Μιαν ωραία εποχή ήταν ένας συγκάτοικος που του προκάλεσα οίδημα στους όρχεις με το «xero» των Bokomolech. Χρόνια μετά, στην τηλεόραση, έδινε συνέντευξη, αλλά προς μεγάλη μου απογοήτευση δεν αναφέρθηκε ούτε σε μένα ούτε στους Bokomolech, στράφι πήγε η πλύση εγκεφάλου.
Κάτι τύπους, μυστήριους, δύο στον αριθμό αλλά πορεύονται ο καθένας ξεχωριστά, με τους οποίους στάνταρ έχω παίξει κανά δυο παρτίδες σκάκι σε μια όχι και τόσο τρελή εφηβεία, τους βλέπω ξαφνικά παντού στους καθημερινούς μου περιπάτους. Περπατάνε, περπατάω, περπατάνε, περπατάω, περπατάνε, περπατάω, αξούριστοι, κατσούφηδες κι αμπντάληδες διασχίζουμε την πόλη με τα πόδια. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι κάνουν στη ζωή τους; Γιατί περπατάνε; Τι έχουν μέσα στο τσαντάκι τους; Ντελίβερι κάνουν, να μου το θυμηθείς. Ντελίβερι ναρκωτικών.
Αγόρασε την μπίρα ο ρασοφόρος απ’ το περίπτερο, κουτάκι μεγάλο, φιξ, άνευ σαντουίτς, κι άραξε σε παρακείμενο κεντρικό καφέ της πόλης, στην αναπαυτικότερη πολυθρόνα, ήπιε την μπίρα γουλιά γουλιά με απόλαυση, έβγαλε απ’ την τσάντα του μια μπανάνα, την ξεφλούδισε, την έφαγε, έβγαλε απ’ την τσάντα ακόμη μια μπανάνα, την ξεφλούδισε, την έφαγε, κι έφυγε ακολουθώντας πάντα το δρόμο του Θεού, αλλά φροντίζοντας να ‘χει καθαρή αναπνοή, μην του ξεφύγει κάνα αλκοολικό κυριελέησον στο μοναστήρι. Μην είσαι άπιστος, τον έβγαλε φωτό ο Θωμάς.
Ενα μαυράκι, όχι πάνω από δέκα χρονώ, στα στενά γύρω απ’ τους Αγίους Αποστόλους, έπινε τις προάλλες μπίρα από το μπουκάλι, «μα είναι δυνατόν να πίνει σε αυτήν την ηλικία;» σκέφτηκα, «μα μήπως αυτή μου η σκέψη είναι υπερβολικά συντηρητική;» ξανασκέφτηκα, δύο σκέψεις απανωτές η μία πίσω απ’ την άλλη, ένιωσα ευθύς μια κούραση, σήμερα που το ξανάδα το μαυράκι ήταν άνευ μπίρας αλλά με καλάσνικοφ στο χέρι σκότωνε αόρατους εχθρούς, πιο φυσιολογικό, καθότι το καλάσνικοφ ήτανε από χαρτόνι (μπατσοι γουρούνια δολοφόνοι).
Ακολουθεί παρέκβαση.
Οδός Μαβίλη, στην αρχή της, εκεί που βγαίνει στην αρχή της Λαγκαδά, πίσω απεκεί που κάποτε ήταν ο τσοντοσινεμάς, το Ιλιόν, που μετά έγινε Μακντόναλντζ, που ούτε αυτά υπάρχουν τώρα, ξεχαρβαλωμένη πινακίδα "Χορευτικό κέντρο η Τρικυμία". Το μόνο που άφησε όρθιο η τρικυμία είναι η πόρτα...
Στο Βαρδάρι, πλέον όλα τα μαγαζιά είναι ποτάδικα, προσφέρουν μπουγάτσα με μπίρα, γύρο πίτα με Τζώνυ (μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι), (μπλ)ουζάκια των ΟΥΚ, φρεντορετσίνο μαλαματίνο, βλέπω πολλές φάτσες παραμορφωμένες, δεν ξέρω αν τις βλέπω μόνο εγώ, μια μεσήλικη που φοράει συνολάκια ροζ μπεμπέ, την οποία αποφεύγω να κοιτάξω στα ίσια, μόνο πλαγίως, δεν είναι η ασχήμια της, είναι η απόγνωση στο βάθος των ματιών της, μόνο το βράδυ αλλάζει λίγο το Βαρδάρι, βγαίνει και μια ομάς κατοίκων, σε φάση περιπολία γειτονιάς, και με σφυρίχτρες και σκύλους διώχνει τα ανήλικα που κάνουν πιάτσα στη Γιαννιτσών, δύσκολη κατάσταση, είχανε πέσει και κάτι πιστολίδια παλιότερα, ξεκαθάρισμα λογαριασμών της μαφίας, ο ένας νταβάς έφαγε τον άλλον, κάτι τέτοιο.
Μια Δευτέρα ήταν ένα κείμενο που δεν το έσωσε την Παρασκευή κανείς και πώς να τ’ ανακτήσεις;
Κάτι τύπους, μυστήριους, δύο στον αριθμό αλλά πορεύονται ο καθένας ξεχωριστά, με τους οποίους στάνταρ έχω παίξει κανά δυο παρτίδες σκάκι σε μια όχι και τόσο τρελή εφηβεία, τους βλέπω ξαφνικά παντού στους καθημερινούς μου περιπάτους. Περπατάνε, περπατάω, περπατάνε, περπατάω, περπατάνε, περπατάω, αξούριστοι, κατσούφηδες κι αμπντάληδες διασχίζουμε την πόλη με τα πόδια. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι κάνουν στη ζωή τους; Γιατί περπατάνε; Τι έχουν μέσα στο τσαντάκι τους; Ντελίβερι κάνουν, να μου το θυμηθείς. Ντελίβερι ναρκωτικών.
Αγόρασε την μπίρα ο ρασοφόρος απ’ το περίπτερο, κουτάκι μεγάλο, φιξ, άνευ σαντουίτς, κι άραξε σε παρακείμενο κεντρικό καφέ της πόλης, στην αναπαυτικότερη πολυθρόνα, ήπιε την μπίρα γουλιά γουλιά με απόλαυση, έβγαλε απ’ την τσάντα του μια μπανάνα, την ξεφλούδισε, την έφαγε, έβγαλε απ’ την τσάντα ακόμη μια μπανάνα, την ξεφλούδισε, την έφαγε, κι έφυγε ακολουθώντας πάντα το δρόμο του Θεού, αλλά φροντίζοντας να ‘χει καθαρή αναπνοή, μην του ξεφύγει κάνα αλκοολικό κυριελέησον στο μοναστήρι. Μην είσαι άπιστος, τον έβγαλε φωτό ο Θωμάς.
Ενα μαυράκι, όχι πάνω από δέκα χρονώ, στα στενά γύρω απ’ τους Αγίους Αποστόλους, έπινε τις προάλλες μπίρα από το μπουκάλι, «μα είναι δυνατόν να πίνει σε αυτήν την ηλικία;» σκέφτηκα, «μα μήπως αυτή μου η σκέψη είναι υπερβολικά συντηρητική;» ξανασκέφτηκα, δύο σκέψεις απανωτές η μία πίσω απ’ την άλλη, ένιωσα ευθύς μια κούραση, σήμερα που το ξανάδα το μαυράκι ήταν άνευ μπίρας αλλά με καλάσνικοφ στο χέρι σκότωνε αόρατους εχθρούς, πιο φυσιολογικό, καθότι το καλάσνικοφ ήτανε από χαρτόνι (μπατσοι γουρούνια δολοφόνοι).
Ακολουθεί παρέκβαση.
Οδός Μαβίλη, στην αρχή της, εκεί που βγαίνει στην αρχή της Λαγκαδά, πίσω απεκεί που κάποτε ήταν ο τσοντοσινεμάς, το Ιλιόν, που μετά έγινε Μακντόναλντζ, που ούτε αυτά υπάρχουν τώρα, ξεχαρβαλωμένη πινακίδα "Χορευτικό κέντρο η Τρικυμία". Το μόνο που άφησε όρθιο η τρικυμία είναι η πόρτα...
Στο Βαρδάρι, πλέον όλα τα μαγαζιά είναι ποτάδικα, προσφέρουν μπουγάτσα με μπίρα, γύρο πίτα με Τζώνυ (μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι), (μπλ)ουζάκια των ΟΥΚ, φρεντορετσίνο μαλαματίνο, βλέπω πολλές φάτσες παραμορφωμένες, δεν ξέρω αν τις βλέπω μόνο εγώ, μια μεσήλικη που φοράει συνολάκια ροζ μπεμπέ, την οποία αποφεύγω να κοιτάξω στα ίσια, μόνο πλαγίως, δεν είναι η ασχήμια της, είναι η απόγνωση στο βάθος των ματιών της, μόνο το βράδυ αλλάζει λίγο το Βαρδάρι, βγαίνει και μια ομάς κατοίκων, σε φάση περιπολία γειτονιάς, και με σφυρίχτρες και σκύλους διώχνει τα ανήλικα που κάνουν πιάτσα στη Γιαννιτσών, δύσκολη κατάσταση, είχανε πέσει και κάτι πιστολίδια παλιότερα, ξεκαθάρισμα λογαριασμών της μαφίας, ο ένας νταβάς έφαγε τον άλλον, κάτι τέτοιο.
Μια Δευτέρα ήταν ένα κείμενο που δεν το έσωσε την Παρασκευή κανείς και πώς να τ’ ανακτήσεις;
2 σχόλια:
τέλειος flaneur και ξηροκαρποφάγος στην καλοκαιρινή πόλη! έξοχο!
Ευχαριστώ πολύ για το χρόνο να μοιραστείτε τη θέση σας? Αυτό ανάρτηση έχει προκαλέσει την πιο απάντηση.
Σας ευχαριστούμε για την κοινή χρήση με us.there πολλά άτομα ψάχνουν γι 'αυτό τώρα θα βρουν αρκετούς πόρους από post.I σας θα ήθελαν να ενταχθούν στο blog σου έτσι κι αλλιώς γι' αυτό παρακαλώ συνεχίσετε την κοινή χρήση μαζί μας
Δημοσίευση σχολίου