Μια πράσινη πιπεριά, μεγάλη, πολύ μεγάλη, τεράστια, σαν νταλίκα, κέρατο. Τη μετέφεραν πάνω στο ειδικό αμαξίδιο των σιδηροδρόμων, για να τη βάλουνε στο τούνελ, το οποίο είχε υποστεί ειδική μετατροπή σε ιταλικό ξυλόφουρνο. Κι ήταν μάγκες αυτοί με την πιπεριά. Οχι σαν τους άλλους, τους ανίδεους, που είχανε κρεμάσει την μπουγάδα απ' τα ζέπελιν, και αιωρούνταν τα άπλυτά τους στη στρατόσφαιρα.
Αλλά ο Ντετέκτιβ Μπαϊράν δεκάρα δεν έδινε για όλα αυτά.
Μπήκε στο μπαρ και όλα τα βλέμματα έπεσαν απάνω του, όμως, καθώς αυτός ήταν κατά βάθος πολύ μαλακός, δεν χτύπησαν πολύ. Βολεύτηκε στην μπάρα και ζήτησε απ' τον μπάρμαν ένα καβλί με ιστορία.
“Ενα καβλί με ιστορία για τον κύριο εδώ, τον μερακλή, το μέγα μουστερή”, είπε αυτός στην ενδοεπικοινωνία.
Αργά, σειάμενο κουνάμενο, εμφανίστηκε ένα καβλί με ιστορία και κάθισε στο σκαμπό δίπλα στον ντετέκτιβ Μπαϊράν. Σταύρωσε τα αρχίδια του (μην ανησυχείτε, θα αναστηθούν και αυτά), άναψε τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό στη μούρη του Ντετέκτιβ Μπαϊράν.
“Τι μπορώ να κάνω για σένα”; ρώτησε.
“Θέλω την ιστορία σου”, είπε αυτός, “αλλά τη θέλω μεγάλη. Εσύ πόσο την έχεις;”
“Πολύ μεγάλη”, αποκρίθηκε το καβλί με ιστορία παίρνοντας μια βαθιά ανάσα: “Εχω δείρει, ξυλοκοπήσει, προπηλακίσει, έχω βασανίσει, ξυλοφορτώσει, καταχεριάσει, έχω γρονθοκοπήσει, κλωτήσει, λιανίσει, εχω μισερωσει, διαλύσει, διαμελίσει, έχω ρουφιανέψει, καταδώσει, ψευδομαρτυρήσει, έχω διαβάλλει, συκοφαντήσει, επίσης έχω ξυλομαυρίσει, ξυλοτοπιάσει, ξυλομπαλονιάσει, έχω βρεχοξυλιάσει, σπασοξυλιάσει βιδοποιήσει, κομματιάσει, αλατοποιήσει, μπερταχιδώσει, γαμοδείρει...”
“Λες ψέματα”, τόλμησε να κόψει το καβλί και να διακόψει την ιστορία του ο Ντετέκτιβ Μπαϊραν, βέβαιος πως τελικά την είχε μεγάλη την ιστορία και τη φαντασία, και θα τράβαγε σε μάκρος, αν όχι και σε πάχος.
“Δεν λέω ψέματα χρυσό μου, είμαι ψέματα, η υπόσχεση που έδωσε ένας σαχλαμάρας στους φίλους του ότι μια μέρα θα γράψει ανερυθρίαστα για το καβλί με ιστορία, για το κοκτέιλ (εκρηκτικό, μολότοφ ή απλά πολύχρωμο)”.
“Δηλαδή, σαν να λέμε, δεν υπάρχεις;” ψέλλισε ο Ντετέκτιβ Μπαϊράν συνειδητοποιώντας άξαφνα ότι δίπλα του δεν καθόταν κανείς.
Αποτέλειωσε το κοκτέιλ του, άφησε ένα χαρτονόμισμα στο μπαρ. Βγήκε έξω, σχημάτισε έναν αριθμό στο κινητό του τηλέφωνο: “Η υπόθεση έκλεισε με επιτυχία. Τελικά μεταξύ αυτών που γράφουν και αυτών που δεν γράφουν είναι προτιμότερο να διαβάζει κανείς αυτούς που δεν γράφουν”.
Λίγο παρακάτω κάποιος του έβαλε μια μπατανόβουρτσα στο χέρι: “Βούτα την σε αγνό παρθένο ελαιόλαδο και επάλειψε την πιπεριά”.
Αλλά ο Ντετέκτιβ Μπαϊράν δεκάρα δεν έδινε για όλα αυτά.
Μπήκε στο μπαρ και όλα τα βλέμματα έπεσαν απάνω του, όμως, καθώς αυτός ήταν κατά βάθος πολύ μαλακός, δεν χτύπησαν πολύ. Βολεύτηκε στην μπάρα και ζήτησε απ' τον μπάρμαν ένα καβλί με ιστορία.
“Ενα καβλί με ιστορία για τον κύριο εδώ, τον μερακλή, το μέγα μουστερή”, είπε αυτός στην ενδοεπικοινωνία.
Αργά, σειάμενο κουνάμενο, εμφανίστηκε ένα καβλί με ιστορία και κάθισε στο σκαμπό δίπλα στον ντετέκτιβ Μπαϊράν. Σταύρωσε τα αρχίδια του (μην ανησυχείτε, θα αναστηθούν και αυτά), άναψε τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό στη μούρη του Ντετέκτιβ Μπαϊράν.
“Τι μπορώ να κάνω για σένα”; ρώτησε.
“Θέλω την ιστορία σου”, είπε αυτός, “αλλά τη θέλω μεγάλη. Εσύ πόσο την έχεις;”
“Πολύ μεγάλη”, αποκρίθηκε το καβλί με ιστορία παίρνοντας μια βαθιά ανάσα: “Εχω δείρει, ξυλοκοπήσει, προπηλακίσει, έχω βασανίσει, ξυλοφορτώσει, καταχεριάσει, έχω γρονθοκοπήσει, κλωτήσει, λιανίσει, εχω μισερωσει, διαλύσει, διαμελίσει, έχω ρουφιανέψει, καταδώσει, ψευδομαρτυρήσει, έχω διαβάλλει, συκοφαντήσει, επίσης έχω ξυλομαυρίσει, ξυλοτοπιάσει, ξυλομπαλονιάσει, έχω βρεχοξυλιάσει, σπασοξυλιάσει βιδοποιήσει, κομματιάσει, αλατοποιήσει, μπερταχιδώσει, γαμοδείρει...”
“Λες ψέματα”, τόλμησε να κόψει το καβλί και να διακόψει την ιστορία του ο Ντετέκτιβ Μπαϊραν, βέβαιος πως τελικά την είχε μεγάλη την ιστορία και τη φαντασία, και θα τράβαγε σε μάκρος, αν όχι και σε πάχος.
“Δεν λέω ψέματα χρυσό μου, είμαι ψέματα, η υπόσχεση που έδωσε ένας σαχλαμάρας στους φίλους του ότι μια μέρα θα γράψει ανερυθρίαστα για το καβλί με ιστορία, για το κοκτέιλ (εκρηκτικό, μολότοφ ή απλά πολύχρωμο)”.
“Δηλαδή, σαν να λέμε, δεν υπάρχεις;” ψέλλισε ο Ντετέκτιβ Μπαϊράν συνειδητοποιώντας άξαφνα ότι δίπλα του δεν καθόταν κανείς.
Αποτέλειωσε το κοκτέιλ του, άφησε ένα χαρτονόμισμα στο μπαρ. Βγήκε έξω, σχημάτισε έναν αριθμό στο κινητό του τηλέφωνο: “Η υπόθεση έκλεισε με επιτυχία. Τελικά μεταξύ αυτών που γράφουν και αυτών που δεν γράφουν είναι προτιμότερο να διαβάζει κανείς αυτούς που δεν γράφουν”.
Λίγο παρακάτω κάποιος του έβαλε μια μπατανόβουρτσα στο χέρι: “Βούτα την σε αγνό παρθένο ελαιόλαδο και επάλειψε την πιπεριά”.
υγ. Για τους Σαββατοκυριακάτικους, δυο-τρεις φορές το χρόνο, φίλους.