Η καταλανή γυμνή τραγουδίστρια βγήκε πάνω στη σκηνή μ' ένα βιολί, κάθισε πάνω στο σκαμπό και είπε στο μικρόφωνο “ένα-δύο, ένα-δύο, τεστ-τεστ-τεστ”. Άρχισε να γρατζουνάει το βιολί της, μα κανείς δεν νοιάστηκε για αυτό -ήταν όλοι σοκαρισμένοι απ' τη γύμνια της.
- Α να χαθείς, νυμφίδιο! ακούστηκε μια φωνή απ' το κοινό.
- Δεν είμαι νυμφίδιο, είμαι νύμφη, μία από τις Εσπερίδες, και αυτός είναι ο χορός μου, αποκρίθηκε ατάραχα αυτή και συνέχισε να παίζει.
Παρευρισκόμουν στη χοροεσπερίδα μεταμφιεσμένος σε αποτυχημένο, ουδέποτε εκδιδομένο, wannabe συγγραφέα που έχει ιστολόγιο, ακολουθώντας όλα τα στοιχεία μιας φριχτής δολοφονίας, που με είχαν οδηγήσει ακριβώς σε αυτήν την αίθουσα, καταμεσής της οποίας, πάνω σε ένα τραπεζάκι αντίκα, που είχε ένα μόνο πόδι, το δεξί του Καραγκούνη, βρισκόταν ένα τεράστιο πράσινο πιάτο, σε σχήμα ήλιου σοσιαλιστικού. Μέσα στο πιάτο, στοιβαγμένα το ένα πάνω στ' άλλο, ήταν τα μήλα των Εσπερίδων, χρυσά, καλογυαλισμένα, εκτυφλωτικά, απαστράπτοντα. Ενας τύπος φορώντας σπασουάρ σε σχήμα φύλλου συκής στεκόταν άγρυπνος φρουρός, η Εύα, γυμνή κι αυτή πάνω στη σκηνή, συνόδευε με αισθησιακό χορό το τραγούδι της γυμνής καταλανής τραγουδίστριας που ισχυριζόταν ότι ήταν νύμφη Εσπερίδα, ένας μπρατσαράς τύπος που φορούσε μόνο μια σούπερ μίνι κυανόλευκη λεοντή, η οποία αδυνατούσε να κρύψει το ρόπαλο που κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια του, είχε αφήσει παράμερα την πούτσα του και έπινε αδιάφορα ένα ουίσκι στο μπαρ. Κι εμένα είχαν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια...
Είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όταν βάζοντας το πτώμα στον αποτεφρωτήρα και προτού πατήσω το κουμπί, του έριξα μια τελευταία ματιά: ο νταβατζής απ' το κωλάδικο-μπιστολάδικο στη γωνία, αυτός που τον είχα ρωτήσει “εσύ τώρα τι το παίζεις; μάγκας;” και μου είχε απαντήσει “δεν με ξες καλά εμένα, έλα έξω να σου πω ποιος είμαι”, και εγώ είχα προσπαθήσει να γελάσω ειρωνικά, αλλά μου βγήκε ένα στριγγό γελάκι, που δεν μπόρεσε να καλύψει ούτε τον ήχο της κλανιάς μου ούτε τη μυρωδιά μέντας που κάλυψε τα πάντα, λίγο ακόμη και θα έχεζα φόβο... “Χριστέ μου, τι στόμα”, με αποπήρε η συνταξιούχος δικαστίνα του κάτω ορόφου με το μαβί μαλλί και τη σφραγίδα “Ψηφίζω Καρατζαφέρη” στο μέτωπο. “Κυρία μου, δεν καταλάβατε καλά. Δεν μίλησα, έκλασα, μια διαδικασία που ως γνωστόν δεν γίνεται με το στόμα αλλά με τον κώλο, και την οποία είχε τελειοποιήσει αναγάγοντάς την σε τέχνη ο τρισμέγιστος Σήφης Πουγιόλ”. “Μανάρι μου, τι πορδές κι ανοησίες μου τσαμπουνάς, το καλοσχηματισμένο σου στοματάκι θαυμάζω, όσο για το κωλαράκι σου, πρέπει να χάσεις δέκα απ' τα 110 κιλά που έχουν μαζευτεί εκεί τριγύρω, αλλά στο ζήτημα αυτό μπορώ να σε βοηθήσω κι εγώ”, είπε και χίμηξε κραδαίνοντας ένα υπερμέγεθες strap on dildo θυμίζοντας μου τη γριά πουτάνα που ξυρίζει τα πόδια της, είναι παράξενη αυτή η πόλη, είδα με τα μάτια μου τον τρόμο ένα dildo να κραδαίνει, μη με ρωτάτε αν ένιωθα δυνατός, μες στο μυαλό μου η τρέλα είχε αρχίσει να αγριεύει, και το έβαλα στα πόδια, άρχισα να τρέχω, να τρέχω φωνάζοντας σε συγγενείς και φίλους “θα σας στείλω μήνυμα αν είμαι ζωντανός”...
Κι έτρεξα ώρες, μερόνυχτα, μήνες, χρόνια ολάκερα, κάνοντας στάση μόνο στο χαφιέ περιπτερά έξω απ' το αγαπημένο μου μπαρ, για να πάρω παγωτό, και μια μέρα είδα ότι είχε αλλάξει μάρκα στα παγωτά που έφερνε και το μάτι μου πήρε στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ότι ο Τσίπρας ήταν πρόεδρος της Δημοκρατίας με κυβέρνηση Αθανασίου Πλεύρη, και τότε συνειδητοποίησα πόσα πράγματα έχανα μην κάνοντας άλλο απ' το να τρέχω: τα περιττά πολυαγαπημένα μου κιλά, τη ζωή την ίδια. Go slow, με παρότρυνε ένα ολόκληρο παγκόσμιο κίνημα το οποίο συμπαραστεκόταν στον άδικο αγώνα δρόμου μου.
Και να 'μαι τώρα, με τον εχθρό μου, το νταβατζή απ' το κωλάδικο-μπιστολάδικο της γωνίας, νεκρό, έτοιμο για τον αποτεφρωτήρα. “Τελικά ποτέ δεν μου είπες ποιος ήσουν”, είπα στοχαστικά σκύβοντας να τον κοιτάξω καλύτερα. Τι ήταν αυτό στο στόμα του; Ένα κομμάτι χαρτί, ένα εμφανώς βιαστικά γραμμένο χειρόγραφο σημείωμα, με έκδηλη την αίσθηση της επιθανάτιας αγωνίας: “Το μπλουτζήν που θέλεις να αγοράσεις, τώρα που βρήκες μαγαζί να 'χει στο νούμερό σου, και κάνα τζιν στο μπαρ να την κεράσεις, να δώσεις γρήγορα τα νοίκια που χρωστάς και να ψάξεις να βρεις τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων, να μην αφήσεις κανέναν να τα απαυτώσει και, αν κρατηθείς νηφάλιος και τη γαλήνη σου την πρώτη ξαναβρείς, δικιά σου τότε θα 'ναι η Γη κι όλα εκείνα που κατέχει και ό,τι αξίζει πιο πολύ -άντρας σωστός τότε θε να 'σαι, μαλακισμένο τσογλάνι που μου είχες βγάλει και γλώσσα στη συνέλευση της πολυκατοικίας! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;”.
Δυστυχώς, αυτό φοβάμαι πως δεν θα το μάθω ποτέ, μονολόγησα και έβαλα μπρος τον αποτεφρωτήρα.
Πίσω στο χορό των Εσπερίδων, στη χοροεσπερίδα (σημείωση αγανακτισμένου αναγνώστη: εντάξει ντε, το καταλάβαμε το ηλίθιό σου λογοπαίγνιο, Σεφερλή, ε Σεφερλή!), η ώρα περνούσε και τίποτε δεν γινόταν. Ο Ηρακλής έπινε το ουισκάκι του, η Εύα χόρευε το χορό της, η γυμνή καταλανή τραγουδίστρια το βιολί της, ο Αδάμ έξυνε τα αρχίδια του πάνω απ' το σπασουάρ, κι εγώ στεκόμουν ζωσμένος απ' τα φίδια, ώσπου τα φίδια μου μιλήσανε: “Πάρε και φάε ένα, πάρε να δεις και θα απαυτωθείς”. “Πίσω μου σ' έχω Σατανά” προσπάθησα να αντισταθώ στον πειρασμό. “Γούστα είναι αυτά”, είπαν τα φίδια και πήραν τη μορφή τής -μα καλά, τόσα χρόνια έτρεχα να της ξεφύγω, ακόμη ζωντανή;- συνταξιούχου δικαστίνας με το υπερμέγεθες strap on dildo περασμένο πλέον στη μέση της.
Κι ως άλλος Μπίλμπο Μπάγκινς, χαμένος κάπου στη Μέση Γη, απελπισμένος, με τη μάχη να γέρνει με το μέρος του Οχτρού, κοίταξα ψηλά απελπισμένος και είδα, όχι τους αετούς, αλλά τα χελιδόνια, αμέτρητα χελιδόνια, και πεταλούδες, μιλιούνια χρωματιστές πεταλούδες και πεταλούδες της νύχτας. Αναθάρρησα, υπήρχε λοιπόν ελπίς: “Χέζουν μωρή οι πεταλούδες;” έδωσα το σύνθημα και απολύτως συντονισμένα η συνταξιούχος δικαστίνα με τη σφραγίδα “Ψηφίζω Καρατζαφέρη” στο μέτωπο δέχθηκε στο δόξα πατρί το πρώτο ξεχεστήριο. Την ίδια στιγμή ένα χελιδόνι με πήρε στα φτερά του και φύγαμε μακριά. “Τι έγινε, σαν να ξαναπήραμε κιλά;” αγκομάχησε το χελιδόνι, εντούτοις συνέχισε με σταθερή ταχύτητα να απομακρύνεται απ' τη χοροεσπερίδα.
Το τελευταίο που πρόλαβα να δω ήταν τον Μιλτιάδη Έβερτ να κατσαδιάζει τη μαϊμού του γιατί έφαγε όλα τα μήλα και τώρα θα έβγαζε τη χρυσή.
ΥΓ. Κανονικά, θα έβαζα το Me and my monkey του Ρόμπι Γουίλιαμς (το οποίο, btw, είναι φανταστικό τραγούδι, κι ας ξινίζονται μερικοί-μερικοί "πχοιοτικοί" μουσικόφιλοι). Ωστόσο προτίμησα το "πχοιοτικότερο" This Monkey's gone to Heaven, διότι πρώτον μας λέει τι έπαθε η μαϊμού, που έβγαλε τη χρυσή αφού έφαγε τα μήλα, και διότι δεύττερον ο κακομοίρης ο Φρανκ Μπλακ (ή Μπλακ Φράνσις) έχει αρχίσει να εβερτοφέρνει λίγο.
- Α να χαθείς, νυμφίδιο! ακούστηκε μια φωνή απ' το κοινό.
- Δεν είμαι νυμφίδιο, είμαι νύμφη, μία από τις Εσπερίδες, και αυτός είναι ο χορός μου, αποκρίθηκε ατάραχα αυτή και συνέχισε να παίζει.
Παρευρισκόμουν στη χοροεσπερίδα μεταμφιεσμένος σε αποτυχημένο, ουδέποτε εκδιδομένο, wannabe συγγραφέα που έχει ιστολόγιο, ακολουθώντας όλα τα στοιχεία μιας φριχτής δολοφονίας, που με είχαν οδηγήσει ακριβώς σε αυτήν την αίθουσα, καταμεσής της οποίας, πάνω σε ένα τραπεζάκι αντίκα, που είχε ένα μόνο πόδι, το δεξί του Καραγκούνη, βρισκόταν ένα τεράστιο πράσινο πιάτο, σε σχήμα ήλιου σοσιαλιστικού. Μέσα στο πιάτο, στοιβαγμένα το ένα πάνω στ' άλλο, ήταν τα μήλα των Εσπερίδων, χρυσά, καλογυαλισμένα, εκτυφλωτικά, απαστράπτοντα. Ενας τύπος φορώντας σπασουάρ σε σχήμα φύλλου συκής στεκόταν άγρυπνος φρουρός, η Εύα, γυμνή κι αυτή πάνω στη σκηνή, συνόδευε με αισθησιακό χορό το τραγούδι της γυμνής καταλανής τραγουδίστριας που ισχυριζόταν ότι ήταν νύμφη Εσπερίδα, ένας μπρατσαράς τύπος που φορούσε μόνο μια σούπερ μίνι κυανόλευκη λεοντή, η οποία αδυνατούσε να κρύψει το ρόπαλο που κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια του, είχε αφήσει παράμερα την πούτσα του και έπινε αδιάφορα ένα ουίσκι στο μπαρ. Κι εμένα είχαν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια...
Είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όταν βάζοντας το πτώμα στον αποτεφρωτήρα και προτού πατήσω το κουμπί, του έριξα μια τελευταία ματιά: ο νταβατζής απ' το κωλάδικο-μπιστολάδικο στη γωνία, αυτός που τον είχα ρωτήσει “εσύ τώρα τι το παίζεις; μάγκας;” και μου είχε απαντήσει “δεν με ξες καλά εμένα, έλα έξω να σου πω ποιος είμαι”, και εγώ είχα προσπαθήσει να γελάσω ειρωνικά, αλλά μου βγήκε ένα στριγγό γελάκι, που δεν μπόρεσε να καλύψει ούτε τον ήχο της κλανιάς μου ούτε τη μυρωδιά μέντας που κάλυψε τα πάντα, λίγο ακόμη και θα έχεζα φόβο... “Χριστέ μου, τι στόμα”, με αποπήρε η συνταξιούχος δικαστίνα του κάτω ορόφου με το μαβί μαλλί και τη σφραγίδα “Ψηφίζω Καρατζαφέρη” στο μέτωπο. “Κυρία μου, δεν καταλάβατε καλά. Δεν μίλησα, έκλασα, μια διαδικασία που ως γνωστόν δεν γίνεται με το στόμα αλλά με τον κώλο, και την οποία είχε τελειοποιήσει αναγάγοντάς την σε τέχνη ο τρισμέγιστος Σήφης Πουγιόλ”. “Μανάρι μου, τι πορδές κι ανοησίες μου τσαμπουνάς, το καλοσχηματισμένο σου στοματάκι θαυμάζω, όσο για το κωλαράκι σου, πρέπει να χάσεις δέκα απ' τα 110 κιλά που έχουν μαζευτεί εκεί τριγύρω, αλλά στο ζήτημα αυτό μπορώ να σε βοηθήσω κι εγώ”, είπε και χίμηξε κραδαίνοντας ένα υπερμέγεθες strap on dildo θυμίζοντας μου τη γριά πουτάνα που ξυρίζει τα πόδια της, είναι παράξενη αυτή η πόλη, είδα με τα μάτια μου τον τρόμο ένα dildo να κραδαίνει, μη με ρωτάτε αν ένιωθα δυνατός, μες στο μυαλό μου η τρέλα είχε αρχίσει να αγριεύει, και το έβαλα στα πόδια, άρχισα να τρέχω, να τρέχω φωνάζοντας σε συγγενείς και φίλους “θα σας στείλω μήνυμα αν είμαι ζωντανός”...
Κι έτρεξα ώρες, μερόνυχτα, μήνες, χρόνια ολάκερα, κάνοντας στάση μόνο στο χαφιέ περιπτερά έξω απ' το αγαπημένο μου μπαρ, για να πάρω παγωτό, και μια μέρα είδα ότι είχε αλλάξει μάρκα στα παγωτά που έφερνε και το μάτι μου πήρε στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ότι ο Τσίπρας ήταν πρόεδρος της Δημοκρατίας με κυβέρνηση Αθανασίου Πλεύρη, και τότε συνειδητοποίησα πόσα πράγματα έχανα μην κάνοντας άλλο απ' το να τρέχω: τα περιττά πολυαγαπημένα μου κιλά, τη ζωή την ίδια. Go slow, με παρότρυνε ένα ολόκληρο παγκόσμιο κίνημα το οποίο συμπαραστεκόταν στον άδικο αγώνα δρόμου μου.
Και να 'μαι τώρα, με τον εχθρό μου, το νταβατζή απ' το κωλάδικο-μπιστολάδικο της γωνίας, νεκρό, έτοιμο για τον αποτεφρωτήρα. “Τελικά ποτέ δεν μου είπες ποιος ήσουν”, είπα στοχαστικά σκύβοντας να τον κοιτάξω καλύτερα. Τι ήταν αυτό στο στόμα του; Ένα κομμάτι χαρτί, ένα εμφανώς βιαστικά γραμμένο χειρόγραφο σημείωμα, με έκδηλη την αίσθηση της επιθανάτιας αγωνίας: “Το μπλουτζήν που θέλεις να αγοράσεις, τώρα που βρήκες μαγαζί να 'χει στο νούμερό σου, και κάνα τζιν στο μπαρ να την κεράσεις, να δώσεις γρήγορα τα νοίκια που χρωστάς και να ψάξεις να βρεις τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων, να μην αφήσεις κανέναν να τα απαυτώσει και, αν κρατηθείς νηφάλιος και τη γαλήνη σου την πρώτη ξαναβρείς, δικιά σου τότε θα 'ναι η Γη κι όλα εκείνα που κατέχει και ό,τι αξίζει πιο πολύ -άντρας σωστός τότε θε να 'σαι, μαλακισμένο τσογλάνι που μου είχες βγάλει και γλώσσα στη συνέλευση της πολυκατοικίας! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;”.
Δυστυχώς, αυτό φοβάμαι πως δεν θα το μάθω ποτέ, μονολόγησα και έβαλα μπρος τον αποτεφρωτήρα.
Πίσω στο χορό των Εσπερίδων, στη χοροεσπερίδα (σημείωση αγανακτισμένου αναγνώστη: εντάξει ντε, το καταλάβαμε το ηλίθιό σου λογοπαίγνιο, Σεφερλή, ε Σεφερλή!), η ώρα περνούσε και τίποτε δεν γινόταν. Ο Ηρακλής έπινε το ουισκάκι του, η Εύα χόρευε το χορό της, η γυμνή καταλανή τραγουδίστρια το βιολί της, ο Αδάμ έξυνε τα αρχίδια του πάνω απ' το σπασουάρ, κι εγώ στεκόμουν ζωσμένος απ' τα φίδια, ώσπου τα φίδια μου μιλήσανε: “Πάρε και φάε ένα, πάρε να δεις και θα απαυτωθείς”. “Πίσω μου σ' έχω Σατανά” προσπάθησα να αντισταθώ στον πειρασμό. “Γούστα είναι αυτά”, είπαν τα φίδια και πήραν τη μορφή τής -μα καλά, τόσα χρόνια έτρεχα να της ξεφύγω, ακόμη ζωντανή;- συνταξιούχου δικαστίνας με το υπερμέγεθες strap on dildo περασμένο πλέον στη μέση της.
Κι ως άλλος Μπίλμπο Μπάγκινς, χαμένος κάπου στη Μέση Γη, απελπισμένος, με τη μάχη να γέρνει με το μέρος του Οχτρού, κοίταξα ψηλά απελπισμένος και είδα, όχι τους αετούς, αλλά τα χελιδόνια, αμέτρητα χελιδόνια, και πεταλούδες, μιλιούνια χρωματιστές πεταλούδες και πεταλούδες της νύχτας. Αναθάρρησα, υπήρχε λοιπόν ελπίς: “Χέζουν μωρή οι πεταλούδες;” έδωσα το σύνθημα και απολύτως συντονισμένα η συνταξιούχος δικαστίνα με τη σφραγίδα “Ψηφίζω Καρατζαφέρη” στο μέτωπο δέχθηκε στο δόξα πατρί το πρώτο ξεχεστήριο. Την ίδια στιγμή ένα χελιδόνι με πήρε στα φτερά του και φύγαμε μακριά. “Τι έγινε, σαν να ξαναπήραμε κιλά;” αγκομάχησε το χελιδόνι, εντούτοις συνέχισε με σταθερή ταχύτητα να απομακρύνεται απ' τη χοροεσπερίδα.
Το τελευταίο που πρόλαβα να δω ήταν τον Μιλτιάδη Έβερτ να κατσαδιάζει τη μαϊμού του γιατί έφαγε όλα τα μήλα και τώρα θα έβγαζε τη χρυσή.
ΥΓ. Κανονικά, θα έβαζα το Me and my monkey του Ρόμπι Γουίλιαμς (το οποίο, btw, είναι φανταστικό τραγούδι, κι ας ξινίζονται μερικοί-μερικοί "πχοιοτικοί" μουσικόφιλοι). Ωστόσο προτίμησα το "πχοιοτικότερο" This Monkey's gone to Heaven, διότι πρώτον μας λέει τι έπαθε η μαϊμού, που έβγαλε τη χρυσή αφού έφαγε τα μήλα, και διότι δεύττερον ο κακομοίρης ο Φρανκ Μπλακ (ή Μπλακ Φράνσις) έχει αρχίσει να εβερτοφέρνει λίγο.
7 σχόλια:
Πάντα τέτοια!!
(μπορούσες να βάλεις όμως και το Everybody has something to hide (except from me and my monkey) [τουρουτουτού-τουτούουουουου... τουρουτουτού-τουτούουουου μια οκτάβα πιο ψηλά)
Σωστά, πολύ σωστά Δύτη, μόνο που θα χανόμουν σε άλλα μονοπάτια εκεί. Διότι τι να διαλεγα. Τ' αρχικό των Μπιτλζ ή τη διασκευή των Φίλιζ; Κι αμα είναι να μπει διασκευή φίλιζ, γιατί να μη μπει η διασκευή τους στο Πέηντ ιτ μπλακ; Οπότε, έτσι, θα υπήρχε κίνδυνος, αντί για Μπιτλζ, να μπουν οι Ρολιγκ Στόουνζ (μπρρρρ...)
Τώρα βάζεις τέτοια για να τσιμπήσει η «Μαίρη» και νάρθει κι από ΄δώ;
Ρε, σκέφτεσαι ημίγυμνη καταλανή τραγουδίστρια με μουστάκι, καράφλα και διδακτορικό;
Σκυλάκο τον Μονταλμπάν εννοείς;
(όσο για τη "Μαίρη" αδημονώ να έρθει, και να πέσει να με πλακώσει... Θα βγάλω τρελά γούστα λέμε)
Να και οι κατακτήσεις και οι γνωριμίες στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα...
Πάντα τέτοιες (εμπνεύσεις, και ουχί κατακτήσεις).
"Εβερτοφέρνει" ο Φρανκ Μπλακ ή Μπλακ Φράνσις ή Πίξι ή Φρανκ Μπλακ εντ δε κάθολικς ή δεν-ξέρω-κι-εγώ-πώς-αλλιώς;
Με πληγώνεις τώρα...
:-P
Go-Go, ναι τους έχω καταγοητεύσει όλους τους συνταξιούχους στην πολυκατοικία και απ' το πολύ γοήτευμα δεν μυο λένε ουτε καλημέρα.
Ανέφελη, καλά, δεν εβερτοφέρνει ο Φρανκ Μπλακ. Μπλακφρανσίζει όμως ο Εβερτ.
Δημοσίευση σχολίου