20 Σεπ 2014

Θέατρο

H οδηγία από τα κεντρικά της υπηρεσίας, λιτή και ξεκάθαρη: “Απόψε όλοι θέατρο”. Είχαν μάλιστα στείλει και φάκελο με το πρόγραμμα των θεατρικών παραστάσεων. Αυτός τσατίστηκε. Πφ, ακούς εκεί θέατρο! Αυτά είναι για τους φλώρους, τους λιμοκοντόρους. Χάθηκε ο κόσμος να του αναθέσουν μια διαφορετική αποστολή; Μια παρακολούθηση, έναν ξυλοδαρμό, έναν εμπρησμό, μια προβοκάτσια;

Ανόρεχτα ξεφύλλισε το πρόγραμμα. Πάλι καλά, τουλάχιστον είχε το ελεύθερο της επιλογής. Πέρασε αδιάφορα διάφορους Σαίξπηρ, Ιψεν, αρχαίες τραγωδίες, αρχαίες κωμωδίες, σύγχρονες επιθεωρήσεις σκέτες τραγωδίες, τι σκατά να δει;

“Θα σας μεθύσουμε απόψε, σίγουρα ναι”, ο τίτλος της παράστασης που εντέλει του τράβηξε το ενδιαφέρον. Ανευ λοιπών πληροφοριών. Μόνο διεύθυνση, ώρα έναρξης και η σημείωση “Σερβίρεται και αλκοόλ”.

Πλήρωσε εισιτήριο, μπήκε μέσα. Δεν ήταν θέατρο. Πουθενά η σκηνή. Πουθενά οι θέσεις για το κοινό. Τίποτε. Μόνο σκοτάδι και στο κέντρο, υπό το φως το προβολέα, ένα τραπέζι με δύο καρέκλες. Πάνω στο τραπέζι, ένα μπουκάλι και δύο ποτήρια.

“Επιτέλους, ήρθες. Κάτσε, μη στέκεσαι σαν χάνος”.

Ενας κοντόχοντρος τύπος, που του έμοιαζε κάπως, πιο κοντός και πιο χοντρός απ' αυτόν, εμφανίστηκε μέσα από τα σκοτάδια, κι έκατσε σε μια από τις δυο καρέκλες. Από την τσέπη του σακακιού του έβγαλε δυο παγάκια και τα έβαλε στο ποτήρι του.

“Πάγο; Θες;”.

Δεν απάντησε, ούτε και κουνήθηκε.

“Καλέ τι έπαθες, μη φοβάσαι, κάτσε να πιούμε. Καπνίζεις; Εγώ το 'χω κόψει. Γι' αυτό πήρα κιλά. Αλλά κάνε μου μια χάρη σε παρακαλώ: μπορείς να φυσάς τον καπνό προς τα απάνω μου; Να παίρνω κι εγώ καμιά τζούρα έτσι; Κάτσε ντε, μη μου σπας τα νεύρα”.

Εκατσε. Ο πιο κοντός και πιο χοντρός κοντόχοντρος του έβαλε πάγο. Του έβαλε να πιει. Ηπιαν. Στην αρχή σιωπηλοί. Ο λιγότερο κοντός και λιγότερο χοντρός κοντόχοντρος κάπνιζε φυσώντας τον καπνό στη μούρη του πιο κοντού και πιο χοντρού κοντόχοντρου.

Ξέρεις, είπε ο πιο κοντός και πιο χοντρός κοντόχοντρος, καμιά φορά τριγυρνάω στους δρόμους, κι όλοι οι άνθρωποι μου φαίνονται τέρατα πραγματικά. Δεν σου κάνω πλάκα φιλαράκι, τέρατα σε λέω. Εχεις δει στα ντοκιμαντέρ του Κουστώ κάτι πλάσματα που ζουν στα πολύ βαθιά του ωκεανού; Τα πιο άσχημα ψάρια του κόσμου; Ε τέτοιοι μού φαίνονται οι άνθρωποι. Άλλες φορές μου μοιάζουν με σαύρες, με ερπετά κάθε λογής, με φίδια ή με κροκόδειλους. Εχεις δει κροκόδειλο να περπατάει στα δύο πόδια; Είδα τις προάλλες έναν, με κοστούμι και γραβάτα και μπλουτούθ, στην Αριστοτέλους. Μα πιες, γιατί δεν πίνεις;

Γέμισε τα ποτήρια, ήπιανε.

Αλλες φορές, φιλαράκι, νομίζω πως όλοι είναι τρελοί. Για δέσιμο, σου λέω. Περνάω κάθε μέρα από τα καφέ με τα τραπεζάκια έξω, πάνω στο πεζοδρόμιο που τάχαμουδήθεν ο δήμος θα τα περιορίσει, άλλη κουβέντα κι αυτή, θα τα πούμε αργότερα για τον δήμαρχο, εκει που μαζεύονται οι άνθρωποι πολλοί μαζί, σε δυάδες, τριάδες και τετράδες, καμιά φορά και περισσότεροι, και ανεξήγητα πίνουν αυτό το καφετί ζουμί που το χρυσοπληρώνουν, αντί να πιουν αλκοόλ, και ακούω σκόρπιες λέξεις, σαν κομμάτια από παζλ, από τραπέζι σε τραπέζι, από καφέ σε καφέ, τι μαλακίες συζητάνε οι άνθρωποι ρε φίλε, “ενα σέλφι, θέλω ένα σέλφι... κι εκείνες οι μουνάρες με τα τζιν τα κολλητά, τις είδες ρε μαλάκα, ε αδερφές είναι... και τον λέω να με πάρει τηλέφωνο και δεν με πήρε ρε συ, να δεις που θα βγήκε με τη λεγάμενη... η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της καρδιάς μας εν Χριστώ αδερφέ, αν έβρισκα εργασία εδώ δεν θα έφευγα ποτέ” - αυτόν τον τελευταίο, να σου πω την αλήθεια, που ήταν ένας φιδόμορφος, μια ποντικομαμή με ζακέτα, με ζιλεδάκι και υπαλληλικό πουκαμισάκι και χωρίστρα Χατζηνικολάου στα 90ς και χοντρά κοκκάλινα γυαλιά δεν άντεξα τον έλουσα με τον καφέ του ουρλιάζοντας “εσπρέσο λούγκρο μού ήθελες ε;”, ναι το ξέρω, αυτό το σχόλιο με κάνει να μοιάζω ομοφοβικός, αλλά τρελάθηκα ρε φίλε, ακούς εκεί της καρδιάς μας, ξέρει πόσο σκατά είναι τα πράγματα εδώ; μετά πέσανε κάτι ψιλές, κάτι μηνύσεις, πάλι στα κρατητήρια την έβγαλα χθες βράδυ. Δεν είμαι μισάνθρωπος όμως, άντε γεια μας, πιες λέμε, δεν είμαι εγώ μισάνθρωπος σου λέω. Αυτοί είναι μισοί άνθρωποι, μισά τέρατα.

Ο λιγότερος κοντός και λιγότερο χοντρός κοντόχοντρος θεατής έπινε αργά και σταθερά. Οταν τελείωνε το μπουκάλι, θα τελείωνε και η παράσταση και ο βαρετός μονόλογος του μαλάκα. Που έλεγε πράγματα που είχε σκεφτεί κι ο ίδιος. Και που δεν είχε κανέναν να τα πει, γιατί όλοι, ακόμη και στην υπηρεσία, ειδικά στην υπηρεσία, τον θεωρούσαν έναν βαρετό μαλάκα. Χώρια που σε ποιον να τα πει; Αφού όλοι βαρετοί μαλάκες και ερπετά ήταν. Σκατάνθρωποι. Ακόμη και στην υπηρεσία, ειδικά στην υπηρεσία.

Ηπιε μονορούφι το τελευταίο ποτήρι, το μπουκάλι είχε αδειάσει. Σηκώθηκε να φύγει. “Φεύγεις; στάσου, πού πας. Εχω κι άλλα για να πιούμε, κι άλλα να πούμε”.

Θα έρθω ξανά αύριο, είπε. Να πούμε και να πιούμε κι άλλο. Στο εξής η παράσταση θα έχει δύο αλκοολικούς.

2 σχόλια:

kovo voltes... είπε...

Έχεις ρέντα τελευταία, το ξέρεις έτσι? Άντε γεια μας...

ΠανωςΚ είπε...

Υγεία, υγεία και λεφτά! :)