Γερνώ μεθυσμένος και γέρνω στην μπάρα. Κοιτώ τους φίλους μου
και τα τρία γκομενάκια που κάθισαν στην άλλη άκρη του μπαρ. Κοιτώ την εκκλησία.
Τον παπά. Τον στολισμό. Κοιτώ τη νύφη. Τον γαμπρό. Κοιτώ και το σμαρτφόν. Κοιτώ
τις ζωές των άλλων. Αστυνομοκρατία. Αυταρχισμός. Οικονομική καταπίεση. Οι φίλοι
μου τουιτάρουν, διαδηλώνουν, τρώνε χημικά. Οι φίλοι μου περνάνε δύσκολα. Είναι
ανασφαλείς, επισφαλείς. Ανεργοι. Υποαμειβόμενοι απασχολούμενοι. Υπερμορφωμένοι, σούπερ καταρτισμένοι. Οι φίλοι μου
ζουν σε άλλες πόλεις. Γι’ αυτό φτιάχτηκε αυτό το ιστολόγιο. Για να το έχουμε
μαζί. Οι φίλοι μου δεν γράφουν πια εδώ. Δεν διαβάζουν καν. Από δω μέσα έκανα
καινούργιους φίλους. Οι φίλοι μου φεύγουν. Οι φίλοι μου παντρεύονται. Οι φίλοι
μου λένε ωραίες ιστορίες. Οι φίλοι μου λένε τις ίδιες ιστορίες. Οι φίλοι μου λένε
πολλές φορές τις ίδιες ωραίες ιστορίες. Πολλές φορές υπενθυμίζω ότι αυτή την
ιστορία την έχουν ξαναπεί. Οι φίλοι μου ανταλλάζουν βιβλία και τραγούδια που λένε
ωραίες ιστορίες. Πρέπει με τους φίλους μου να δημιουργήσουμε ή να ζήσουμε καινούργιες
ιστορίες. Οι φίλοι μου, παλιοί, καινούργιοι, ζουν ζωές σπανίως τεμνόμενες με τη
δική μου. Οι περιστάσεις τα φέρνουν έτσι. Κάποτε ήμασταν πέντε, έξι, επτά. Τώρα
πέντε, έξι, επτά επί δύο. Σε λίγο καιρό θα είμαστε πέντε, έξι, επτά επί δύο συν
ένα, δύο ή και τρία. Δύσκολα θα χωράμε σε ένα τραπέζι. Δεν θα μας χωράει η μπάρα.
Το πιο πιθανό, δεν θα μας χωράει καν αυτή η χώρα. Ίσως και να μη χωράμε ο ένας στη
ζωή του άλλου. Οι φίλοι μου άλλωστε δεν είναι δικοί μου. Ομοίως, οι ζωές που ζούμε δεν θα έπρεπε να είναι οι δικές μας. Αυτό το οικομικοκοινωνικοπολιτικό χάλι δεν μας αξίζει. Οι φίλοι μου κι εγώ είμαστε πολύ καλύτεροι απ' αυτά τα σκατά που ζούμε. Κι έχω λυσσάξει.