Κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας και πίνανε καφέ, αυτή του έλεγε ότι πάλι τα μαλλιά του είναι σαν του Πρέκα και να πάει να κουρευτεί κι αυτός της έλεγε για τον πολύ βαρετό εφιάλτη που 'χε δει τη νύχτα και μετά του διηγήθηκε αυτή το δικό της όνειρο, ότι στεκόταν στην ουρά του ΑΤΜ, περιμένοντας να έρθει η σειρά της, κι όσο περίμενε τη συντρόφευε το ανυπόμονο χτύπημα ενός παπουτσιού με τακούνι από πίσω της, τακ τακ τακ, γύρισε να δει τον ανυπόμονο, βρε για δες, είν' ο Ελβις αυτοπροσώπως, αλλά της ύστερης περιόδου, χοντρός και ιδρωμένος με την μπέρτα που φορούσε στο Λας Βέγκας, μαλλί τίγκα στην μπριγιαντίνη και να γυαλίζει ή μάλλον καλύτερα να λάμπει σαν να είχε κάποιου είδους ενσωματωμένο κρυφό φωτισμό στο κοκκοράκι και τις φαβορίτες, και ήρθε λίγο μετά η σειρά της αλλά από τη συγκίνηση που είχε μόλις πριν λίγο δει τον Έλβις καθώς και από το συνεχές αγενές και ανυπόμονο τακτακτακ του παπουτσιού του είχε αγχωθεί και ξέχασε τον κωδικό πιν του λογαριασμού της κι όσο καθυστερούσε τόσο πιο ανυπομονο γινότανε το τακτακτακ του τακουνιού του βασιλιά και πράγματι δεν ήταν σωστό να 'χει κοτζάμ Έλβις να την περιμένει και έκανε στην άκρη χωρίς να βγάλει χρήματα και ήρθε η σειρά του τύπου με τα σουφρωμένα χείλια και το λαδωμένο κοκκοράκι και την μπέρτα με τα λαχούρια μέσα από την οποία έβγαλε ένα καρεκλάκι απ' αυτό που οι αγρότες στην Αλαμπάμα το 'χουν για να αρμέγουνε τις αγελάδες και έκατσε εκεί με πλάτη στο ΑΤΜ και φάτσα στο κοινό και πήρε να τραγουδα το Λαβ Μι Τέντερ και ο κόσμος που περιμένε στην ουρα χωρίστηκε σε ζευγάρια και χόρεψε παθιασμένα και μετά ο Ελβις, που προφανώς δεν είχε τραπεζικό λογαριασμό, έβγαλε δίσκο όχι μουσικής αλλά εκκλησίας και ρίχναν οι πιστοί μέσα τα λεφτά τους και σαν έφτασε μπροστά της ντράπηκε η καημένη δεν είχε δεκάρα τσακιστή αφού εξαιτίας του τακτακτακ του βασιλιά είχε ξεχάσει το πιν της και δεν έβγαλε λεφτά και αυτός σούφρωσε ακόμη περισσότερο το χείλος του και φφφφφφσσστ, έκανε μια περιστροφή ανεμίζοντας την μπέρτα του κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης για κάποιο σύμπαν όχι χωρίς κεφαλαιακό έλεγχο αλλά χωρίς κεφάλαια καθόλου και μετά το πλήθος τη λυντσάρισε γιατί πρόσβαλε τον βασιλιά και αποφάσισε να εξαφανιστεί ξανά, και μετά αυτή ξύπνησε, κι αυτός της είπε πολύ γαμάτο, θα στο κλέψω για το μπλογκ, ελπίζω να μη σε πειράζει, κι αυτή δεν είπε τίποτε, κι αυτός συνέχισε να την καλοπιάνει, τα πρώτα μου διηγήματα θα τα ονομάσω Τα Ανέκδοτα Όνειρα της Κ., και είναι λίγο ανήθικο που χρησιμοποιώ τα όνειρά σου για να κάνω καριέρα, δεν νομίζεις; κι αυτή πάλι δεν απάντησε, κι είπε αυτός, είμαι σαν κλέφτης ονείρων, περίπου σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, άραγε τα όνειρα εκδικούνται, άραγε τα όνειρα έχουν πνευματικά δικαιώματα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου