29 Δεκ 2020
εύ ή άλτης;
10 Δεκ 2020
ονειροκρίτης
3 Σεπ 2020
όταν έκλαψαν πολλοί
1 Σεπ 2020
Μια πολύ λογική σκέψη
Πώς η ζωγραφική με έσωσε πολιτικά, μια φορά που μεθυσμένος τρέκλιζα πολύ προς τα δεξιά, κόντεψα να γκρεμισω κάτι πίνακες στο χωλ, αντιθέτως διαπίστωσα ένα κενό όταν έκλινα προς τα αριστερά που το θεώρησα ιδεολογικό και έσπευσα να το καλύψω εγώ, διότι τι είναι το ντανσινγκ κουιν πέρα από ένας γραμμένος από γυναικεία σκοπιά πρόλογος του σατερντεη ναητ φιβερ, Παρασκευή βράδυ και τα φώτα χαμηλά, λέει, τουτέστιν τα φώτα της πίστας είναι σβηστά, μέχρι το Σαββατο, όταν οι προβολείς θα πέσουν απάνω σου και θα σου ανεβάσουν τη θερμοκρασία του σώματος, αλλά δεν πειράζει, δεν είχαν κορονοιο τότε, μόνο Τραβολτα, και μπορεί να μη χορεύουμε σαν αυτόν αλλά τουλάχιστον πίνουμε σαν τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, που όπως κι αν έχει δείχνει πως είμεθα ως άνθρωποι ημιτ(ρ)ελείς καταδικασμένοι για εγκλήματα κατά του εαυτού μας σε ισόβια ακρόαση τραγουδιών και ανάγνωση βιβλίων, που το μόνο που κάνουν είναι να μας κρατάνε φυλακισμένους μακριά από τη ζωή, που τελικά δεν είναι σαν ταινία ούτε σαν λογοτεχνία, αλλά σαν να βλέπεις στον ύπνο σου ότι τρως ψάρια και όταν ξυπνάς συμβουλεύεσαι ονειροκρίτες και μπερδεύεσαι γιατί άμα τα βλέπεις λέει τηγανισμένα, θα βιώσεις απογοήτευση, αλλά άμα τα τρως σε περιμένει κάποιο σπουδαίο επίτευγμα, πράγμα που σημαίνει πως η απογοήτευση τελικά είναι ένα επίτευγμα, και πως από επιτεύγματα η ζωή σου ήταν γεμάτη.
23 Αυγ 2020
Το καλοκαίρι παίζουμε επαναλήψεις
Τα καλοκαίρια κάθεται και βλέπει τηλεόραση μαζί με τους απέναντι, δηλαδή αυτός κάθεται στο μπαλκόνι του και βλέπει από το παράθυρο των απέναντι ό,τι βλέπουν κι αυτοί, χωρίς ήχο, πέρα από τις σειρήνες των περιπολικών και των ασθενοφόρων και τα ρεψίματα των μπάτσων που αράζουν στον από κάτω φούρνο τρώγοντας τυρόπιτα και πίνοντας μίλκο, και καμιά τσατίζεται γιατί πάνω στο καλύτερο οι απέναντι νυστάζουν, γέροι είναι και πάνε για ύπνο νωρίς και κλείνουν την τηλεόραση και αυτός μένει με την αγωνία για το τι έγινε στο τέλος της ταινίας, συγκρατεί την παρόρμησή του να πάει να τους χτυπήσει την πόρτα και είτε να τους παρακαλέσει να αφήνουν ανοιχτή την τηλεόραση και το παράθυρο όλη νύχτα είτε να τους δολοφονήσει και μπαίνει μέσα στο σπίτι και πίνει, πίνει, πίνει, μέχρι να μεθύσει και να αρχίσει να γράφει πράγματα τα οποία την επόμενη μέρα τα απορρίπτει νηφάλιος, κάποιες φορές μάλιστα μέσα στο μεθύσι του γράφει όπου να ‘ναι, σε ληγμένους λογαριασμούς, σε περιτυλίγματα σοκολάτας, σε χαρτί υγείας, σε χαρτάκια από τσιγάρα που καταλήγει να στρίβει και να καπνίζει, σε παλιά βρωμερά παπούτσια, ενίοτε δε και στα αρχίδια του, ειδικά αυτό το τελευταίο είναι ζόρικο, καθότι δύσκολο ανατομικά τόσο να γράψεις κάτι στα αρχίδια σου όσο και να το διαβάσεις την επόμενη μέρα, γενικώς γράφει όπου να ‘ναι και την επόμενη μέρα ξεχνά πού έχει γράψει τι, είναι ήδη, παρότι εν ζωή, ο σπουδαιότερος παραδομένος στη λήθη συγγραφέας όλων των εποχών, χωρίς καμία ελπίδα μια μέρα να επανέρθει στο προσκήνιο, καθότι τα γραπτά του δεν είναι γραφτό τους να μείνουν, και τέλος πάντων θυμάται ξέφτια από τις ιστορίες του, όπως εκείνη με τον καλύτερο επαγγελματία ουρανοξύστη όλων των εποχών που έξυνε τον ουρανό κάθε φορά που ο τελευταίος είχε φαγούρα και μια μέρα που ο θεός βαριότανε αποφάσισε να πάρει κοντά του τον επαγγελματία ουρανοξύστη για να του ξύνει τα αρχίδια στον αιώνα των αιώνων αμήν, κι εκεί συνάντησε ο ουραναξύστης τον επαγγελματία δενδροθάφτη, έναν τύπο που τριγυρνούσε στις πόλεις και μάζευε τα δενδράκια που δεν είχαν ριζώσει πουθενά κι είχαν φτωχή σκιά κι ήταν άχρηστα γενικώς για τους ανθρώπους και τους έσκαβε το λάκκο και τα έθαβε, κι αγαπούσε τόσο τη δουλειά του και γοητεύτηκε τόσο από αυτά τα άχρηστα πράγματα και γενικότερα από την έννοια του αχρήστου που μια μέρα σκάβοντας έναν λάκκο και νιώθοντας ιδιαίτερα άχρηστος και ο ίδιος ξάπλωσε δίπλα σε ένα δεντράκι και στην κηδεία του δεν πήγε κανείς καθότι, σαν τα δένδρα που έθαβε, ο επαγγελματίας δενδροθάφτης δεν είχε καταφέρει να απλώσει τη σκιά του σε κάποιον άνθρωπο, ζώο ή πράγμα, και μιλώντας για ζώα και ουρανοξύστες και τα λοιπά, θυμήθηκε εκείνα τα ψάρια που μαζεύονται γύρω από το βράχο και φωνάζουν στον επίδοξο βουτηχτή πέσε-πέσε-πέσε-πέσεπέσε, όπως ακριβώς μια μέρα κάναν κάτι ανθρώποι σε έναν επίδοξο βουτηχτή που είχε σταθεί στην κορυφή του ουρανοξύστη και του φωνάζαν πέσε πέσε πέσε πέσεπέσε και αυτό από μόνο του αρκεί για να κατανοήσουμε πόσο πιο εξελιγμένα είναι τα ψάρια που καλούν τον επίδοξο βουτηχτή στην απόλαυση του υγρού στοιχείου σε αντίθεση με τους ανθρώπους που όχι μόνο καλούν αλλά ενίοτε προκαλούν τον αφανισμό των άλλων ανθρώπων, και για το τέλος μια ιστορία θαλασσινή, είναι ένας τύπος, ας τον πούμε Εμμονικο που έχει ζαλίσει τα αρχιδια του καλύτερου φίλου του με την εμμονή του, κι ο άλλος ο καλύτερος φίλος, που είναι και λίγο Ποιητής, γράφει ένα ωραιότατο ποίημα για την εμμονή, σε λίγους στίχους τα συνοψίζει όλα και το ποίημα εκδίδεται και παίρνει βραβεία και ο ποιητής γίνεται διάσημος και στη συνέχεια ο Οπαπ βλέπει στο ποίημα και συγκεκριμένα στο στίχο "από τους εφιάλτες καλύτερα τα άπιαστα όνειρα" υλικό για διαφημιστική καμπάνια και θέτει στον ποιητή το εξής δίλημμα: καλύτερα βραβευμένος ποιητής ή καλοπληρωμένος διαφημιστής; αυτός γίνεται και τα δύο, ο δε εμμονικός αρχιδοζαλιστης, εντωμεταξύ, καμία αλλαγή, παραμένει εμμονικός και αρχιδοζαλιστής, του λένε σήκω επιτέλους και απαντάει σκαφη, τι είναι αυτά που λες; του λένε, κι απαντα καιρός να πούμε τα σύκα σύκα και τα σκάφη σκάφη (με τα οποία θα κάνουμε τον γύρο του κόσμου).
Αλλά όλο κι όλο είχε μια βαρκούλα κι αυτήν σε φωτογραφία.
2 Μαΐ 2020
αράχναι
8 Μαρ 2020
Ο επισκέπτης
** το κείμενο μέσα στους αστερίσκους από παλιό (και πολυαγαπημένο μου) ποίημα του επισκέπτη
ντισκλέιμερ: το παρόν δεν αποτελεί κριτική του πρόσφατου έργου του επισκέπτη, απλώς είχα φάει βαριά εκείνο το βράδυ