Η δεκαετία του
'80, για όσους γεννηθήκαμε στα τέλη της
προηγούμενης, είναι κάπως σαν ίνσταγκραμ, θολή με χρώματα ξεβαμμένα, κάπως
σαν σέπια, αλλά ζεστή όπως όταν το χειμώνα κοιτάς κατάματα τον ήλιο, τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ σημειωτέον, γιατί η δεκαετία του
'80 ήταν τέλεια, κυρίως όσο είχαμε σοσιαλισμό, δηλαδή οκτώ από τα δέκα
χρόνια. Στη δε Ηλιούπολη (aka
Suncity) της Θεσσαλονίκης περνούσαμε
πολύ καλά με τον σοσιαλισμό κι ας διαβάζανε οι γείτονες φανατικά Ελεύθερο Τύπο κι ας έγραφε ο Λάκης της Αλέκας (απλή συνωνυμία) ΚΚΕ στους τοίχους πριν από τις εκλογές του '85. Εκτός από ΠΑΣΟΚ, είχαμε ακόμη αλάνες (πολλές),
νεόκτιστες νεοαναγειρόμενες πολυκατοικίες,
που όσο σηκώνονταν είχαν απ' έξω ένα
μικρό βουναλάκι άμμο (για να πηδάμε εκεί
από τον πρώτο όροφο, ή και από ψηλά, τότε
ακόμη τέτοια πράγματα δεν μου φέρνανε
στο μυαλό αυτοκτονίες), και βρύσες για
να πίνουμε νερό όταν σταματούσαμε να
παίζουμε μπάλα. Σε κάποιες, πιο σπάνιες
περιπτώσεις, όπως στη δική μου γειτονιά, υπήρχαν και κάτι ξεχασμένες βίλες του
προηγούμενου αιώνα (19ου), οθωμανοκρατικά
απολειφάδια, τούρκικες βίλες τις λέγαμε
τότε. Σε μια απ' αυτές, απέναντι από το
δυάρι στο οποίο μεγάλωσα, έμενε η
οικογένεια του κυρ-Κ., αστυνομικού στο
επάγγελμα, πολύ καλός άνθρωπος σύμφωνα
με όσα λέγανε οι γονείς μου γι' αυτόν,
άκακος, αν και αστυνομικός, ποτέ του δεν
πείραξε κανέναν, μέχρι και κάτι γιουγκουσλάβους
τουρίστες φιλοξένησε (τότε δεν
είχαμε ερμπιενμπί και τέτοιες μαλακίες) μια μέρα που τους
βρήκε να κοιμούνται στο δρόμο. Ο κυρ-Κ
είχε πολλά παιδιά, δεν θυμάμαι πόσα,
όλων των ηλικιών, που ήταν φίλοι με όλα τα
παιδιά της γειτονιάς, οπότε το σπίτι
τους (η βίλα της οθωμανοκρατίας) ήταν
πάντα ανοικτό σε όλους μας, η αυλή κυρίως δηλαδή, με τα δέντρα,
τα χώματα, τη μάντρα γύρω γύρω στην οποία
σκαρφαλώναμε για να μπαινοβγαίνουμε,
παρότι η πόρτα δεν έκλεινε ποτέ, και μια
τεράστια μουριά, που ήταν το μοναδικό
που απέμεινε από την οθωμανική βίλα όταν
απαλλοτρίωσε τον χώρο ο δήμος για να
φτιαχτεί ένα πάρκο, κι αυτή ήταν η αρχή
του τέλους της παιδικής μου ηλικίας,
όταν γκρεμίσανε το σπίτι του κυρ-Κ, που
είχε βέβαια από χρόνια πριν μετακομίσει
κι είχε μείνει να ρημάζει η βίλα, και
τέλος πάντων πρώτα γκρεμίστηκε η βίλα,
μετά φτιάχτηκε το πάρκο, μετά πέθανε ο
κυρ-Ευθύμης που έβγαινε κάθε Κυριακή
να πλύνει την Ασκόνα με το λάστιχο φορώντας
μόνο σορτσάκι που ίσα που φαινότανε
κάτω απ' την κοιλάρα, αλλά καθώς έσκυβε
φαινόταν η κωλοχαράδρα του και μάς
έπαιρνε την μπάλα όταν καμιά φορά
χτυπούσε στην Ασκόνα, και μετά τα πράγματα
σοβάρεψαν πολύ, μας φέρανε και το
λεωφορείο στη γειτονιά, να περνάει από
το δρόμο μας, να κάνει και στάση μάλιστα,
και μετά κάνανε και μονοδρομήσεις,
φέρανε και οδοσήμανση, πινακίδες
κυκλοφορίας και μια μέρα στη γειτονιά
ξυπνήσαμε όπως κάθε μέρα χαμογελαστοί και αθώοι, μόνο που κάποιος είχε
κολλήσει πάνω στη στρόγγυλη
πινακίδα μια φωτογραφία με έναν μεγάλο
πούτσο κι είχαμε όλοι σοκαριστεί,
κάναμε όλοι πως δεν το βλέπαμε, κανείς
δεν μιλούσε για αυτό, αλλά ούτε και για
τίποτε άλλο, είχε πέσει άκρα του πούτσου
σιωπή, κάποιοι ίσως το πήρανε και ως
προσβολή, ότι τι; είμαστε γειτονιά για
το πέος; αλλά κανείς δεν πλησίασε την
πινακίδα για να κατεβάσει την ψωλή, μην
τυχόν και θεωρηθεί υπεύθυνος για την
ανάρτησή της, ξες όπως λεμε πρωτοκλάστης,
πρωτομυριστής, έτσι και πρωτοψώλης,
πρωτομπλεχθείς, και την άλλη μέρα
ξημέρωσε και αναπνεύσαμε ελεύθερα όλοι
στη γειτονιά, κάποιος, κάποιοι, δεν ξέρω
ποιος/ποιοι, σαν έπεσε το σκοτάδι,
αποκατέστησαν την τάξη, αποκαθηλώσαν
την ψωλή, και ήταν ακόμη το '80, έστω και
στα τελευταία του, οπότε δεν είχαμε
πράγματα όπως η τηλεοπτική σειρά american
vandal, δεν βρέθηκε κανείς δηλαδή να
κάνει ένα ψευτοντοκιμαντέρ μπας και
βρεθεί ο υπεύθυνος εκείνου του πρώιμου ντικ πικ.
1 σχόλιο:
Τα σέβη μου!
Δημοσίευση σχολίου