20 Ιαν 2014

Δηθενιά εβδομάδος

Αργούσε να έρθει το λεωφορείο. Μόνος ξεροστάλιαζα στη στάση. Ψιλόβρεχε. Τα αυτοκίνητα γκάζωναν μανιασμένα στη λεωφόρο. Πεζή ψυχή ζώσα τριγύρω. Μόνον ένας τυπάς, καραφλοκοτσίδας, χοντρός σαμουράι, στο σταυροδρόμι, στα φανάρια, να ζητά λεφτά-τσιγάρο-φωτιά από τους οδηγούς. Οταν δεν ζητάει αυτά, κάτι φωνάζει, νομίζω στα γερμανικά. Τα λόγια του (βρισιές;) τα παίρνει ο αέρας, γίονται ένα με το βουητό από το πηγαινέλα των αυτοκινήτων.
Δεν την πάλευα καθόλου. Κι αργούσε το γαμημένο το 78. Με γλίτωσε το χτύπημα του τηλεφώνου.
Με τον φίλο μιλήσαμε ώρα πολλή. Για γάμους, τον δικό του, τον δικό μου, και λογοτεχνία. Περισσότερο για τη δεύτερη δηλαδή. Και πιάσαμε τ' αριστουργήματα.
Πότε θα γράψεις το δικό σου ρε μαν; ρώτησα.
Ποτέ, απάντησε. Βαριέμαι. Είμαι τεμπέλης. Γιατί να κάνω τον κόπο να κάτσω να γράψω κάτι καλό όταν υπάρχουν άλλοι που το κάνουνε για μένα; Δεν θέλω να γράψω ένα αριστούργημα, να το διαβάσω θέλω. Κι ο δημιουργός οποιουδήποτε αριστουργήματος είναι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Γιατί, ύστερα από τόσο μόχθο, μάλλον σιχαίνεται αυτό που έχει γράψει. Ή, τέλος πάντων, δεν κάθεται να τ' απολαύσει. Νομίζεις, ας πούμε, ότι ο Τομ Γιορκ κάθεται και ακούει το Ok Computer έτσι όπως καθόμασταν και τ' ακούγαμε εμείς;
Εβρεχε πια για τα καλά και το υπόστεγο της στάσης του λεωφορείου είχε γεμίσει κόσμο που σχολούσε από τη δουλειά του.
Μες στη βροχή μόνον δυο τρελοί: εγώ κι ο τύπος που φώναζε γερμανικές βρισιές στο πουθενά, που τις έπαιρνε ο αέρας και τις έστελνε κάπου μακριά. Μέχρι που μούλιασε για τα καλά κι ήρθε και στριμώχτηκε κι αυτός. Τεράστιος, με τις χερούκλες του έκανε χώρο, κι έκατσε στο παγκάκι της στάσης.
Μες στη βροχή είχα μείνει να αναρωτιέμαι ποιος θα γράψει τ' αριστουργήματα της δικής μας γενιάς, που βαριέται να μοχθεί και προτιμά ν' απολαύσει.
Εκτός κι αν στ' αριστουργήματα μπροστά γινόμαστε αλεπούδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: