26 Μαρ 2012

Asspeerinη

Υποφέρω συχνά από πονοκεφάλους. Πονοκαιφάλλους. Πόνος και φαλλός. 
Α να χαθώ ο κρύος.
Λατρεύω τον ήχο. Δεν αντέχω τους ήχους. Το βουητό του υπολογιστή νυχιές στο μαυροπίνακα.
Μισώ τα πληκτρολόγια. Επίθεση σε συνάδελφο που εκτοξεύει προς το μέρος μου κακόηχες πληκτρολογικές προσβολές.
Λατρεύω τις κιθάρες-ξουράφια. Βελόνες στα μηνίγγια μου το φύσημα από τα κακής ποιότητας ηχεία μου. Οι πρίμες νότες μού τρυπάνε τα αυτιά. Το hi-hat των τυμπάνων ένα ρυθμικό μαρτύριο. Αδύνατο να ακούσω ακόμη και το πιο αγαπημένο μου τραγούδι. 
Η μουσική κατακλύζει τον χώρο. Σαν να μπαίνω σε γυάλα. Αυξάνεται η ένταση κι η γυάλα γίνεται ενυδρείο, γίνεται πέλαγος, ωκεανός. Ενας ωκεανός ήχου.
Κολυμπώ.
Κάποιος μου τρυπάει τα μπρατσάκια.
Νιώθω να πνίγομαι. Να ασφυκτυώ. Με πνίγουν τα κακόηχα, τα κακοηχογραφημένα, τα επιτηδευμένα φτωχά στην παραγωγή. Τριξίματα, κακοφωνίες, μπλακεντέκερ, Αηνζερστούντε Νόιμπάουτεν. Κάποιος αβανγκαρντίζει με τους νευρώνες του εγκεφάλου μου (ε και φαλλός, να χαθώ ο κρύος αλλά δεν φταίω εγώ, φταίνε οι λέξεις).
Δεν με τρελαίνει η ένταση. Με τρελαίνει η οξύτητητα. Και το βουητό. Δεν αντέχω να ακούω μπλουζ και ρεμπέτικα. Καθόλου όμως. Τελευταία γοητεύομαι από το μινιμαλισμό. Σκόρπιες, στιβαρές νότες. Και σιωπή. Η πιο ωραία μουσική ίσως να είναι η σιωπή.
Είμαι δεκάξι. Επτά η ώρα στο μαρμαράδικο, οι μηχανές παίρνουν μπροστά. Ο απόλυτος βιομηχανικός εφιάλτης. Σβουράκια, κόφτες, μέταλλο και πέτρα. Κράφτβερκ. Μίνιστρι. Μαρμαρόσκονη, ιδρώτας.
Κι η κόρη του αφεντικού με αέρινα φορεματάκια που θροΐζουν ευωδιαστά κόβει βόλτες στο μαγαζί.
Είμαι 25. Θέλω να γίνω ροκ σταρ. Στο προβάδικο, ευτραφής μπασίστας, δεν με ακούνε οι άλλοι. Δεν με ακούω ούτε εγώ. Πιο χαμηλά. Υπόψη, λέει κάποιος που γνωρίζει, το πιο δύσκολο πράγμα είναι να παίζεις σωστά και χαμηλά. Οχι δυνατά. Δεν έπαιξα ποτέ δυνατά. Δεν έγινα ροκ σταρ.
Πρωινή αναφορά. Εφεδρος λοχίας πεζικού και τα λοιπά. Βροντόφωνα ρε. Παλικαρίσια. Δυνατά. Ξελαρρυγγιάζονται οι φαντάροι. Καλημέρα, ο Καραβανέας. Καλημέρα, με μίσος εμείς. Πονοκέφαλος. Ψόφιοι είστε σήμερα. Πάμε ξανά. Καλημέρα. Καλημέρα κι εμείς. Με περισσότερο μίσος. Με περισσότερο πονοκέφαλο. Κι ύστερα βολές. Τι είστε; Αδερφές και θα βάλετε μπαμπάκι στα αυτιά; Ο Π. είναι ηχολήπτης. Κάθε θόρυβος, που ξεπερνάει τα χι ντεσιμπέλ, μου λέει, προκαλεί μικρή αλλά ανενόρθωτη βλάβη στην ακοή. Τρελαίνομαι. Στουμπώνω βαμβάκι στα αυτιά, στα ρουθούνια, στα μάτια, παραγεμίζω κάθε τρύπα. Δεν βλέπω τίποτε, δεν ακούω τίποτε. Ούτε το στόχο, ούτε τα παραγγέλματα. Περισώζω την ακοή μου. Ευτυχής μα στον τάκο. Στην πρωινή αναφορά. Και πάλι έφεδρος λοχίας και τα λοιπά. Πιο βροντόφωνα. Πιο παλικαρίσια. Πιο δυνατά. Πιο πονοκέφαλος.
Στις πορείες με αρέσουν τα μπλοκ των αναρχικών. Χωρίς ντουντούκα. Χωρίς πονοκέφαλο.
Μέχρι που σκάνε οι κρότου λάμψης.

2 σχόλια:

μεστ απ είπε...

Να παίρνεις δύο ντεπόν και όχι ένα. Εκτός αν είναι μάξιμουμ

ΠανωςΚ είπε...

Καλύτερο από το ντεπόν, το Step on, των Happy Mondays. Αυτό είναι χάπι!