18 Οκτ 2013

Πώς κοπήκανε τα άκρα

Ημουνα μόνος στο τρένο. Εφευγα. Ηταν σχεδόν το τέλος. Το ήξερα. Εφευγα, άφηνα πίσω μου το τίποτα και χαιρόμουν για αυτό. Δεξιά και αριστερά από τις ράγες ερημιά. Ούτε άνθρωποι ούτε αντικείμενα, μόνο λευκό χαρτί. Εφευγα και λυπόμουν λιγάκι που δεν ήταν εκεί κανείς να με αποχαιρετήσει. Ξάφνου, αριστερά, εμφανίστηκε ένα κορίτσι. Εκλαιγε. Κάτι έψαχνε με το βλέμμα. Το τρένο ήταν έτοιμο  να ξεκινήσει. Εφευγα και πρωταγωνιστούσα στο ωραιότερο φινάλε όλων των εποχών. Εμένα έψαχνε το άγνωστο κορίτσι, σίγουρα, άλλωστε δεν υπήρχε κανείς και τίποτα άλλο εκεί παρά μόνον λευκό χαρτί. Εφευγα και το κορίτσι με το βλέμμα του κάποιον, εμένα, αναζητούσε και καθώς το τρένο ξεκινούσε είχα μια τελευταία ευκαρία να ζήσω μια εστω σύντομη ερωτική ιστορία, μέχρι που εμφανίστηκε από τα δεξιά ένας άλλος και φώναξε το κορίτσι με το όνομά του και καθώς πια  εγώ έφευγα οριστικά και το τρένο ήταν εν κινήσει απλώσανε τα χέρια να αγκαλιαστούνε αλλά τους ακρωτηρίασε η διερχόμενη αμαξοστοιχία. Είχα φύγει και πίσω μου το λευκό, κενό χαρτί ήτανε κόκκινο, βουτηγμένο στο αίμα. Ξύπνησα κι έφτιαξα καφε. Τουλάχιστον ξύπνιος ονειρεύομαι καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: