Στον ουρανό απέναντι ακουγόταν κάποιος να κλαδεύει τις τριανταφυλλιές του, αγκάθια πέφτανε χαλάζι σχηματίζοντας ακάνθινα στεφάνια στον αέρα, προτού προσγειωθούν σκάβοντας πληγές στο δέρμα του πλανήτη, που κάποτε ήταν έφηβος με ακμή και τώρα γέρος σε παρακμή, εγώ σκεφτόμουν πόσα δάχτυλα να 'χει άραγε αυτός ο γίγαντας που κόβει τα νύχια του μασουλώντας αδιάφορα κομμάτια από γειτονικά σύννεφα που είχαν γεύση σαντιγί, ή μήπως σαν τη γη, φτύνοντας κουκούτσια ανθρώπους που καθισμένοι στο συννεφάκι τους πετούσαν, ώσπου, έκπληκτοι και αφελείς, πέφτανε απ' αυτό περνώντας μέσα απ' τα ακάνθινα στεφάνια σαν εκπαιδευμένα ζώα του τσίρκου, και ποιος είσαι που θα τους κρίνεις ρε; κοιτάξου στον καθρέφτη! υπάκουος το έκανα, σαν εκπαιδευμένο ζώο του τσίρκου, σαν κακιά βασίλισσα και μάγισσα παραμυθιού, που προσλαμβάνει πληρωμένους δολοφόνους να ξεκάνουν τη Χιονάτη, τη Σταχτοπούτα, την Κοκκινοσκουφίτσα, τα Επτά Κατσικάκια (το Πάσχα), τους Επτά Νάνους κι όλους τους κακούς λύκους, αφήνοντας να ζήσουν μόνο τα τρία γουρουνάκια με στολή αστυνομικού, και είδα τον επίμονο γίγαντα κηπουρό με τον νυχοκόπτη κλαδευτήρι και ψίχουλα νεφών στα μούσια να ρεύεται, να πέρδεται, να ξύνει τα αρχίδια του και να αλλάζει στάση του σώματος (η δε γλώσσα του παρέμεινε ίδια, όπως και το ύφος του, επιτηδευμένα αινιγματικά και ανεξιχνίαστα) και τακτοποίησα καλύτερα τον πλανήτη στους ώμους μου, ουφ, δύσκολη και κουραστική κι η σημερινή μέρα, κάτσε να ξεφορτωθώ κανα-δυο νοματαίους ακόμα.
Κι η συννεφόπτωση συνεχίστηκε, κι η βρόχα έπεφτε ράητθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου