10 Ιουν 2015

Σίγουρα δεν ήταν πανκ

Η κυρία που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα, κάθε φορά που μ' έβλεπε, έφτυνε. Δεν ξέρω αν έφταιγα εγώ ή το γεγονός ότι κάπνιζε πολύ.
Κατοικούσε στο διπλανό διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας του εβδομήντα-κάτι, που τότε, στα παιδικά μου χρόνια, τη δεκαετία του '80 δηλαδή, δεν είχε προλάβει ακόμη να παλιώσει πάρα πολύ. Και μπορεί τότε ακόμη να μην υπήρχε στη ζωή μας ένα τόσο υπέροχο όσο και σουρεαλιστικό πράγμα όπως το TedX-Ανώγεια, αλλά ήξερα καλά από ανώγεια γενικότερα και όχι της Κρήτης. Διότι εκείνα τα διαμερίσματα, δίπλα-δίπλα, και ανάμεσά τους μια εξωτερική σκάλα, που ανέβαινε στην είσοδο της πολυκατοικίας, δεν ήταν άξια να αποκαλούνται του πρώτου ορόφου. Ήσαν ανώτερα από υπόγεια (προφανώς) αλλά και από ισόγεια, όχι ωστόσο αρκούντως υψηλά ώστε να λογίζονται διαμερίσματα του πρώτου ορόφου. Κατώτερα του πρώτου ορόφου κατά γενική ομολογία αλλά και σύμφωνα  με τους νόμους της κτηματαγοράς, ευφημιστικώς, μπορεί και λανθασμένως, αποκαλούμενα ανώγεια. Ταιριαστά με την κοινωνική τάξη. Σίγουρα όχι πλούσιος, ούτε και άνετος, απ' την άλλη όχι φτωχός, παρότι εργάτης. Μικροαστός σχεδόν αλλά οχι ακόμα. Δεν τις ήξερα αυτές τις λέξεις τότε. Και μετά που τις έμαθα, δεν τις κατάλαβα, να πω την αλήθεια. Ήξερα μόνο ότι το μπαλκόνι μας ήταν αρκετά χαμηλό ώστε να μπορώ να σκαρφαλώνω εν ανάγκη από κει ή καμιά φορά να βάζω μια αυτοσχέδια μπασκέτα για να παίζω μπάσκετ. Κάρφωνα κιόλας. Αμέ.
Η κυρία, λοιπόν, που έμενε στο διπλανό ανώγειο από μας και έφτυνε κάθε φορά που μ' έβλεπε είτε γιατί με σιχαινόταν είτε γιατί κάπνιζε πολύ, έμενε με την οικογένειά της σε ένα διαμέρισμα που ήταν μισό από το ούτως ή άλλως μικρό δικό μας. Κι αν καμιά φορά απορούσα πώς χωρούσαμε τέσσερις άνθρωποι σε 50κάτι τετραγωνικά, σκέψου απορία που την είχα για τους διπλανούς. Ισως γι' αυτό έφτυνε χάμω όποτε περνούσα από μπροστά της.
Τέλος πάντων γιατί στα λέω όλα αυτά; Να, σήμερα βρέθηκα, χωρίς να καταλάβω πώς, στο λογαριασμό τουίτερ της μεγαλύτερης ελληνίδας τηλεπαρουσιάστριας τη δεκαετία του '90. Και θυμήθηκα που ένα απόγευμα, αρχές – μέσα των 90s, καθόμουν στο μπαλκόνι ακούγοντας Σουέντ ή Στερεο Νόβα ή και κάτι άλλο, δεν έχει σημασία, και ξαφνικά σταμάτησε ένα βανάκι τηλεοπτικού συνεργείου και από πίσω ένα άλλο αυτοκίνητο, δεν θυμάμαι τη μάρκα, ποτέ δεν ξεχώριζα τις μάρκες, μόνο τα ζάσταβα, και βγήκε αυτή φορώντας ένα πολύ αυστηρό συνολάκι, τύπου επαγγελματικό κουστούμι, κι όλοι μαζί, αυτή και το συνεργείο, ανέβηκαν τη σκάλα, μπήκαν στην είσοδο, χτύπησαν την πόρτα της διπλανής, μπήκαν μέσα, έκατσαν καμιά ώρα και φύγανε. Δεν είδα ποτέ την εκπομπή στην τηλεόραση, δεν ξέρω τι έδειξε για τη διπλανή. Σίγουρα πάντως δεν την έδειξε να φτύνει κάθε φορά που περνούσα από μπροστά της, είχε γιατί ήμουν σίχαμα είτε γιατί κάπνιζε πολύ. Έκτοτε, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου για επαγγελματική, καλλιτεχνική, προσωπική και κάθε άλλου είδους επιτυχία, κανείς άλλος διάσημος ή σημαντικός δεν ανέβηκε τις σκάλες της πολυκατοικίας. 


9 Ιουν 2015

Μπινελίκια στο συγγραφέα

Στην Κοραή φυσάει. Ο τύπος παραδίπλα μου στρίβει τσιγάρο. Ο αέρας παίρνει τον καπνό από τα χαρτάκια πριν στριφτει το τσιγάρο και μού τον φέρνει στη μάπα, ενοχλημένος κλείνω τα μάτια και δεν προλαβαίνω να πάρω μάτι των κοριτσιών τις φουστίτσες που τις σηκώνει ο αέρας. Ενας γερομεσήλικας με Τα Νέα κάτω απο τη μασχάλη πιάνει κουβέντα με το κτίριο της τράπεζας στη γωνία, πάλι κλειστοί αυτοί οι εβραίοι, λέει - το κτίριο, περιέργως, εμμένει στην αρχική και προκλητική σιωπή του. Μια βαριεστημένη γκαρσόνα, ίσως η πιο βαριεστημένη γκαρσόνα στον κόσμο αυτή τη στιγμή, τετάρτη μάλλον, δεν ξέρω πόσο ούτε και ποιου μήνα, κλωτσάει βαριεστημένα και με απαράμιλλο στιλ μακριά από τα τραπεζάκια τα ψιχουλα που βαριεστημένα κάποιος τάισε στα περιστέρια. Το βλέμμα παρακολουθεί τα μακριά της πόδια να κλωτσούνε τα ψίχουλα, τα δε περιστέρια, χωρίς να τα κλωτσά κανείς και αδιάφορα για τα καλλίγραμμα πόδια, ακολουθούν τα ψίχουλα. Ενας φίλος μπαίνει σε ενα μπαρ και βλέπει τον Σελίν, που 'χει πεθάνει χρόνια τώρα. Κάθεται δίπλα του, παραγγέλνει ποτό και τον βρίζει. Φασίστα, μισάνθρωπε, βρωμερό σιχαμένο σκουλήκι. Ο Σελίν δεν απαντάει. Οι νεκροί δεν μιλάνε. Ο φίλος και ο Σελίν πίνουν σιωπηλοί. Εξω ακόμα φυσάει. Ξυπνώ σφηνωμένος στο πολύ στενό κάθισμα του αεροπλάνου, έχοντας μόλις ονειρευτεί τους φίλους μου. Το αεροσκάφος αδειάζει. Το σωστικό συνεργείο έρχεται με λοστούς, ιμάντες, τρυπάνια και σαπούνι υγρό να ξεσφηνώσει από το κάθισμα τον χοντρό. Μια αεροσυνοδός γελάει. Η ζωή (της) είν' ωραία κι ο κόσμος (της) όμορφος, σιγά μην κάτσει να σκάσει. 

(Το κομμάτι, ευγενική προσφορά του άγνωστου Χ.)

3 Ιουν 2015

Στιούπιντ αλέρτ, εξαφάνιση ηλιθίου

Κάτι τρομερό, αδιανόητο, ειχε συμβεί, ο ΠάνωςΚ είχε εξαφανιστεί, εγκαταλείποντας άνανδρα την πάλη με το υπερεγώ του, κι ο ντετέκτιβ ερευνητής Παναγιώτης Συγκαμμένος, χρόνια τωρα της ζωής του παρατηρητής, έμμισθο όργανο του υπερεγώ, προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τα σκόρπια στοιχεία, έμμετρα sms-προϊόντα υποκλοπής, ΣΤΟ ΒYΘΟ ΤΗΣ ΛIΜΝΗΣ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΕΨΑΧΝΑ ΝΑ ΒΡΩ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ ΜΑ ΑΝΑΚΑΛYΨΑ ΠΩΣ ΕΧΩ ΤΕΡΗΔΟΝΑ, φήμες, ανώνυμες καταγγελίες και ύποπτες αναφορές λέγαν πως ο συμπαθής εξαφανισθείς ειχε τολμήσει να αφεθεί σε αγκαλιές και χέρια φίλων, κι είχε μάλιστα γελάσει, ίσως δε και -άκουσον άκουσον!- συγκινηθεί, κάπως κρυφά ωστόσο, και ειχε νύχτα τις βίλες πλουσίων στην εκάλη λεκτικά βανδαλίσει, σαρκοβόρα βατράχια στις πισίνες ειχε ρίξει, ειχε μάλιστα και αμετανόητα μεθυσμένους συνεργούς, που νωρίτερα μαζί ειχαν βουτήξει στο ηλιοβασίλεμα με κρασί και τεκίλα, οι φήμες λέγαν ωστόσο πως ο πάνωςκ μια μέρα θα γυρίσει και τότε -μονολόγησε ο ντετέκτιβ Συγκαμμένος- θα σου δείξω αρχιδάκι εγώ τι έχεις να πάθεις που τόλμησες να φύγεις, να εξαφανιστείς, να πας κάπου αλλου και να χαρείς.