Στην Κοραή φυσάει. Ο τύπος παραδίπλα μου στρίβει τσιγάρο. Ο αέρας παίρνει τον καπνό από τα χαρτάκια πριν
στριφτει το τσιγάρο και μού τον φέρνει στη μάπα, ενοχλημένος κλείνω τα μάτια και δεν προλαβαίνω να πάρω μάτι των κοριτσιών τις φουστίτσες που τις σηκώνει ο αέρας. Ενας γερομεσήλικας με Τα Νέα κάτω
απο τη μασχάλη πιάνει κουβέντα με το κτίριο της τράπεζας στη γωνία,
πάλι κλειστοί αυτοί οι εβραίοι, λέει - το κτίριο, περιέργως, εμμένει στην αρχική και προκλητική σιωπή του. Μια βαριεστημένη γκαρσόνα, ίσως η πιο βαριεστημένη γκαρσόνα στον κόσμο αυτή τη στιγμή, τετάρτη
μάλλον, δεν ξέρω πόσο ούτε και ποιου μήνα, κλωτσάει βαριεστημένα και με
απαράμιλλο στιλ μακριά από τα τραπεζάκια τα ψιχουλα που βαριεστημένα κάποιος τάισε στα περιστέρια. Το βλέμμα παρακολουθεί τα μακριά της πόδια να κλωτσούνε τα ψίχουλα, τα δε περιστέρια, χωρίς να τα κλωτσά κανείς και αδιάφορα για τα καλλίγραμμα πόδια, ακολουθούν τα ψίχουλα. Ενας φίλος μπαίνει σε ενα μπαρ
και βλέπει τον Σελίν, που 'χει πεθάνει χρόνια τώρα. Κάθεται δίπλα του, παραγγέλνει ποτό και τον βρίζει. Φασίστα, μισάνθρωπε, βρωμερό σιχαμένο σκουλήκι. Ο Σελίν δεν απαντάει. Οι νεκροί δεν μιλάνε. Ο φίλος και ο Σελίν πίνουν σιωπηλοί. Εξω ακόμα φυσάει. Ξυπνώ σφηνωμένος στο πολύ στενό κάθισμα του αεροπλάνου, έχοντας μόλις ονειρευτεί τους φίλους μου. Το αεροσκάφος αδειάζει. Το σωστικό συνεργείο έρχεται με λοστούς, ιμάντες, τρυπάνια και σαπούνι υγρό να ξεσφηνώσει από το κάθισμα τον χοντρό. Μια αεροσυνοδός γελάει. Η ζωή (της) είν' ωραία κι ο κόσμος (της) όμορφος, σιγά μην κάτσει να σκάσει.
(Το κομμάτι, ευγενική προσφορά του άγνωστου Χ.)
2 σχόλια:
Τι ωραίο κείμενο
α να μου χαθείς φλώρε (ευχαριστώ)
Δημοσίευση σχολίου