Ενας φίλος
μού είπε την ακόλουθη ιστορία: μια φορά κι έναν καιρό σε μια επαρχιακή πόλη
υπήρχαν δύο εργοστάσια που έφτιαχναν σώβρακα. Δεν ήταν ούτε τα καλύτερα σώβρακα
του κόσμου, ούτε και οι πωλήσεις των δύο εργοστασίων ήταν οι μεγαλύτερες στον
κόσμο. Ωστόσο το κάθε εργοστάσιο είχε το αγοραστικό του κοινό. Το ένα, βλέπεις,
ειδικευόταν στα φαρδιά σώβρακα σε φάση μπόξερ, το άλλο στα στενά σώβρακα σε
φάση σλιπάκι. Ανάλογα τι τον βόλευε να φοράει, ο καθείς αγόραζε πότε απ’ το ένα
και πότε απ’ το άλλο εργοστάσιο, δεν ήταν λίγες οι φορές δε που κάποιοι
αγόραζαν σώβρακα και από τα δύο, για σφαιρική κατοχή σωβράκων, τόσο στενών όσο
και φαρδιών. Το πρώτο εργοστάσιο, παλιότερο, είχε ίσως περισσότερα προβλήματα,
παρότι τα σώβρακά του ήταν βαριά σαν ιστορία. Οι εργαζόμενοί του συχνά μένανε
απλήρωτοι. Οι εργαζόμενοι στο δεύτερο εργοστάσιο σωβράκων, το νεότερο και
λιγότερο ιστορικό, θεωρούνταν τυχεροί, διότι τ’ αφεντικό αγαπούσε πολύ τους
εργαζόμενούς του, οι οποίοι μάλιστα χαϊδευτικά τον προσφωνούσαν «κυρ-Μήτσο».
Φρόντιζε δε ο κυρ Μήτσος, βρέξει χιονίσει, τα μιστά των υπαλλήλων του να
καταβάλλονται στην ώρα τους. Τα δύο εργοστάσια γνώριζαν πολύ καλά ότι η
επιβίωση του ενός εξαρτούταν από την επιβίωση του άλλου, αντιλαμβάνονταν ότι η
πόλη είχε ανάγκη τα σώβρακα και των δύο και τέλος πάντων κουτσά στραβά υπήρχε
μια ισορροπία, τα χρόνια κυλούσαν όμορφα, κι αν ένας σωβρακοποιός για κάποιον
λόγο έφευγε απ΄ το ένα εργοστάσιο ήξερε ότι πάντα θα μπορούσε να βρει δουλειά
στο άλλο εργοστάσιο σωβράκων.
Ωσπου μια
αποφράδα ημέρα ενέσκηψε το ΠΑΣΟΚ και μαζί με αυτό ενέσκηψε η κρίση. Είχαν
ψιλοβολευτεί εδώ που τα λέμε κάπως τα δύο σωβρακοποιεία, δεν οσμίζονταν τις
τεχνολογικές και άλλες εξελίξεις που έθεσαν τις βάσεις για τη σωβρακοποιία των
πολιτών, όπου πλέον ο κάθε πολίτης μπορούσε μόνος του να φτιάξει το δικό του
σώβρακο. Ζόρισαν πολύ τα πράγματα. Μπροστά στην κρίση και στις μειωμένες
πωλήσεις σωβράκων, τα αφεντικά των δύο εργοστασίων αποφάσισαν να πάρουν
δραστικά μέσα: στο πρώτο, το παλαιότερο, τους ούτως ή άλλως κακοπληρωμένους εργαζόμενους
η εργοδοσία σταμάτησε να τους πληρώνει. Μήνες απλήρωτοι παρήγαγαν όλο και χειρότερης
ποιότητος σώβρακα. Στο άλλο εργοστάσιο, το νεότερο, ο κυρ Μήτσος, το καλό
αφεντικό, αποφάσισε να προχωρήσει σε μαζικές απολύσεις. Σοκ και δέος για τους
μέχρι τότε ευχαριστημένους υπαλλήλους. Δεν ξέρανε πώς να αντιδράσουν, δεν ήταν
συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους συμπεριφορά από την εργοδοσία. Το σωματείο,
διότι οι εργαζόμενοι στα δύο σωβρακοποιεία είχαν από καιρό φτιάξει ένα
σωματείο, βρέθηκε ξαφνικά με δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη. Διότι
ευθύς εξαρχής θεώρησε καλό να αντιμετωπίσει διαφορετικά τις δύο υποθέσεις,
θεωρώντας ότι τα προβλήματα στα δύο εργοστάσια είναι διαφορετικά. Δεν πρόβαλλε
κάποιου είδους κοινή δράση, κοινά αιτήματα απέναντι στο ίδιο ουσιαστικά
φαινόμενο: την εργοδοτική αυθαιρεσία και την εργοδοτική επιθυμία για διατήρηση
των κερδών με θύματα τους εργαζόμενους.
Αλλά κι
αυτοί, οι εργαζόμενοι, αγρόν ηγοράζαν. Οι του μεν εργοστασίου κατηγορούσανε
τους συναδέλφους του δε εργοστασίου. Οι απλήρωτοι λέγανε για τους απολυμένους:
«Ε, αυτοί τουλάχιστον απολύθηκαν, πήρανε την αποζημίωσή τους, τι άλλο θέλουν
πια; Εμείς εδώ είμαστε απλήρωτοι». Οι απολυμένοι λέγανε για τους απλήρωτους «Ε,
αυτοί τουλάχιστον δεν απολύθηκαν, έχουν μια δουλειά, κάποια στιγμή θα τα πάρουν
τα δεδουλευμένα. Εμείς εδώ δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα». Υπήρχαν κάποιοι, είτε απλήρωτοι,
είτε απολυμένοι, που κατηγορούσαν τους άλλους, είτε απολυμένους, είτε
απλήρωτους, ότι έχουν και άλλα εισοδήματα από κάποιο χωράφι, ότι είναι από
οικογένεια πλούσια και δεν έχουν ανάγκη, ενώ δεν έλειπαν κι αυτοί, είτε
απολυμένοι είτε απλήρωτοι, που ισχυρίζονταν ότι τα καλύτερα σώβρακα ήταν τα
δικά τους κι αυτοί αξίζουν να εργάζονται και να πληρώνονται για αυτά, σε
αντίθεση με τους άλλους, τους χάλια σωβρακοποιούς, που δεν αξίζουν ούτε να
δουλεύουν ούτε να πληρώνονται. Οσο η κρίση αυξανόταν, τόσο μεγάλωνε η
ανθρωποφαγία κι η σκατοψυχία. Η αλληλεγγύη, το ζητούμενο, άγνωστη λέξη,
ουτοπία, ατελέσφορος ρομαντισμός.
Κάπου εδώ ο
φίλος σταμάτησε. Και μετά και μετά; ρώτησα. Δεν έχει μετά, μού απάντησε. Τώρα
συμβαίνουν αυτά. Δύσκολος ο αγώνας αλλά συνεχίζεται.
3 σχόλια:
Μπράβο, Πάνο! Πεντακάθαρη η ακτινογραφία.
σαν κινέζικη ιστορία ήτανε...μήπως επειδή πάμε να γίνουμε κίνα? τυχαίοοοο?
σαν κινέζικη ιστορία ήτανε...μήπως επειδή πάμε να γίνουμε κίνα? τυχαίοοοο? Ευχαριστώ πολύ για το χρόνο να μοιραστείτε τη θέση σας? Αυτό ανάρτηση έχει προκαλέσει την πιο απάντηση.
Δημοσίευση σχολίου