Περιττά ξεπεριττά, εγώ δυο λόγια θα τα πω. Για την ακρίβεια, θα αντιγράψω και θα παραποιήσω ένα απόσπασμα απ' το "Χιόνι του Αλμιράντε" του Αλβάρο Μούτις, το πρώτο απ' τα δύο βιβλία-υποδοχή του χειμώνα, που μου χάρισε ο φίλτατος Λάκης Ξηροκαρπόπουλος (τα bold είναι οι δικές μου προσθέσεις στο αρχικό κείμενο, απ' το οποίο κανά δυο φορές χρειάστηκε να διαγράψω έτσι κάποιες φράσεις. Στο χωρίο που παραποιώ βάναυσα ο ήρωας κανονικά περιγράφει την επίδραση που έχει το κλίμα του τροπικού δάσους στις αισθήσεις του).
Ξαπλωμένος στην αμάκα μου* στον καναπέ μου βλέπω με μια υπναλέα αδιαφορία να ξετυλίγεται μπροστά αυτό το εφιαλτικό εργασιακό, οικονομικό και πολιτικό τοπίο όπου η μοναδική αισθητή αλλαγή είναι η βαθμιαία μεταλλαγή που γίνεται στο φως όσο προχωρεί προς το τέλος της η μέρα προχωρούν τα κυβερνητικά και τροϊκανά σχέδια. Το ρεύμα του ποταμού του λαϊκού κινήματος ελάχιστα αντιστέκεται στο προχώρημα του κατειλημμένου από πασόκους πλοίου μας. Το μοτέρ των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων αποκτά ένα ρυθμό επιταχυνόμενο, αρκετά ύποπτο αν λάβουμε υπόψη μας τις ιδιοτροπίες του ΔΝΤ και την αστάθεια λειτουργίας του κράτους. Ολα αυτά μόλις και μετά βίας καταγράφονται στη σχεδόν αδιάφορη προσοχή μου. Οπως μου συμβαίνει πάντοντε ύστερα από την επίσκεψη των αποκαλυπτικών δελτίων ειδήσεων ονείρων που βλέπω έχω περιπέσει σε μια περιθωριακή αδιαφορία, στα περιθωρία ενός λανθάνοντος πανικού. Τον διακρίνω σαν μιαν αναπόφευκτη απόπειρα ενάντια στο είναι μου, ενάντια στις δυνάμεις που το συγκρατούν, ενάντια στη μάταιη ελπίδα -ωστόσο, ελπίδα- ότι μια μέρα τα πράγματα θα είναι καλύτερα και ότι όλα θα αρχίσουν να μου πηγαίνουν όπως λαχταρώ.
* αμάκα: κρεβάτι-αιώρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου