα, μα δεν τον
βρήκε πουθενά.
Πήγε στην
αστυνομία ν' αναφέρει το περιστατικό,
αλλά δεν ήξερε τι να καταγγείλει ακριβώς:
απώλεια, εξαφάνιση ή κλοπή; Μήπως
θανατικό; Κι αν δήλωνε απώλεια, μήπως
νομίζανε ότι απλώς θέλει μια καινούργια
ταυτότητα, αυτήν του αντιχρίστου, ενώ
αυτός ήθελε τη δική του την παλιά, αυτήν
του αχρήστου; Κλοπη; Μα ποιος να ήθελε
τον εαυτό του έτσι άχρηστος που ήταν;
Δολοφονία; Δεν υπήρχε πτώμα, μήτε και το όπλο το εγκλήματος, δεν είχε στοιχεία, μήτε και
εχθρούς. Εξαφάνιση λοιπόν. Ο αστυνομικός
που του πήρε κατάθεση του ζήτησε λεπτομερή
περιγραφή για το σκίτσο του χαμένου του
εαυτού, μα αυτός δεν ήξερε
τι να του πει για την περιγραφή και συνειδητοποίησε με τρόμο πως τον
εαυτό του όχι μόνον τον είχε χάσει μα
τον είχε ήδη ξεχάσει.
Για να θυμηθεί,
είπε να πάει σε υπνωτιστή, άλλωστε είχε
χάσει όχι μόνον τον εαυτό του αλλά και
τον ύπνο του με αυτήν την ιστορία. Εντέλει
ο υπνωτιστής βοήθησε κάπως: κοιμήθηκε
βαθιά, κοιμήθηκε πολύ, αλλά από τον εαυτό
του κανένα ίχνος.
Ρώτησε τους
άλλους, τους λίγους δικούς του ανθρώπους,
μήπως τον έχετε δει πουθενά; ποιον;
ρωτούσανε αυτοί, μα τον εαυτό μου φυσικά,
τον έχω χάσει, μάλλον εσύ τα έχεις χάσει,
του απαντούσαν, κι ένας-ένας του κλείνανε
τις πόρτες.
Σκέφτηκε να
πάει σε κάναν ντετέκτιβ, μα είχε κουραστεί
από τα νουάρ και τα αστυνομικά, δεν ήθελε
άλλο να διαβάζει, μόνο να φεύγει.
Κι αποφάσισε
ότι η μόνη λύση για να βρει τον εαυτό
του ήτανε να πάει να χαθεί κι αυτός.
Και χάθηκε.
Και δεν τον
ξαναείδε πια κανείς, ούτε αυτόν ούτε
και τον εαυτό του.
Κι ούτε τους
αναζήτησε, αυτόν και τον χαμένο του εαυτό, ποτέ άλλος κανείς. Μόνο πού
και πού, μια στο τόσο, λέγανε «θυμάσαι
μωρέ εκείνον τον χαζό που χάθηκε ψάχνοντας
να βρει τον χαμένο του εαυτό;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου