6 Ιουλ 2012

Σωβρακολογείς;

Koίτα να δεις, στην αρχή έγραφα κάτι πιο καλοκαιρινό, πιο γελαστικό, πιο ποιητικό, σε φάση "τι είναι η πατρίδα μας;", κάτι που πήγαινε ως εξής: Μια πληροφόρηση: Μου τελειώσανε τα σώβρακα, το πήρα πρέφα σήμερα το πρωί, αλλά αφού είχα ήδη κάνει μπάνιο, τώρα αναγκαστικά φοράω τ' Αρμάνι το Στενό, χωρίστρα στ' αρχίδια και με κόβει στα μπούτια, νιώθω τον αέρα να φυσά από την κορυφή της κωλοχαράδρας μου, να θροΐζουνε μελωδικά οι κωλότριχές μου, Συγκαμμένος, Πάνος Συγκαμμένος, ποιητής, σε οικονομική και σωβρακική στενότητα. Και ειλικρινα αυτό θα ήτανε όλο. Γέλιο. Χαχα. Αλλά: Μόνος κάθεται σ' ένα σκαμπό, σε μια γωνιά του μπαρ· πίνει κοιτώντας το κενό, θέλει σε κάποιον να μιλήσει, να τα πει όλα, την αλήθεια, ότι δεν ήταν πάντοτε μια αποτυχία, ότι έδωσε μάχες σκληρές, ύψωσε κάποτε κι αυτός τ' ανάστημά του. “Εμένα που με βλέπεις”, ψιθυρίζει στον κανέναν, “έκανα ό,τι μπορούσα, ήταν άνισος ο αγώνας, μόνος μου ενάντια στα θηρία”, ο μπάρμαν, πιο πέρα, κάτι σαν να πιάνει τ' αυτί του, πάλι παραμιλάει ο μεθυσμένος στη γωνία, στέκεται μπροστά του, με το μπουκάλι στο χέρι, τον κοιτά ερωτηματικά, κι αυτός, βρίσκοντας επιτέλους το ακροατήριό του, τον γραπώνει από τον καρπό “τότε ήμουν δυνατός, μπορούσα να τα βάλω με όλον τον κόσμο, μπορούσα να αλλάξω όλον τον κόσμο, και ξέρεις γιατί; γιατί είχα με το μέρος μου το δίκιο του εξεγερμένου”, μιλάει πλέον πιο δυνατά, “δεν έσκυψα το κεφάλι εγώ, τα έπαιξα όλα κορώνα – γράμματα, ρίσκαρα τα πάντα, εγώ τότε...”, ο μπάρμαν τού γεμίζει το ποτήρι, απαγκιστρώνεται από τη λαβή, πρέπει να σερβίρει άλλους πελάτες, τον αφήνει μόνο στη γωνιά της μπάρας, βλέμμα στο κενό, να μονολογεί, σκυφτός, τόσα πράγματα να πει, κανείς να τον ακούσει, βγάζει από τη μια τσέπη το πιστόλι, απ' την άλλη ένα κινητό, κανείς δεν του δίνει σημασία, σηκώνει το κινητό, σε κάποιον μιλάει “ναι, έτσι όπως στα λέω δικέ μου, τους έτριψα την πρόταση στη μούρη, τούς έκανα χαλκομανία, ναι σου λέω ντε, δεν ξεπουλιέμαι εγώ, τους γάμησα εγώ”, φωνάζει πια δυνατά, ουρλιάζει, στο μπαρ πέφτει σιωπή, τον ακούνε όλοι, τον κοιτούν να μιλά στο κινητό, να κλαίει, να γελά, να κραδαίνει την μπιστόλα, “τα γάμησα ρε τα μουνάκια, τους έσκισα, τους έδειξα ποιος φοράει παντελόνια, ποιος έχει αρχίδια, ακούς ρε μαλάκα; τους γάμησα σου λέω, τους έκανα...”, εκκωφαντικός ο πυροβολισμός καλύπτει τα λόγια του, μες στην παγωμένη σιωπή ακούγεται να λέει στο κοινό του, το δικό του κοινό “με γάμησαν, με χρησιμοποίησαν, με ξεζούμισαν, πήραν από μένα ό,τι καλύτερο είχα και με ξεφορτώθηκαν όταν πια τούς ήμουν άχρηστος”. 
Στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ήτανε κανείς.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: