Οσο γνωστότερο γίνεται αυτό το μπλογκ τόσο περισσότερο προβληματίζομαι. Αυτό που κυρίως με ανησυχεί είναι ότι πλέον όλο και περισσότεροι γνωρίζουν ποιος, τι και πόσο μαλάκας είναι στην πραγματικότητα αυτός ο ΠάνωςΚ. Στις περισσότερες των περιπτώσεων βέβαια εισπράττω κάτι βλέμματα δυσπιστίας, αμφιβολίας και υποτίμησης του τύπου «Τι; Εσύ είσαι ο ΠάνωςΚ;».
Όμως, μη φοβάσαι, δεν την έχω ψωνίσει ακόμη, δεν είναι αυτό το πρόβλημά μου. Το πρόβλημά μου είναι ότι συνήθως ακούω και προσπαθώ να θυμάμαι ιστορίες που λένε οι άλλοι ή κάθομαι και παρατηρώ τις συμπεριφορές των άλλων και αφού όλα αυτά, αναπόφευκτα, περάσουν μέσα από το προσωπικό μου φίλτρο, πολύ συχνά βρίσκουν διέξοδο εδώ. Και με ανησυχεί ποιος, ποια ή ποιοι μπορεί να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, δικές τους εμπειρίες ή ιστορίες, τις οποίες, ενδεχομένως αλλά σίγουρα όχι σκοπίμως παραλλαγμένες, τις έχω ανεβάσει εδώ πέρα. Κοινώς καμιά φορά φοβάμαι ότι μπορεί δικαίως κάνα παλιός άσπονδος φίλος να μου ρίξει ένα γερό μπερντάχι ξύλο.
Η μικρή ιστορία που ακολουθεί ελαβε χώρα σε μπαρ πανέμορφου ελληνικού νησιού, και ίσως να θυμάμαι κάπως λάθος το διάλογο μεταξύ του Χ και του Ψ, λόγω κατανάλωσης αλκοόλ, αλλά ήταν κάπως ως εξής
- Και δούλευα καλοκαίρι ρε στην οικοδομη, λιοπύρι ρε συ. Γαμώ τα αφεντικά ρε και τη μισθωτή εργασία. Αλλά γαμώ και τους εργάτες ρε συ, δεν τους αντέχω.
- Τι είναι αυτά που λες ρε μαλάκα; Τι σου κάνανε οι εργάτες;
- Είναι ρε ο λουμπενάριος ο τύπος ρε, ο κάφρος, ο χοντρός με την μπάκα όξω, ο κακομούτσουνος, ο οικογενειάρχης που ‘χει δύο παιδιά και μια γυναίκα που δεν τον καβλώνει ρε, ο τριχωτός, ο πίθηκας, απάνω στη σκαλωσιά ρε στο λιοπύρι, κι εγώ γαμιέμαι στη δουλειά και ιδρώνω και σκέφτομαι ρε σε φάση τα δικά μου, και περνάει μια ωραία κοπέλα ρε, πολύ ωραία, και καλοκαίρι ρε συ, τι θα φοράει η κοπέλα ρε, ένα φόρεμα κοντό, και γυρνάει και φωνάζει ρε ο εργάτης, ο άνθρωπος του μόχθου, «πωπωπω, τι μουνάρα είσαι συ, μωρό μου». Και τα παίρνω στην κράνα ρε και θέλω να τον πεταξω απ’ τη σκαλωσιά ρε, τον μαλάκα, τον κωλόχοντρο, τον σεξιστή. Σκατά στην εργατική τάξη ρε, τέτοια που είναι, τέτοια της αξίζουν να παθαίνει.
Και μετά ο Ψ, που δεν σήκωνε κουβέντα για την εργατική τάξη, απείλησε να σπάσει ένα μπουκάλι στο κεφάλι του Χ, σε περίπτωση που ξαναέλεγε κακή κουβέντα για τους εργάτες. Κι ο Χ επέμενε, κι ο Ψ το ίδιο, και η κουβέντα άναψε, φούντωσε, κόρωσε, έσβησε και χάνεται μέχρι και σήμερα στα θολά νερά της λαϊκότητας, του ελιτισμού, της καφρίλας, του σεξισμού, του αυθορμητισμού και του πολιτικαλικορεκτισμού.
Η λαϊκότητα πάντως είναι μια κοπιώδης κατάκτηση. Και για τους αποκεί και για τους αποδώ.
Όμως, μη φοβάσαι, δεν την έχω ψωνίσει ακόμη, δεν είναι αυτό το πρόβλημά μου. Το πρόβλημά μου είναι ότι συνήθως ακούω και προσπαθώ να θυμάμαι ιστορίες που λένε οι άλλοι ή κάθομαι και παρατηρώ τις συμπεριφορές των άλλων και αφού όλα αυτά, αναπόφευκτα, περάσουν μέσα από το προσωπικό μου φίλτρο, πολύ συχνά βρίσκουν διέξοδο εδώ. Και με ανησυχεί ποιος, ποια ή ποιοι μπορεί να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, δικές τους εμπειρίες ή ιστορίες, τις οποίες, ενδεχομένως αλλά σίγουρα όχι σκοπίμως παραλλαγμένες, τις έχω ανεβάσει εδώ πέρα. Κοινώς καμιά φορά φοβάμαι ότι μπορεί δικαίως κάνα παλιός άσπονδος φίλος να μου ρίξει ένα γερό μπερντάχι ξύλο.
Η μικρή ιστορία που ακολουθεί ελαβε χώρα σε μπαρ πανέμορφου ελληνικού νησιού, και ίσως να θυμάμαι κάπως λάθος το διάλογο μεταξύ του Χ και του Ψ, λόγω κατανάλωσης αλκοόλ, αλλά ήταν κάπως ως εξής
- Και δούλευα καλοκαίρι ρε στην οικοδομη, λιοπύρι ρε συ. Γαμώ τα αφεντικά ρε και τη μισθωτή εργασία. Αλλά γαμώ και τους εργάτες ρε συ, δεν τους αντέχω.
- Τι είναι αυτά που λες ρε μαλάκα; Τι σου κάνανε οι εργάτες;
- Είναι ρε ο λουμπενάριος ο τύπος ρε, ο κάφρος, ο χοντρός με την μπάκα όξω, ο κακομούτσουνος, ο οικογενειάρχης που ‘χει δύο παιδιά και μια γυναίκα που δεν τον καβλώνει ρε, ο τριχωτός, ο πίθηκας, απάνω στη σκαλωσιά ρε στο λιοπύρι, κι εγώ γαμιέμαι στη δουλειά και ιδρώνω και σκέφτομαι ρε σε φάση τα δικά μου, και περνάει μια ωραία κοπέλα ρε, πολύ ωραία, και καλοκαίρι ρε συ, τι θα φοράει η κοπέλα ρε, ένα φόρεμα κοντό, και γυρνάει και φωνάζει ρε ο εργάτης, ο άνθρωπος του μόχθου, «πωπωπω, τι μουνάρα είσαι συ, μωρό μου». Και τα παίρνω στην κράνα ρε και θέλω να τον πεταξω απ’ τη σκαλωσιά ρε, τον μαλάκα, τον κωλόχοντρο, τον σεξιστή. Σκατά στην εργατική τάξη ρε, τέτοια που είναι, τέτοια της αξίζουν να παθαίνει.
Και μετά ο Ψ, που δεν σήκωνε κουβέντα για την εργατική τάξη, απείλησε να σπάσει ένα μπουκάλι στο κεφάλι του Χ, σε περίπτωση που ξαναέλεγε κακή κουβέντα για τους εργάτες. Κι ο Χ επέμενε, κι ο Ψ το ίδιο, και η κουβέντα άναψε, φούντωσε, κόρωσε, έσβησε και χάνεται μέχρι και σήμερα στα θολά νερά της λαϊκότητας, του ελιτισμού, της καφρίλας, του σεξισμού, του αυθορμητισμού και του πολιτικαλικορεκτισμού.
Η λαϊκότητα πάντως είναι μια κοπιώδης κατάκτηση. Και για τους αποκεί και για τους αποδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου