Ο Τζίμης ο σουίφερ, πολυμίλης γενικώς, ψηλός, με άσχημη, εκνευριστική φωνή, μ’ ένα ακουστικό μόνιμα στ’ αυτί, ή με χαντσφρί, ενίοτε και με τα δυο μαζί, τρεφόταν με γλυστρίδα, φήμες, παρασκήνια κι αποκαλύψεις. Στον ύπνο μου, άλτης της Εφης, μού διάβαζε τον τηλεφωνικό κατάλογο, τις προεκλογικές ομιλίες του Γιωργάκη και προδημοσιεύσεις σεναρίων του Παπακαλιάτη. Δίλημμα: να του κόψω τη γλώσσα; ή το λαρύγγι; Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ, μέρα μεσημέρι, στεντόρειος αγορευτής στην τηλεφωνική γραμμή, ανυποψίαστο θύμα και θύτης, του ‘χωσα την μπιστόλα στο κρόταφο. «Σκάσε, σκατόφωνε, κακοφωνητή, ωτογρατζουνιστή», του είπα, «Δε θα φιμώσεις μια ανεξάρτητη φωνή», αντιστάθηκε γενναία, «σκουλήκι, θα πεθάνεις», «λογοκρισία, λογοκρ...». Πυροβόλησα. Το αίμα του τινάχτηκε στο χώρο και με τύφλωσε σαν μίσος, ο επιθανάτιος ρόγχος του, κακόφωνος κι αυτός, έτριξε σαν νυχιά στο μαυροπίνακα. Πυροβόλησα ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Πυροβολούσα για να καλύψω τον κακόηχο θάνατό του. Σταμάτησα. Ο Τζίμης ο σουίφερ, μια όμορφη άμορφη μάζα, από τα χείλη του, κολλημένα στο ακουστικό, βγήκε η τελευταία του πνοή, κι η σιγή επιτέλους ήταν νεκρική.
2 σχόλια:
Είναι από τις περιπτώσεις που, κάνοντας να φύγεις, ανακαλύπτεις πως το ένα παπούτσι πάτησε στο αίμα και περπατώντας κάνεις ντουπ-σκλιιιτς-ντουπ-σκλιιιτς...
... και λεπτές κολλώδεις αιμάτινες ίνες σχηματίζονται μεταξύ του παπουτσιού και του εδάφους...
Δημοσίευση σχολίου