Νωρίτερα σήμερα σκεφτόμουν πως όλος ο κόσμος βρίσκεται μες στο στομάχι μου και περιμένει να τον χωνέψω, μετά, σαν ξάπλωσα, είδα ένα πλάνο σε κλιμακοστάσιο παλιάς λαϊκής πολυκατοικίας, που μυρίζει κρεμμύδι κουνουπίδι λάχανο βραστό, το πάνω μισό τα σκαλοπάτια, το κάτω μισό νεκροτομείο, με ξύπνησε στα αυτιά μου ένα σφύριγμα, ένας βόμβος, μας συγχωρείτε διακοπή, μούδιασαν οι γάμπες μου, ένιωσα πως πέφτω στο πλάνο προς τα κάτω, δεν έπρεπε να ανεβώ με τα πόδια ως τον έκτο φορτωμένος σακούλες του σουπερμάρκετ (ούτε να τις γεμίσω με τόσα πράγματα παχυντικά, επιβαρυντικά για τον οργανισμό μου) μα ο μαλάκας του τετάρτου κρατούσε το ασανσέρ καπνίζοντας τσιγάρο και μού φύσηξε στη μούρη τον καπνό, λες και δεν ήξερε πως το (παθητικό) κάπνισμα σκοτώνει
26 Μαΐ 2014
Τώρα
Δεν πρόλαβα να απαθανατίσω τη στιγμή
Που ο ξερακιανός εξηνταπεντάρης με τα ρουφηγμένα μαγουλα
Κοντοστάθηκε μια στιγμή
Με την πλάτη γυρισμένη στον πλανόδιο μουσικό, το λαϊκό καραόκε της αριστοτέλους
Και τράβηξε μια βαθά ρουφηξιά απο το τσιγάρο του
Βλέπεις, ήμουν απασχολημένος
Στο ένα χέρι να κρατώ ένα βιβλίο ποίησης
Και στο άλλο μία μπίρα
Μεγάλο μέγεθος ένα ευρω απο το περιπτερο
Σκατά, πάλι βρέχει.
Θα μουσκέψουν
Οι σελιδες
Η οθόνη του κινητού
Και θα νερώσει η μπίρα
Πάω να προφυλαχτώ.
19 Μαΐ 2014
Pan and His Self-Igniting Giants
Θυμάμαι
ότι βιαζόμουν.
Από τότε που βιαζόμουν, εχουν
περάσει δέκα χρόνια.
Ψέματα. Εχουν περάσει τρεις ημέρες.
Είχα φάει κάτι γίγαντες. Μαυρομάτηδες. Μονόφθαλμους. Κύκλωπες δηλαδή, βασιλιάδες στη χώρα των τυφλών και των πομπώδων πομπών με φάτσα πωπών εν είδει μπλογκ.
Οι γίγαντες μ' εκδικούνταν αυτοαναφλεγόμενοι στην κοιλιακή μου καθόλου έρημη χώρα.
Ψέματα. Εχουν περάσει τρεις ημέρες.
Είχα φάει κάτι γίγαντες. Μαυρομάτηδες. Μονόφθαλμους. Κύκλωπες δηλαδή, βασιλιάδες στη χώρα των τυφλών και των πομπώδων πομπών με φάτσα πωπών εν είδει μπλογκ.
Οι γίγαντες μ' εκδικούνταν αυτοαναφλεγόμενοι στην κοιλιακή μου καθόλου έρημη χώρα.
Θυμάμαι
λίγο πριν μιλούσαμε για εταιρίες. Για
επιχειρείν. Να γίνω επώνυμος συνεταίρος.
Να γινόμουν ανώνυμος επενδυτής.
Ψέματα. Να γινόμουν αγιογδύτης.
Να γινόμουν ανώνυμος επενδυτής.
Ψέματα. Να γινόμουν αγιογδύτης.
Πάλαι ποτέ μπασίστας κρατούσα άτσαλα ρυθμό ομόρρυθμης
εταιρίας, περιορισμένης ευθύνης.
Ανέκαθεν ανεύθυνος ων.
Θυμάμαι
βιαζόμουν και μασουλούσα καραμέλες.
Αργότερα,
πίνοντας μπίρες, κερνούσα τον
κόσμο.
Καραμέλες. Οχι μπίρες.
Καραμέλες. Οχι μπίρες.
Πού
τις θυμήθηκες ρε; Πράσινες με γεύση
μεντα.
Νωρίτερα,
πριν καν τις αγοράσω, εγώ κι οι αυτοαναφλεγόμενοι
γίγαντές μου, είδαμε φαντάσματα.
Ωραίο όνομα για μπάντα: Πάνος κι οι Αυτοαναφλεγόμενοι Γίγαντές του.
Και στα εγγλέζικα: Pan and His Self-Igniting Giants.
Φαντάσματα.
Για την ακρίβεια ένα.
Και στα εγγλέζικα: Pan and His Self-Igniting Giants.
Φαντάσματα.
Για την ακρίβεια ένα.
Για
την ακρίβεια μόνον εγώ.
Θυμάμαι
φορούσα κάτι παπούτσια που γλιστρούσαν.
Μαζί τους γλιστρούσα κι εγώ.
Επεφτα,
έδιωχνα τη σκόνη του χρόνου από πάνω
μου και συνέχιζα. Μέχρι να ξαναπέσω.
Παπούτσια
καφέ. Σκέτα,
χωρίς ζάχαρη. Αχτύπητα.
Κλεμμένα.
Με
την άκρη του ματιού μου μόνον εγώ, κι
όχι οι μονόφθαλμοι μαυρομάτηδες γίγαντες
που εκρήγνυνταν, τον είδα.
Πρέπει
να ήταν αυτός.
Είχαν
περάσει δέκα χρόνια.
Είχαν περάσει τρεις ημέρες.
Είχαν περάσει τρεις ημέρες.
Καπέλο
μέχρι τα μάτια. Η ίδια κιθάρα; Τα ίδια
παιξίματα;
Δεν
στάθηκα να ακούσω.
Βιαζόμουν,
γλιστρούσα, έπεφτα, ξανάπεφτα, μα δεν
είχα χρόνο να σταθώ.
Είχα
ραντεβού.
Με
τη δική μου αποτυχία.
Πού
καιρός για των άλλων;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)