ΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΡΑΒΗΓΜΕΝΟ
Μια μέρα πήγε για δουλειά στην οικοδομή κι έκανε
πουτσόκρυο, ο αέρας ξύριζε και παντού είχε λασπόνερα.
Βρε δεν γαμιέστε, σκέφτηκε και την έκανε κατσίκα.
Την ίδια μέρα κατέθεσε τα χαρτιά του για σύνταξη, είχε προ πολλού πιάσει το όριο ηλικίας.
Την
έκανε κατσίκα, σαν να λέμε «βγήκε στη σύνταξη»; Οχι, την έκανε κατσίκα,
σαν να λέμε ψυλλιάστηκε πως η φάση δεν άξιζε τον κόπο πια και σκέφτηκε
φύγε τώρα που μπορείς με ελαφρά πηδηματάκια αφήνοντας άλλους να
πληρώσουν τα γαμησιάτικα.
Εχει κάτι απολύτως
κινηματογραφικό η απόδρασή του, άλλωστε υπάρχει ένα κινηματογραφικό υποείδος, το
caper (από το capra=κατσίκα) film, που θα μπορούσαμε να το πούμε κατσικο-σινεμά, και αφορά την
οργάνωση μια εγκληματικής ενέργειας, συνήθως κάποια ληστείας, από μια
συμμορία.
Στα λεξικά του μέλλοντος λοιπόν οι φράσεις -αλλά κι οι ενέργειες καθαυτές- «βγαίνω στη σύνταξη» και «την κάνω κατσίκα» θα είναι συνώνυμες, παράνομες, επονείδιστες, και θα διώκονται ποινικά.
*****
ΤΟ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΒΓΑΛΜΕΝΟ
Μπήκε
φουριόζα στο λεωφορείο, αταίριαστη τέτοια ταχύτητα κι ευκινησία για την
ηλικία της, 70 χρονών πια, δεν το ήξερα, το άκουσα που το είπε σε μια
γνωστή της λίγο μετά, ναι στον Αγιο Ελευθέριο πηγαίνει, στην εκκλησία ν'
ανάψει ένα κεράκι, κάθε μέρα το κάνει, ευτυχώς έχει μηνιαία κάρτα
απεριορίστων διαδρομών με έκπτωση, όχι τζάμπα, όχι τζάμπα, ΟΧΙ ΤΖΑΜΠΑ ΛΕΜΕ, αυτή ποτέ στη
ζωή της δεν πήρε τίποτε τζάμπα, όλα στη ζωή της τα 'χει πληρωμένα κι ας
της κόβουνε τη σύνταξη, πού θα πάει αυτή η κατάσταση, το κράτος είναι ο
μεγαλύτερος τρομοκράτης, δεν υπάρχει κράτος, να σου πει αυτή από πότε
χάλασε το κράτος στην Ελλάδα, από τότε που ήρθε η δημοκρατία, μόνο του
δημοσίου τις συντάξεις δεν κόψανε ακόμα, κόβουν από μας για να παίρνουνε
αυτοί, και το μίσος ξεχείλισε μαζί με τη λέξη αυτοί, αλλά δεν
τη νοιάζει, ας κάνουν ό,τι θέλουν, έχει μάθει αυτή στη ζωή της να ζει με
τον ιδρώτα της, μια ζωή στη βιοτεχνία από τον ιδρώτα στο στόμα κι όλα
πληρωμένα, τίποτε τζάμπα, και τόσες συντάξεις μαϊμού παίρνουνε αυτοί, κι άλλο μίσος ανάβλυσε λέγοντας αυτοί, κι είχε αυτή συγγενικό της
πρόσωπο που έπαιρνε ψεύτικη αναπηρική και την τιμώρησε ο θεός, το παιδί
που γέννησε μετά βγήκε ανάπηρο, καλά να πάθει, να μάθει να μη
λέει ψέματα, γιατί την αλήθεια θέλει ο θεός, την αλήθεια και την αγάπη,
κατέβηκε στη στάση, και το μίσος της που έσταζε όσο μιλούσε είχε κάνει
μια λίμνη σαν βούρκο καταμεσής του λεωφορείου.
*****
ΤΟ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ ΚΡΑΤΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΛΑΦΡΩΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΜΕΝΟ
Από τότε που βγήκε στη σύνταξη, πήγαινε πότε-πότε στο μαρμαράδικο, για να πει ένα γεια στους συναδέλφους και στ' αφεντικά,
στην αρχή πιο συχνά, μετά κάπως λιγότερο, καθώς περνούσαν τα χρόνια και
βγαίνανε στη σύνταξη οι παλιοί συνάδελφοι, που κανείς δεν τους
αντικαθιστούσε γιατί είχαν πέσει κάπως οι δουλειές, και τώρα τελευταία
πήγαινε όλο και πιο σπάνια γιατί δεν είχε μείνει σχεδόν κανείς στο
εργοστάσιο που δούλεψε 35 χρόνια, μια ολόκληρη ζωή, οι παλιοί συνάδελφοι
είχαν αρρωστήσει ή και πεθάνει, δεν πρόλαβαν να χαρούν τη σύνταξη,
και το εργοστάσιο κόντευε να κλείσει, και το παλιό αφεντικό ήταν όλο και
πιο σπάνια εκεί, την τελευταία φορά που τα είπαν τού γκρίνιαζε ότι δεν
τα βγάζει πέρα πια, κι αυτός απόρησε, μα είναι ποτέ δυνατόν ο Τάδε που
ήταν μεγάλος και τρανός κι είχε χτίσει τα μισά Βαλκάνια να ξεπέσει έτσι
και μια μέρα έμαθε το νέο πως τον παρέσυρε ένα μηχανάκι στην παραλιακή
τον παλιό εργοστασιαρχη και πως έμεινε στον τόπο, θα 'ναι τρεις μήνες
τώρα, και ξεφύσηξε, έμεινε κάμποση ώρα σιωπηλός, ξαναξεφύσηξε, "βρε το
αφεντικό μας να πάει έτσι άδοξα", κι εγώ που τον άκουσα δεν μπόρεσα να
καταλάβω αν το εννοούσε και αν στεναχωρέθηκε ή αν το έλεγε ειρωνικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου