Τα δέντρα που πληγώνουμε, όταν ματώνουν αναβλύζουνε ρετσίνι. Κάποτε ήταν φωτόδεντρα στο στόμα ενός ποιητή, στα μάτια ενός ζωγράφου. Τώρα δεν. Πριν τα υποκλέψουν και τα εξαπατήσουν εθνικές μουχρίτσες κι εκκλησιαστικοί δάκοι, δάγκωναν τον ήλιο με τη φρόνηση ενός εξορισμένου. Έσπερναν καταιγίδες με ραγισμένους ώμους. Πλένονταν με χώμα για ν' ανακτήσουν το δικαίωμα στη φωτοσύνθεση. Τώρα δεν. Τώρα προτιμάνε να κρατάνε την αναπνοή τους, πυρίμαχη ύλη που περιδονίζεται μέσα σε μια μυστική μάντρα, και να συμπεριφέρονται σαν τους νεοσσούς δερβίσηδες που εξασκούνται στον σωρήτη του ανέμου. Τα δέντρα που πληγώναμε ήταν οι μάγισσες του Μισλέ. Είχαν την ίδια ηλικία, σουλάτσαραν με δανεισμένα σκουπόξυλα και μπέρδευαν πάντοτε τα ξόρκια που έπρεπε να ψελλίσουν. Εξ' ου και τα χαστούκια των πουλιών, οι ρόζοι στο ρυτιδωμένο, θηλυκό τους σώμα. Ξέρανε ότι γεννήθηκαν την εποχή της απόγνωσης και γι' αυτό φρόντιζαν να πενθήσουν πρώτα. Δεν ξέραν όμως, κανένας δεν τους είπε, ότι στον πόλεμο θα χρησιμοποιούνταν μόνο στην γενική πρόβα της τελευταίας στιγμής. Γι΄αυτό και επιμένουν να γιορτάζουν το δειλινό με τόσο φθόνο.
Τα δέντρα που πληγώνουμε έχουν τα μάτια ενός πιτσιρικά. Το βλέμμα μιας μπασταρδεμένης σκύλας που αναζητά την συγκατάβαση. Την συμπόνια του Άδη. Το χάδι του αποχωρισμού. Το πανηγύρι της λάσπης. Το παντέρημο αναφιλητό του απομεσήμερου. Την αθωότητα του μυδραλιοβόλου. Το ακροβολισμό των ονείρων. Την ακηδή ελεημοσύνη του έρωτα. Τα δέντρα που πληγώναμε εξαπατήθηκαν από ερασιτέχνες μάγους που για να δικαιολογήσουν τις υπέρογκες αμοιβές τους, άναψαν για λίγο τα τεχνητά φώτα της επιστροφής. Και οι νεότεροι τους πίστεψαν κι όταν πήρε να βραδιάζει κατέβηκαν σε μια πικετοφορία. Έτσι, από πείσμα. Κι ας έλειπαν οι υπόλοιποι.
Τα δέντρα που πληγώνουμε ήταν Ντίγκερς κι Αναβαπτιστές που διεκδίκησαν την έκταση που τους ανήκε για να απλωθούν. Ασχέτως που τα ξερίζωσαν αργότερα ψυχωσικοί, παχύσαρκοι αρχηγοί που είχαν συμμαχήσει με πολύχρωμα παγώνια-κατασκόπους του ακίνητου κινούν. Φυλή δεν είχανε, κι όταν θέλαν να παραβρεθούνε σ' επίσημη εκδήλωση ντύνονταν με τα άνθη των αμυγδαλιών - στο τερατώδες γίγνεσθαι- και στροβιλίζονταν μες στην ανθρωποβόρα ομίχλη. Οι κλειδοκράτορες και οι δασοφύλακες άκουγαν πολλές φορές τις νύχτες τους ολοφυρμούς, τα τραγούδια, τα νανουρίσματα και τις βλαστήμιες τους. Κι όταν πέθαινε κάποιο, κηδεύονταν με τις βιόλες του φθινοπώρου. Τα δέντρα που πληγώναμε ήταν κάποτε απαγχονισμένοι κομμουνάροι. Τις στάχτες τους τις τοποθέτησαν σ' ένα δοχείο και περίμεναν για χρόνια τον σαμάνο. Όταν αυτός αποφάσισε να φτιάξει τον κόσμο απ' την αρχή και είπε την μαγική λέξη, τις διασκόρπισαν στο πρώτο, νοητό πράσινο που φαντάστηκε. Γι΄αυτό άλλωστε δεν ζούνε πια μες στις πόλεις, γι' αυτό μπερδεύονται σε πρωινά όνειρα, γι' αυτό θέλουν-παρά τη φύση τους-να ζούνε και να ερωτεύονται όπως οι άνθρωποι.
Υ.Γ. Τα δέντρα που πληγώνουμε δεν έχουν σχέση με τα δέντρα που κινούνται. Τα δέντρα που κινούνται επιτέθηκαν ενάντια στον Σάρουμαν και τον κατατρόπωσαν στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Επίσης, στην Ελλάδα, το 1961, κρατούσαν τα εκλογικά τους βιβλιάρια κι αδημονούσαν να έρθει η σειρά τους να ψηφίσουν.
4 σχόλια:
Τα δέντρα που πληγώνουμε είμαστε εμείς και τα παιδιά μας. Και δεν ξέρω πόσος χρόνος μας έμεινε ακόμα για να πληγώνουμε.
Πολύ ωραίο κείμενο, πολύ ποιητικό.
Τα δέντρα που πληγώνουμε είμαστε όλα αυτά που αρνούμαστε λαχταρώντας τα. Τις καλησπέρες μου in love
Νικολάκη, το ξέρεις ότι με αρέσουν τα αυτοαναιρετικά υστερόγραφα;
ΥΓ. Δεν με αρέσουν!
ΥΓ1. Κάποτε, μια μπάντα ελληνική ειχε το ιδανικό σάουντρακ για το ποστ σου. "Ακούω τους ήχους απ' τα δέντρα" λεγότανε. Το συγκρότημα δεν θέλω να το θυμάμαι, αλλά θα δω αν έχω την ηχογράφηση να στη στείλω.
ΥΓ2. Πότε θα μάθεις να βάζεις labels;
εγώ τη θυμάμαι όσο κι αν σε πληγώνει. Δεν ξέρω αν θα μάθω να βάζω labels, νομίζω οτί ξέρω αλλά συγχρόνως αγνοώ. Ίσως, όταν μεγαλώσω κι άλλο, σ' επόμενο post.
Δημοσίευση σχολίου