16 Μαΐ 2009

Το κορίτσι που κυνηγούσε το μοσχάρι

Οι προφητείες του Νοστράδαμου μια μέρα, μια μέρα, θα σε παντρευτούν και θα επαληθευτούν: η κίτρινη φυλή θα κυριεύσει τον κόσμο. Αμέτρητοι σχιστομάτηδες θα κάνουνε κουμάντο κι όλοι θα είναι μέλη μίας και μοναδικής Οικογένειας, απ' το πεπρωμένο, το οποίο αυτή θα ορίζει, κανείς δεν θα μπορεί να ξεφύγει, ακούς Τοκορίτσι; Ακούω να λες!
Η Τοκορίτσι Πουδενεμεινεπίσω ένευσε καταφατικά και κοίταξε ξανά τον χοντρό τριαντάρη με το μούσι και τα στραβά πατομπούκαλα, που φορούσε ένα γκρι μποξεράκι που κάποτε ήτανε μαύρο και μια κόκκινη μπλούζα που έγραφε God is Busy, Can I Help you από μπροστά και από πίσω “Culture Shock”, ο οποίος γνώριζε ότι το καμένο φρικιό που του έφκιαξε το μπλουζάκι είχε γράψει λάθος και τον τίτλο του τραγουδιού και του συγκροτήματος, αλλά δεν μπόρεσε, λόγω της αγχώδους κοινωνικής του διαταραχής, να αρνηθεί να το αγοράσει ή έστω να ζητήσει επανόρθωση.
Εμείς οι δυο, συνέχισε αυτός, έχουμε κάτι κοινό: Δεν μας αρέσει το ψάρι. Και να μου το θυμηθείς, αυτό μια μέρα μπορεί και να σε σώσει.
Πράγματι η Τοκορίτσι δεν έτρωγε ποτέ της ψάρι και θα μπορούσε να ήταν αυτό που την έσωσε αλλά δεν ήταν. Και να ήθελε να φάει το ψάρι που σέρβιραν οι αεροσυνοδοί σε κείνο το μοιραίο αεροπορικό ταξίδι, θα της ήταν αδύνατο, έτσι όπως ήταν φιμωμένη και δεμένη πισθάγκωνα στο κάθισμα τής business class -μια πολυτέλεια που η πλούσια Οικογένεια δεν αρνούταν σε κανένα από τα μέλη της.
Ο Beef, ο κουνιάδος της, ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης, με τετράγωνο θεληματικό πηγούνι στο όλο γωνίες πρόσωπό του, Κινέζος κι αυτός, παρά την all American εμφάνισή του, αυτός στον οποίο οι γονείς της είχαν αναθέσει να τη φέρει πίσω με τη θέλησή της ή χωρίς, δεμένη ή λυτή, ζωντανή ή νεκρή, έτρωγε τα πάντα, με προτίμηση το ξύλο. Είχε προσπεράσει κι αυτός αδιάφορα το ψάρι προτιμώντας νωρίτερα ένα γερό μπερντάχι ξύλο απ' την ασφάλεια του αεροδρομίου και τώρα έγλυφε με ηδονή το επιδόρπιό του, ένα ξυλάκι παγωτό.
Ήταν οι μόνοι που δεν πάθανε τροφική δηλητηρίαση, οι μόνοι που επιζήσανε, ακόμη και μετά τη συντριβή του αεροσκάφους, η οποία αποδόθηκε σε ένα ψαροκόκαλο που είχε σφηνωθεί στον κινητήρα.
Φιμωμένη και δεμένη, αλλά καθόλα ζωντανή, η Τοκορίτσι σαν σε εφιάλτη είδε μια σάουνα γεμάτη ατμούς και να μπαίνει μέσα ένας φριχτά κάθιδρος χοντρός με μούσι, γυαλιά και αρχή φαλάκρας, γύρω στα τριάντα, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, μεγάλες ενοχές και σύνδρομα, με μια λευκή πετσέτα που προσπαθούσε εναγωνίως να παραμείνει τυλιγμένη γύρω απ' τη μέση του. Παραμέριζε τα πτώματα, έκανε χειραψίες με τα κομμένα χέρια και αντιαθλητικά τάκλιν από πίσω στα κομμένα πόδια, κλοτσούσε με εξωτερικό αριστερό φάλτσο τα κομμένα κεφάλια, εντέλει την έλυσε και της είπε απαλά “Τρέχα! και μη γυρίσεις ποτέ να κοιτάξεις πίσω”, κι η Τοκορίτσι αυτό έκανε. Αν δεν ήταν τόσο υπάκουη, και είχε γυρίσει να κοιτάξει προς τα πίσω, θα είχε δει το χοντρό τύπο να προσφέρει στο χείλος της καταστροφής το φιλί της ζωής στον Beef, να τον συνεφέρνει, να του προσφέρει νερό και να του λέει δείχνοντας προς την κατεύθυνσή της: “Από ‘κεί πήγε η βρόμα. Αλλά θα την προλάβεις, προτού στεγνώσει η πετσέτα”.
Εν τω μεταξύ, στο καινούργιο γήπεδο του Παναθηναϊκού στο Βοτανικό, το πλήθος είχε συγκεντρωθεί από νωρίς. Όλα ήταν έτοιμα για τον αγώνα λευκής πετσέτας. Η πρώτη φιναλίστ του μεγάλου τελικού, απ' τη μακρινή Κίνα, η Τοκορίτσι Πουδενεμεινεπίσω, μπήκε τρέχοντας στο στίβο. Το πλήθος παραληρούσε, και ο δεύτερος φιναλίστ, ο Beef ο κουνιάδος, από πίσω την ακολουθούσε. Τελευταίος, φριχτά κάθιδρος, λερός και ασθμαίνων, ο χοντρός τριαντάρης με τη λευκή πετσέτα, που δεν άντεχε να είναι πλέον με το ζόρι τυλιγμένη γύρω απ' τη μέση και είχε μετακομίσει στο χέρι του χοντρού, να ανεμίζει σαν λάβαρο στον καταγάλανο αττικό ουρανό.
Ο αγών: Ο γυμνός χοντρός Ελλανοδίκης, του οποίου η γύμνια ευτυχώς καλυπτόταν απ' τις δίπλες τις κοιλιάς του, βούτηξε τη λευκή πετσέτα στο νερό, ενεχείρισε στους δύο διαγωνιζόμενους τα τσόπστιξ και είπε: Ο διαγωνιζόμενος που θα παραδώσει πρώτος το δικό του μισό της πετσέτας στεγνό θα κερδίσει. Ας αρχίσει το στύψιμο!
Η Τοκορίτσι δεν έχει όμως άλλο χρόνο να σπαταλά σε ανόητα συγγραφικά ευρήματα. Ριψατσόπστιξασα, το βάζει στα πόδια. Το πλήθος, εξαγριωμένο, εισβάλλει στο στίβο και την πέφτει στον Beef, αρχικά τον κάνει μαύρο στο ξύλο και, όταν αυτός ζητά κι άλλο, διότι η Οικογένεια δεν πρόκειται να ανεχθεί ένα μαύρο στις τάξεις της, συνεχίζουν και τον κάνουν τόπι στο ξύλο, χρώματος κίτρινου, με μια τελευταία κλοτσιά δε τον στέλνουν ξανά στο διάβα της Τοκορίτσι, η οποία μπουρδουκλώνεται, τρώει μια σαβούρντα και πέφτει πάνω σε ένα περαστικό τρένο της γραμμής Trenus Ex Machina, γιομάτο κάρβουνο. Είναι θανάσιμα πληγωμένη και όλα δείχνουν πως εκεί θα αφήσει την τελευταία της πνοή. Έχει αμέτρητες πληγές στο κεφάλι, απ΄ όπου πετάγονται πίδακες όχι αίματος αλλά μπουρμπουλήθρων και σαπουνόφουσκων. Μέσα σε καθεμία απ' αυτές βρίσκεται και μια της επιθυμία, ένα φόβος, μια ανάμνηση, μια σκέψη. Σε λίγο θα έχει στερέψει απ' όλα, δεν θα της έχει μείνει στάλα ζωής. Απ' τη μηχανή, σαν σε όνειρο, βλέπει τον χοντρό (Fatus Ex Machina) γυμνό τριαντάρη τύπο, να την πλησιάζει, να τραβάει φωτογραφίες για το μπλογκ του. Ένας άλλος τύπος, που του μοιάζει κάπως και της συστήνεται ως Πάνος Συγκαμμένος, δαιμόνιος ρεπόρτερ του Everything you know is wrong, της χώνει ένα μαρκούτσι στο στόμα και τη ρωτά πώς νιώθει μετά την απίστευτη περιπέτειά της. “Πολύ καλά”, απαντά η Τοκορίτσι, “πάνω στη σκηνή ένιωθα την αγάπη του κόσμου και αυτό με απογείωνε. Διότι ο καλλιτέχνης, όταν ερμηνεύει ένα έργο δεν βρίσκεται στη γη, βρίσκεται κάπου αλλού”. Λίγο πριν λιποθυμήσει, βλέπει τον κάθιδρο χοντρό τύπο να παίρνει μια λωρίδα απ' τη γάζα και να της δένει το κεφάλι και τον δύστυχο αναγνώστη ετούτο του πονήματος να φωνάζει “όχι άλλο κάρβουνο, όχι άλλο κάρβουνο”!
Το τρένο σταμάτησε στην παραλία της Σαγκάης όπου η Τοκορίτσι βρήκε επιτέλους καταφύγιο και γιατρειά στην ποίηση του Σεφέρη.



YΓ. Ναι, θα μπορούσε στη θέση του να είχε μπει οτιδήποτε: απ' το Τσάινα Γκερλ των Μπάουη/Ιγκι Ποπ, μέχρι το Τσαηνιζ Μπομπζ των Μπλερ, ή το Τσάηνα ιν γιορ χαντ της Τιπάου (τρελή 80ίλα), μη σου πω και το Runaway των ΜπονΤζόβη. Ωστόσο κανένα απ' αυτά, και σχεδόν κανένα απ' όλα τα υπολοιπα τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ, δεν είναι καλύτερο απ' αυτό (μεγαλοστομία;).

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Όλο και περισσότερο μου θυμίζεις Πύνσον. Μα! βρε μπας... Α χα! Ώστε εδώ κρύβεσαι από τους δημοσιογράφους ε;

ΠανωςΚ είπε...

Δύτη, απ' τους δημοσιογράφους, έχω τους λόγους μου να κρύβομαι. Αλλα όχι, δεν είμαι ούτε η κωλότριχα του Πυνσον, ωστόσο ελπίζω μια μέρα να τα καταφέρω να γίνω η κωλότριχά του.

Ανώνυμος είπε...

Εντάξει μ'έπεισες. Θα βρω φωτογραφία σου από το Σαλαντίν και θα την πουλήσω στο Τάιμς λίτεραρι σάπλεμεντ!

αρσεν είπε...

Ριψατσόπστιξασα
μα καλά αυτό πως κατάφερες βα το προφέρει!?!!?

το σάουντρακ πολύ ταιριαστό. για την ιστορία μην τα ξαναλέω...

ΠανωςΚ είπε...

Δύτη, στις φωτό είμαι πάντα αυτός που είναι στην σκιά του Σαλαδίνου, οπότε δεν πολυφαινομαι, χοχοχο,

Αρσέν, αφού Κινέζα ήταν -αλλωστε αυτο που εμείς λέμε "μου φαίνονται κινέζικα" στα αγγλικά το λένε "ιτς ολ γκρικ του μι"...