Βρισκόμουν στο ιδιωτικό αεροπλάνο του μεγάλου λογοτέχνη, πίναμε λαγκαβούλιν, καπνίζαμε πούρα από την Αβάνα (ο αντικαπνιστικός προβλέπει βαριά καμπάνα), καθισμένος απέναντί μου με κοιτούσε ερωτηματικά, αλλά εγώ βαριόμουνα του θανατά, τι να σε ρωτήσω ρε μαλάκα; πήρα μιαν ανάσα και "πιστεύετε ειλικρινά πως η ποπ κουλτούρα είναι μια εφεύρεση του συστήματος για να παλιμπαιδίζουν οι μεσήλικες;", προσγειωθήκαμε στο ξερονήσι με τους απόβλητους, για να πάρει βραβείο προσφοράς, ανεβήκαμε στο πόντιουμ (κάτι γκρεμισμένα τείχη δηλαδή) μαζί, τα χειροκροτήματα πολλά, εξακολουθούσα όμως να βαριέμαι του θανατά, μιλούσα με τα πουλιά, μου λέγανε κρακρακρά, αυτός επέμεινε να με πάει σπίτι του με το αεροπλάνο, είχαμε να κάνουμε κι άλλη δουλειά, και στο χωλ, εκεί δεξιά, μια πολυθρόνα δερμάτινη και καφετιά, τραπεζάκι χαμηλό, πορτατίφ πορτοκαλί και κόκκινο τηλέφωνο, σήκωνες το ακουστικό, πληκτρολογούσες τον κωδικό και μια όμορφη απαλή φωνή σου διηγούταν παραμύθια, προφητείες, συνταγές, παραμέσα, στο σαλόνι, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι και φέρετρα χρωματιστά εικονικής πραγματικότητας, έμπαινες μέσα και βίωνες ένα παιχνίδι, τη ναυμαχία, την κρεμάλα, σεξ με την Μπάρμπι ή τον ΤζονΤζον, ή βίωνες ένα βιβλίο, γινόσουν ο κάπτεν Νέμο, ο Φιλέας Φογκ, ή κι ένα παζλ, μπορούσες να επιλέξεις να γίνεις κομμάτι του παζλ και να περιμένεις να βρεις τη θέση σου στην κοινωνία, ή να γίνεις εσύ ο ίδιος κομμάτια, πεντακόσια, χίλια, τρεις χιλιάδες και να συναρμολογηθείς ξανά κομμάτι-κομμάτι υπομονετικά, ένα ολόκληρο σύμπαν σε εύθραυστη ισορροπία, και σκέφτηκα να μια καλή ιδέα για θρίλερ σπλατεριά με ήρωα ψυχοπαθή δολοφόνο γιατρό-ανατόμο που τεμαχίζει τα θύματα σε χιλιάδες κομμάτια και τα συναρμολογεί ξανά, φτιάχνοντας ένα, δύο, τρία τέρατα Φρακενστάιν, και πέρα από κει, τα φέρετρα, τους μπάτσους, τα γουρούνια και τους δολοφόνους, μια πόρτα που έγραφε καλωσήρθες χοντροΤζίμυ, δεν με λένε Τζίμυ, ποιος είναι αυτός ο καριόλης ο Τζίμυς; ούρλιαξα, κι εγώ σε αγαπώ γαμώ τον Χριστό, μ' απάντησε η φωνή ενός μισοτελειωμένου παζλ, πρόστιμο τόσες χιλιάδες ευρώ γιατί βλασφήμησε τα θεία, και τεσπά πίσω από την πόρτα μια βιβλιοθήκη χωρίς βιβλία, μόνο κάτι κουτιά καφετιά και ράφια ψηλά όπως αυτά στην αρχειοθήκη των απόρρητων υποθέσεων της σία ή της αποθήκης στα Εξφάιλζ που έμπαινε εκείνος ο τύπος που κάπνιζε, πρόστιμο και σε αυτόν τόσα ευρώ, και τέλος πάντων σταμάτησα να βαριέμαι του θανατά και τρόμαξα του θανατά κι έφυγα τρέχοντας να σε βρω για να σου πω τι είδα σε εκείνο το σπίτι αλλά δεν πρόλαβα γιατί ξύπνησα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου