O άνθρωπος που περπατούσε πάντα από τα στενά της πόλης, αποφεύγοντας τις κεντρικές οδούς ώστε να αποφύγει τους ανθρώπους που συνωστίζονταν εκεί, πράγμα περίεργο, ο συνωστισμός να παρατηρείται σε δρόμους μεγάλους, που θεωρητικά φτιαχτήκανε για να μας χωράνε όλους, ενώ τα στενά της πόλης, στα οποία θεωρητικά δεν χωράνε να περάσουν ούτε καν οι ακτίνες του ήλιου, χωρούσαν τον ίδιον μια χαρά, ο άνθρωπος αυτός λοιπόν γνώρισε τη Σία, από το Απελπισία, όχι στην έβγα της γειτονιάς αλλά στο φεύγα μιας βαρυχειμωνιάς, πάνε τρία χρόνια τώρα.
Από τότε αυτός κι η Απελπισία γίνανε αχώριστοι, μήτε ο σύριζα δεν μπορεσε να τους χωρίσει.
Από τότε αυτός κι η Απελπισία γίνανε αχώριστοι, μήτε ο σύριζα δεν μπορεσε να τους χωρίσει.
Μια μέρα αυτός ο άνθρωπος που όχι μόνο περπατούσε πάντα από τα στενά της πόλης αλλά επιπλέον είχε στην κατοχή του χιλιάδες αδημοσίευτες, ανέκδοτες αλλά όχι αστείες, σέλφι που στο μέλλον θα χρησιμοποιηθούν για να συγγραφεί από τους βιογράφους η πολύτομη πολύτιμη βιογραφία του, καθότι μια εικόνα -ακόμη και μια σέλφι- ισούται με χίλιες λέξεις, ο άνθρωπος αυτός λοιπόν ξύπνησε με μια γρατζουνιά στο λαιμό, κυκλική θαρρείς αλλά μόνον κατά το ήμισυ, δηλαδή μισός κύκλος, σαν κάποιος να προσπάθησε να του περάσει μια θηλειά στον λαιμό την ώρα που κοιμόταν αλλά επειδή κοιμόταν μόνος του (μόνο στον ύπνο τον άφηνε μόνο του η Απελπισία) συμπέρανε πως δεν του έφταιγε κανείς άλλος για την ημικυκλική κοκκινίλα σαν μισή θηλειά γύρω από το λαιμό του παρά μόνον αυτός ο ίδιος, πάει να πει ότι στον ύπνο του έφτιαξε αγχόνη.
Εκείνη την ημέρα αυτός ο άνθρωπος που όχι μόνο περπατούσε πάντα από τα στενά της πόλης και που όχι μόνο είχε στην κατοχή του χιλιάδες αδημοσίευτες, ανέκδοτες αλλά όχι αστείες, σέλφι και που όχι μόνο έφτιαχνε αγχόνες στον ύπνο του, αλλά επιπλέον δεν άκουγε καλά κατ' επιλογή όχι δική του αλλά των ηχείων του και των ακουστικών του, καθιστώντας τον όχι ανυπάκουο, όπως θα ήθελε, αλλά παράκουο, μη σου πω και παρατράγουδο, ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, εκείνη την ημέρα, λοιπόν, που έβρεχε μανιασμένα αγόρασε ένα βιβλίο που η πρώτη του αράδα έλεγε πως έβρεχε μανιασμένα και γέλασε γιατί κάποιος του είχε πει πως δεν υπάρχει πιο κλισέ τρόπος απ' αυτόν για να ξεκινάς ένα βιβλίο, με την εικόνα της βροχής δηλαδή, ή έστω με τη σκιά της, που έλεγε κι ο Τάιμπο, που στα βιβλία του συχνά πρωταγωνιστεί η βροχή, αλλά σάμπως κι ο Μπίλυ Κρύσταλ στο πέτα τη μαμά από το τρένο με τη βροχή δεν καταπιάνεται και προσπαθεί να γράψει την πρώτη αράδα από το βιβλίο του και γράφει η νύχτα ήταν υγρή, η νύχτα ήταν αποπνικτικά υγρή, η νύχτα ήταν βροχερή και υγρή, και τέλος πάντων δεν του κάθεται με τίποτα ούτε η βροχή ούτε η νύχτα ούτε κι η πρώτη αράδα, όπως και του Χέμινγουεη σ' εκείνο το βιβλίο του Τάιμπο, που προσπαθεί να γράψει την πρώτη την αράδα, ο Χέμινγουεη, όχι ο Τάιμπο, ο Τάιμπο, να 'ναι καλά ο άνθρωπος, γράφει όπως κάποιοι άλλοι χέζουν, ακατάσχετα και ακατάπαυστα, χωρις σταματημό, το λεγόμενο γράψιμο της απλής επαφής με τη σελίδα, και τέλος πάντων σε κείνο το βιβλίο του Τάιμπο ο Χέμινγουεη -και όχι ο Τάιμπο, το ξεκαθαρίσαμε αυτό- δεν μπορούσε να γράψει την πρώτη αράδα από το βιβλίο του και όλο την έσβηνε και την ξανάγραφε, αλλά εμένα μου φάνηκε καλή, δεν τη θυμάμαι απ' έξω τώρα φυσικά, θα ψάξω σε λίγο να τη βρω και θα σου πω τι έλεγε.
Εκείνη την ημέρα αυτός ο άνθρωπος που όχι μόνο περπατούσε πάντα από τα στενά της πόλης και που όχι μόνο είχε στην κατοχή του χιλιάδες αδημοσίευτες, ανέκδοτες αλλά όχι αστείες, σέλφι και που όχι μόνο έφτιαχνε αγχόνες στον ύπνο του, αλλά επιπλέον δεν άκουγε καλά κατ' επιλογή όχι δική του αλλά των ηχείων του και των ακουστικών του, καθιστώντας τον όχι ανυπάκουο, όπως θα ήθελε, αλλά παράκουο, μη σου πω και παρατράγουδο, ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, εκείνη την ημέρα, λοιπόν, που έβρεχε μανιασμένα αγόρασε ένα βιβλίο που η πρώτη του αράδα έλεγε πως έβρεχε μανιασμένα και γέλασε γιατί κάποιος του είχε πει πως δεν υπάρχει πιο κλισέ τρόπος απ' αυτόν για να ξεκινάς ένα βιβλίο, με την εικόνα της βροχής δηλαδή, ή έστω με τη σκιά της, που έλεγε κι ο Τάιμπο, που στα βιβλία του συχνά πρωταγωνιστεί η βροχή, αλλά σάμπως κι ο Μπίλυ Κρύσταλ στο πέτα τη μαμά από το τρένο με τη βροχή δεν καταπιάνεται και προσπαθεί να γράψει την πρώτη αράδα από το βιβλίο του και γράφει η νύχτα ήταν υγρή, η νύχτα ήταν αποπνικτικά υγρή, η νύχτα ήταν βροχερή και υγρή, και τέλος πάντων δεν του κάθεται με τίποτα ούτε η βροχή ούτε η νύχτα ούτε κι η πρώτη αράδα, όπως και του Χέμινγουεη σ' εκείνο το βιβλίο του Τάιμπο, που προσπαθεί να γράψει την πρώτη την αράδα, ο Χέμινγουεη, όχι ο Τάιμπο, ο Τάιμπο, να 'ναι καλά ο άνθρωπος, γράφει όπως κάποιοι άλλοι χέζουν, ακατάσχετα και ακατάπαυστα, χωρις σταματημό, το λεγόμενο γράψιμο της απλής επαφής με τη σελίδα, και τέλος πάντων σε κείνο το βιβλίο του Τάιμπο ο Χέμινγουεη -και όχι ο Τάιμπο, το ξεκαθαρίσαμε αυτό- δεν μπορούσε να γράψει την πρώτη αράδα από το βιβλίο του και όλο την έσβηνε και την ξανάγραφε, αλλά εμένα μου φάνηκε καλή, δεν τη θυμάμαι απ' έξω τώρα φυσικά, θα ψάξω σε λίγο να τη βρω και θα σου πω τι έλεγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου