Μανώλης

Ήπιαν. Κάπνισαν. Σιωπηλοί. Ο ένας απέναντι από τον άλλον. Το είδωλο στον καθρέφτη κι ο Μανώλης όρθιος μπροστά στο νιπτήρα. Φτυστοί. Με βλέμμα χαμένο. Δεν τολμούσαν να κοιταχτούν στα μάτια. Ντρέπονταν o ένας για τον άλλον. Αλλά δεν είχαν παρά μόνον ο ένας τον άλλον. Κανέναν άλλον δεν άντεχαν, κανείς άλλος δεν τους άντεχε.



Τελευταία δεν βλέπονταν συχνά. Το είδωλο στον καθρέφτη ανησυχούσε για τον Μανώλη. Τον αγαπούσε περισσότερο απ' ό,τι ο Μανώλης το είδωλό του στον καθρέφτη. Είχε την εντύπωση πως ο Μανώλης το απέφευγε. Το πλήγωνε βαθύτατα αυτό. Μια φορά, πριν από μήνες, μεθυσμένοι κι οι δυο, ο Μανώλης σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει το είδωλό του στον καθρέφτη, σε βαρέθηκα καργιόλη, ουστ απ' εδώ. Το είδωλο στο καθρέφτη σπάζοντας δεν είχε άλλη λύση από το να αμυνθεί. Δώδεκα ράμματα έκανε στο χέρι ο Μανώλης. Εφτά χρόνια γρουσουζιά. Από τότε, κάθε φορά που το είδωλο στον καθρέφτη έβλεπε τον Μανώλη, τον έβρισκε σε ολοένα χειρότερη κατάσταση: αχτένιστο, τα μαλλιά λαδωμένα, γεμάτα πιτυρίδα, η ξηροδερμία σε έξαρση, αξύριστο, τα μάτια κόκκινα, μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, εξανθήματα γεμάτα πύον στο πρόσωπο.



Πώς είσαι έτσι, ρε Μανώλη; τον ρώταγε. Αυτος δεν απαντούσε. Τι σου συνέβη, ρε Μανώλη; Τίποτε ο Μανώλης, το βλέμμα θολό στο κενό. Το είδωλο στον καθρέφτη κάτι είχε ψυλλιαστεί. Κάτι συνέβαινε με το κορίτσι. Το κορίτσι, ανυποψίαστο, δεν ήξερε, δεν είχε ιδέα. Κι ο Μανώλης δεν το παραδεχόταν καλά-καλά ούτε στο είδωλό του στον καθρέφτη.



Σύνελθε Μανωλη, δεν είναι ζωή αυτή που κάνεις. Ο Μανώλης, σαν να βγήκε από το λήθαργο, προσπάθησε να κεντράρει με το βλέμμα, ρούφηξε τα μάγουλα κι έφτυσε το είδωλό του στον καθρέφτη. Εσβησε το φως, έκλεισε και την πόρτα, να μην ακούει τις διαμαρτυρίες του άλλου. Αύριο πάλι, στο ίδιο μέρος. Καληνύχτα.



Οι τοίχοι, γυμνοί, κάποτε λευκοί. Κανένα στολίδι. Κανένα διακοσμητικό. Μόνο λιωμένα έντομα και πιτσιλιές, καφετιές και κόκκινες. Καφές και... αίμα; Ωχρό, υποκίτρινο λευκό από τον καπνό των τσιγάρων. Ενας ιστός αράχνης. Ενα ετοιμόρροπο γραφείο. Yπολογιστής. Χαρτιά, πολλά χαρτιά. Σκόρπιες, κακογραμμένες σημειώσεις. Ονόματα, τηλέφωνα, πρόστυχα δύστυχα δίστιχα, προκηρύξεις αριστερών σχημάτων, λευτεριά στον αναρχικό σύντροφο τάδε. Άδεια αποσμητικά σπρέι. Τσαλακωμένα περιτυλίγματα από σοκολάτες. Αδειες κούπες από καφέ. Κάποιες είχαν βγάλει μούχλα. Ευτραφές λευκό διάγραμμα από ιδρώτα ενός κώλου στην καρέκλα. Ενα κουκουνάρι φερμένο από μια μακρινή, όμορφη πόλη, απομεινάρι από μέρες καλές, παλιές, περασμένες. Πόσα χρόνια ζει ένα κουκουνάρι μακριά από το δέντρο; Πόσα χρόνια ζει ένας άνθρωπος μόνο με συναισθηματικά απομεινάρια; Μια πολαρόιντ με δύο μεσήλικες, έναν άνδρα και μια γυναίκα, σε μια μικρή, σκοτεινή κουζίνα. Η γυναίκα έχει βγάλει τα γυαλιά της, διαβάζει εφημερίδα. Ο άνδρας αγουροξυπνημένος ή κουρασμένος, δύσκολο να καταλάβεις. Ενα ηχείο με διαφυγόντα μπάσα. Μια κασέτα που γράφει waltzing in the rain. Σκόνη και ιδρώτας, στρώματα λασπωμένης γλίτσας στο γραφείο. Σκόρπια κέρματα, ένα, δύο και πέντε σεντς. Ενα μπλοκάκι αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, χρόνια αχρησιμοποίητο, αλλού μαυρο, αλλού κίτρινο. Ενα πικάπ με μια βελόνα που δεν του σηκώνεται πια. Με το στροφόμετρο μπερδεμένο, αναποφάσιστο ανάμεσα στις 33 και τις 45 στροφές. Κι ο Μανώλης, μπερδεμένος, ανάμεσα στα 33 και στα 45 του χρόνια. Εμφανισιακά πιο κοντά στα πρώτα, συναισθηματικά στα δεύτερα.



- Για τον εαυτό σου γράφεις πάλι, Μανώλη;



Το είδωλό του το είχε σκάσει από τον καθρέφτη, είχε δραπετεύσει πάνω στην οθόνη.



- Φύγε, διάβολε. Σ' εβρισα, σε χτύπησα, σε έκανα κομμάτια, δεν με αρέσουνε τα λόγια σου, δεν σε γουστάρω, μη μου σπας άλλο τ' αρχίδια, τι δεν καταλαβαίνεις πια;



Ετρεμαν τα χείλια του και στη γωνιά τους είχε μαζευτεί το σάλιο.



- Γράψε για τους άλλους, Μανώλη. Οχι για σένα. Για την κοινωνία, για τον κόσμο, για όσους υποφέρουν. Τι σαχλαμπούχλες εσωστρεφείς είναι αυτές; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; η αρσενική Χρυσηίδα Δημ...



Κρακ! Ο καφές έκανε το δωμάτιο ακόμη πιο χάλια, ράγισε το γυαλί, έσπασε η κούπα. Αλλά τουλάχιστον το είδωλο του Μανώλη, πληγωμένο, επέστρεψε στον καθρέφτη του, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Α να χαθείς, μαλάκα, φταίω εγώ που σε νοιάζομαι.



Την επόμενη μέρα, ο Μανώλης αγόρασε καινούργια οθόνη και ζήτησε από τον απορημένο υπάλληλο ένα τείχος προστασίας για τον υπολογιστή του, όχι εσωτερικό αλλά εξωτερικό.



Δεν γινόταν να σπάει διαρκώς τον υπολογιστή ή την οθόνη του. Χρειαζόταν να έχει κάπου να γράφει. Για τον εαυτό του. Οχι για τους άλλους. Δίκιο είχε ο καργιόλης, το είδωλο.



'Εγραψε: "Αργά το πρωί και πριν από το μεσημέρι, κατά πάσα πιθανότητα, μπορεί ωστόσο και λίγο πριν ή λίγο μετά, δεν ενθυμούμαι και πάρα πολύ καλά, βγήκα και εξήλθα από το σπίτι και την οικία μου. Ο καιρός ήταν ζεστός, έτσι δεν είναι; και η θερμοκρασία ανεβασμένη, τολμώ να υποθέσω. Τι είδα και παρατήρησα με χαρά και ενθουσιασμό; Άραγε κορίτσια και κοπέλες, μάλλον ναι, μπορεί και αγόρια, αλλά συνήθως τα κορίτσια και τις κοπέλες προτιμάω να κοιτάω και να χαζεύω, πάντα δηλαδή, τι συνήθως; Φορούσαν και ήταν ντυμένες με ρούχα και ενδύματα ιδιατέρως ελαφρά και αποκαλυπτικά, ναι, είμαι σχεδόν σίγουρος πως ήταν έτσι όπως σας τα λέω, διότι αν συνεβαινε κάτι άλλο, είτε θα ήταν παντελώς γυμνές, πραγμα που θα μου έμενε αξέχαστο και αλησμόνητο, είτε θα ήταν ντυμένες βαριά και με ρούχα χειμωνιάτικα, πράγμα παράταιρο και όχι ταιριαστό με το θέρος και το καλοκαίρι, άρα άτοπον και αδύνατον. Τι σκόπευα να κάνω και ποιος ήταν ο προορισμός μου; Περπατούσα και σουλατσάριζα στους γεμάτους και ξέχειλους από συμπολίτες μου δρόμους, ναι, μάλλον συμπολίτες μου, αν και ελάχιστους και πολύ λίγους γνωρίζω προσωπικά, οι οποίοι, οι περισσότεροι και στην πλειοψηφία τους, έξαλλοι και αλλόφρονες, άραγε γιατί, τι να τους είχε φταίξει; επιδιδίδονταν σε ύβρεις και σε μπινελίκια ο ένας εναντίον και κατά του άλλου. Τίποτε και ουδέν μπορούσε και δύνατο να μου χαλάσει και να μου καταστρέψει την εξαιρετική και υπέροχη διάθεσή μου, που τώρα και τη στιγμή αυτή που σας ομιλώ και σας απευθύνω το λόγο λησμονώ και έχω ξεχάσει σε τι οφείλετο, λες να είχα μόλις συνουσιαστεί και κάνει σεξ; Μουρμούριζα και ψιθύριζα στίχους και λόγια από τραγούδια και άσματα απ' αυτά που προτιμώ και αγαπώ, μπορεί να ήταν του Νίκου του Σπηλιά, μπορεί και του Νικ Κέηβ, έως ότου προσέγγισα και πλησίασα το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και τράπεζα όπου έπρεπε να εξοφλήσω και να τακτοποιήσω μια οφειλή και ένα χρέος μου, ποτέ δεν κατάλαβα και δεν αντιλήφθηκα πώς βρέθηκα να χρωστώ εγώ συνετός και λογικός με τα οικονομικά μου και με τα λεφτά μου. Μπήκα και εισήλθα εις τον δροσερό και σε ευχάριστη θερμοκρασία χώρο, αποτέλεσμα της λειτουργίας ανεμιστήρων ή μήπως ερκοντίσιον, μάλλον το δεύτερο αλλά με πάσα επιφύλαξη, όπου βρίσκονταν και περίμεναν ενδεχομένως για ανάλογο και ίσως για αντίστοιχον σκοπό κάποιοι άνθρωποι και homo sapiens, λες να ήταν συμπολίτες μου; λες να ήτανε συνέλληνες; πάντως κανέναν δεν αναγνώρισα και δεν μπόρεσα να ταυτοποιήσω, όμως και εντούτοις κάτι μου έκανε εντύπωση και μου τράβηξε την προσοχή και μου προκάλεσε θαυμασμό και απορία: όλοι και άπαντες είχαν και διέθεταν με μιαν έκφραση θυμού να το πω ή μήπως οργής εις τα πρόσωπά τους; Σκέφτηκα και έβαλα με το μυαλό και με το νου μου να απευθύνω κάλεσμα και έκκληση να πάρουμε τα όπλα και να εξοπλιστούμε ενάντια και κόντρα στην καταπίεση των καπιταλιστών και των κεφαλαιοκρατών, αλλά το μετανιώσα και άλλαξα γνώμη, ένιωσα έναν δισταγμό και μια αβεβαιότητα, πράγμα που ποτέ δεν μου συμβαίνει και δεν μου τυχαίνει, διότι όπως καταλαβαίνετε και εννοείτε από την εισήγησή μου, είμαι πάντα σίγουρος και ξεκάθαρος, λακωνικός και δωρικός, μετρημένος και λιτός, δείλιασα και κιότεψα, άσε που είχε έρθει και η σειρά μου στο γκισέ και στο ταμείο. Έπειτα, αν ενθυμούμαι καλώς, πλήρωσα και εξόφλησα το χρέος μου προς την τράπεζα αλλά όχι και προς την κοινωνία και επέστρεψα και γύρισα εις τη μιζέρια και τη δυστυχία μου".



Ευχαριστημένος και ικανοποιημένος ο Μανώλης από τη φτηνή και τιποτένια αντιγραφή και απομίμηση δύο εκ των 99 ασκήσεων ύφους του Ρεϊμόν Κενώ, έσωσε και αποθήκευσε το κειμενο. Εκλεισε και έθεσε εκτός λειτουργίας τον υπολογιστή και πήγε να θαυμάσει και να δοξάσει τον εαυτό του στον καθρέφτη ξεχνώντας ότι θα έπρεπε να δώσει μάχη και να αναμετρηθεί με το είδωλό του που τον περίμενε πώς και πώς και αδημονώντας.



Ένα, δύο. Τρία και μισό. Τόσα τα βήματα από το γραφείο στον νιπτήρα. Το πρωί ξεκίνησε. Από το γραφείο. Νηφάλιος. Κι έφτασε νύχτα. Μπροστά στο νιπτήρα. Και τώρα είναι πίτα. Φιγούρα γνώριμη ο Μανώλης. Τριχωτός και κοιλαράς. Αμπντάλης, αμπλαούμπλας. Τρεκλίζων και ασθμαίνων. Τσεβδίζων. Σήμερα τα λέει σε ήσυχο, περιέργως, τόνο με το είδωλό του στον καθρέφτη. Κερνάει τον εαυτό του σφηνάκια. Στοματικού διαλύματος, όχι αλκοόλ. Τα φτύνει, δεν τα καταπίνει. Ευτυχώς. Πέρσι τον χειμώνα δοκίμασε να πιει κολώνια. Βρομάει η ανάσα σου, του 'χει πει το κορίτσι. Σταυροπόδι στο διπλανό σκαμπό στο μπαρ. Μπότες και μίνι φούστα. Στοματικό διάλυμα. Σφηνάκια. Να ξεπλύνει τη γεύση αλκοόλ από το στόμα. Θα τα καταφέρει. Ενδεχομένως. Την ντροπή που νιώθει σίγουρα όχι. Δεν ξεπλένεται με τίποτα αυτή. Νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν και αρχίδια. Το χέρι ανακατεύει τα μαλλιά. Το είδωλο συνεχίζει να αγορεύει. Περί γραφής. Μικρές προτάσεις, φίλε μου, ασθμαίνουσες. Κοφτά, σύντομα λόγια. Ξεκάθαρα νοήματα. Χωρίς πλεονασμούς. Χωρίς τζιριτζάντζουλες. Αφτιασίδωτα. Σταράτα. Να διαβάζει ο άλλος αυτό που θέλει. Μέχρις εκεί που αντέχει. Να ξέρει πού πατά ως αναγνώστης. Να νιώθει ασφάλεια. Και σιγουριά. Οχι σαν σε κινούμενα νερά. Έκατσε στην μπανιέρα. Τη γέμισε κρύο νερό. Μπήκε επαναβαπτιζόμενος. Κατάδυση. Στα αβαθή της συνείδησής του. Να κλιμακώνεις την ένταση. Να αυξάνεις την αγωνία. Μικρές προτάσεις. Πιο μικρές. Μπορείς και δίχως λέξεις; Κάν' το! Με κενά. Με σιωπή. Με άνω, κάτω και με τρεις τελείες.



Ξέρεις κάτι; λέει ο Μανώλης του ειδώλου του βγαίνοντας απ' την μπανιέρα. Για τα μπάζα ετούτη η συγγραφική η μανιέρα. Και ξες κάτι άλλο; Ήταν ένα κρύο μπάνιο για το ξεσούρωμα. Τι επαναβαφτίσεις, τι αβαθή, τις συνειδήσεις μού τσαμπουνάς; Δεν είναι όλα σημαντικά. Μην εκβιάζεις το συναίσθημα. Μην κλαψουρίζεις. Μη μεγαλοποιείς το τίποτε, μη θεωρητικοποιείς το απλοϊκό. Κάποια πράγματα, κάποιοι από μας, στερούνται νοήματος και σημασίας. Και πάνω απ' όλα, μην ταιριάζεις τα πράγματα σε αυτά που θες εσύ να γράψεις, αλλά αυτά που γράφεις ταίριαξέ τα με τα πράγματα.



Μπήκε στο μπανιο



ο Μανώλης



ο γνωστός



κι η κυρία του εβδόμου ορόφου



από πάνω



που κάθε πρωί τριγυρνά



και τον ξυπνά



με τα ψηλοτάκουνά της



τράβηξε το καζανάκι



την είδε με το νου του



ο Μανώλης



με τα ψηλοτάκουνα



να τραβά το καζανάκι



κι οσο κατούραγε κι αυτός



και δίχως να ερεθιστεί καθόλου



σκέφτηκε επίσης



Οι άνθρωποι που ξυπνάνε



το πρωί



για να πάνε στη δουλειά



τυχεροί



πιο τυχεροί τουλάχιστον



από κείνους που ξυπνάνε



και νιώθουν θλίψη



οι άνθρωποι που ξυπνάνε γενικώς



τυχεροί



όπως κι όσοι κοιμούνται



ήσυχοι τη νύχτα



Ατυχοι μόνον αυτοί



που δεν θέλουν να κοιμούνται



γιατί φοβούνται



μη και δεν προλάβουνε



να ζήσουν



Ο Μήτσος φταίει για όλα που ΄χε τη φαεινή ιδέα να την κεράσει μια μπίρα στην καντίνα. Γυάλισε το μάτι του με το που την είδε να μπαίνει μέσα. Γυναικάρα με τα όλα της. Πουτανάρα με τα όλα της επίσης. Επαγγελματίας. Αλλά μες στην καντίνα της Γιαννιτσών, πολύ μετά τα μεσάνυχτα, μέσα στην τσίκνα και στη βρόμα από τον ανδρικό ιδρώτα και τους ατσούμπαλους χαραμοφάηδες, έμοιαζε πριγκιπέσσα. Ή μάγισσα.



Ρε Μήτσο, τι κάνεις; πήγε να προλάβει το κακό ο Τάκης. Είναι πουτάνα, δεν το βλέπεις; Κράτα τα λεφτά σου, κέρνα σε μένα μια μπίρα.



Ο Μήτσος δεν άκουσε. Κι εκείνη έκανε πως δεν άκουσε. Ήπιε την μπίρα με το καλαμάκι. Εφαγε κι ένα λουκάνικο, χωριάτικο, με κρεμμύδι και με απ' όλα. Ρεύτηκε διακριτικά.



Ο Μήτσος καρφωμένος να την κοιτά, ο Τάκης να τον τραβά απ' το μανίκι, ξεκόλλα μαλάκα, θα σου φάει τα λεφτά, αυτή να τους χαμογελά, βγάζει τσιγάρο, ζητάει φωτιά, σκίζεται ο Μήτσος να την ανάψει. ΄Στω αγοράκι, φωνή βραχνή, με γρέζι. Τι έχει ο φίλος σου και κάνει έτσι; Δεν με γουστάρει; Μη φοβάσαι βρε δεν δαγκώνω. Πουτάνα είμαι, όχι καμιά μάγισσα.



Μάγισσα, ναι... Μάγισσα, με τα χίλια ζόρια βγήκαν οι λέξεις από το στόμα του Μήτσου. Του τρέχανε τα σάλια. Ο Τάκης, θυμωμένος, τούς γύρισε την πλάτη.



Σου βρίσκεται ένα εικοσάρι, αγόραρε;



Ο Μήτσος έβγαλε ένα, τελευταίο, που 'χε κρυμμένο στη ζελατίνα από το μάλμπορο μαλακο, και της το ΄δειξε.



Κάθε βράδυ έρχομαι, μετά τη δουλειά, και δεν μ' έχουν κεράσει ποτέ μπίρα, ούτε και νερό. Το δώρο θέλει αντίδωρο, έτσι δεν λένε; Θα σου κάνω σκόντο. Δώσε το εικοσάρι, ένα τσιμπουκάκι για σένα κι ένα δωρεάν εκεί για τον φίλο σου, που μας κάνει το δύσκολο. Ελάτε, πάμε εδώ πιο πίσω.



Ηταν καλή στη δουλειά της. Τους έπαιρνε στο στόμα εναλλαξ. Τα βογγητά τους σύντομα μπερδεύτηκαν. Μπερδεύτηκαν και τα πουλιά τους. Τους έδωσε λίγο χρόνο, δεν τούς ξεπέταξε με τη μία, δεν τους ξεζούμισε μια και όξω. Τούς άφησε να το απολαύσουν. Τα κατάπιε, μία από τον έναν, μία από τον άλλον. Σκουπίστηκε, όσο αυτοί αμήχανοι σηκώναν τα σώβρακά τους, κουμπώνονταν όπως-όπως. Το βλέμμα της είχε σκοτεινιάσει. Δεν πιστεύω να είναι κάποιος από σας άρρωστος; Κανείς;



Σηκώθηκε.Τους κοίταξε στα μάτια.



Ενας από σας έχει το θάνατο μέσα του. Τον γεύτηκα μόλις τώρα. Δεν ξέρω ποιος. Ενας από τους δυο σας θα πεθάνει. Μπορεί και σήμερα κιόλας.



Τους γύρισε την πλάτη, κουφή στις ερωτήσεις τους, ανεβηκε στο παπί και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.



Σε λίγο θα ξημέρωνε.



Ο ένας απ' τους δυο μας θα πεθάνει, σήμερα κιόλας. Τελευταία μου μέρα, Τάκη, άκουσες;



Χαρούμενος, σχεδόν, ο Μήτσος.



Αντε και γαμήσου, Μήτσο. Και σου είπα, μην την κερνάς την πουτάνα. Μας γάμησε τη μέρα.



Την επόμενη μέρα κηδέψανε τον Τάκη. Οχι τον Μήτσο.



Τον Μήτσο οι μπάτσοι τον βρήκανε να κάθεται δίπλα στο πτώμα του Τάκη. Το ματωμένο μαχαίρι, λίγο πιο δίπλα, γεμάτο με τα αποτυπώματά του. Ο Μήτσος δεν αποδέχθηκε την ενοχή του, ούτε και δήλωσε αθώος. Γενικά, ο Μήτσος δεν ξαναμίλησε. Δεν είπε τίποτε. Ποτέ και σε κανέναν. Μόνον κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, πού και πού, μονολογούσε στα χαμένα: "μάγισσα, μάγισσα, είσαι μια μάγισσα". Τα ίδια και στους γιατρούς. Τον κλείσανε στο ψυχιατρείο, στα βαριά περιστατικά, επικίνδυνος, είπανε, για τον εαυτό του και τους άλλους. Τα βράδια ο Μήτσος δραπετεύει με το νου του από την κλινική, και πηγαίνει στην καντίνα, στην οδό Γιαννιτσών, ψάχνοντας μια μάγισσα.



Ο Μανώλης παίρνει φάρμακα. Χάπια. Ενα την ημέρα. Ζέλντοξ τα γράφει ο γιατρός, ο ίδιος τα λέει αντιπαλευόν. Για να την παλεύει, ξες, για να τα βγάζει πέρα. Δεν έχει κάτι σοβαρό, έτσι νομίζει. Ο γιατρός του ανησυχεί, αλλά δεν του το λέει, το λέει στο είδωλο του Μανώλη στον καθρέφτη, μπας και το πει αυτό στο Μανώλη, μα ο Μανώλης δεν ακούει κανέναν, μήτε γιατρό, μήτε και είδωλο. Ο γιατρός να γράφει το αντιπαλευόν και το είδωλό του στον καθρέφτη να βγάζει το σκασμό, και όλα πηγαίνουν ρολόι. Ετσι νομίζει.



Μια φορά το μήνα λοιπόν ο Μανώλης πηγαίνει με τη συνταγή του γιατρού στο φαρμακείο, παίρνει τα χάπια σε σωληνάριο, τραγουδά ντουέτο με το φαρμακοποιό τι σκατά θα κάνουμε με αυτούς τους σωλήνες και πηγαίνει μετά στον ασφαλιστικό του φορέα να πάρει το ποσό, περίπου 50%, της θεραπείας που του καλύπτει η ασφάλισή του.



Είναι ένας τύπος εκεί, στο γραφείο, στο ταμείο, αυτός που του δίνει στο χέρι τα λεφτά, με φάτσα ανατολικογερμανού, σκέτος υπάλληλος της Στάζι. Ο Μανώλης ξέρει κι ο τύπος ξέρει ότι ο Μανώλης ξέρει ότι συμπάσχει. Κυριολεκτικά. Στα χάπια, ασθενής κι αυτός. Ψυχάκιας. Με την τάξη. Με την αρμονία. Ζυγισμένα, στοιχισμένα, τα πάντα στο γραφείο. Πεντακάθαρα και καλογυαλισμένα όλα. Μια πιότερο απ' όλα γυαλίζει το μάτι του. Ψυχρός, βορειοευρωπαίος, παγοκολώνα. Κάπου βαθιά μέσα του ηχεί ο εκρηκτικός μηχανισμός, τικ τακ, τικ τακ. Πώς πάει Μπρέιβικ; τον πειράζει κάθε φορά ο Μανώλης, κι αυτός απαθής, ούτε χαμογελά ούτε ενοχλείται, τού μετράει τα λεφτά.



Μπαίνει λοιπόν σήμερα ο Μανώλης στο γραφείο, άφαντος ο Μπρέιβικ, άνω κάτω το γραφείο, χαρτιά, στιλό, σφραγίδες, φύρδην μίγδην ένα δάχτυλο σκόνης καλύπτει τα πάντα. Κι ένας καινούργιος τύπος, φαλακρός, παντελώς συνηθισμένος και υγιής, να τρώει την τυρόπιτα του. Δεν του αρέσουν του Μανώλη οι αλλαγές. Νιώθει ασφαλής μες στη ρουτίνα του, με τα περιοδικά τελετουργικά του. Θέλει τον συμπάσχοντά, τον Μπρέιβικ, πίσω από το γραφείο, όλα στην πένα, ατσαλάκωτο και σιωπηλό, να του μετρήσει τα λεφτά του, όχι αυτόν τον καραφλό, που έχει τρίμματα τυρόπιτας πάνω στην μπλούζα.



- Ο κύριος; ρωτά ο φαλακρός.



- Τον Μπρειβ... ε, λάθος, τον υπάλληλο που εργάζεται εδώ θέλω.



- Σήμερα θα σας εξυπηρετήσω εγώ, καθίστε.



- Δεν χρειάζεται, θα ξαναπεράσω, όταν τελειώσει η άδειά του.



- Μα όχι, δεν καταλάβατε. Ο Μπρέιβ... ε, λάθος, ο κύριος Αργυρίου, ο προκάτοχός μου, παραιτήθηκε ξέρετε.



Κρύος ιδρώτας έλουσε τον Μανώλη. Σκοτοδίνη.



- Παραιτήθηκε; ψέλλισε με το ζόρι. Και πού πήγε;



- Πήγε να ασχοληθεί με τα ροδάκινά του. Μα τι πάθατε, είστε καλά;



Ο Μανώλης κάνει μεταβολή, το βάζει στα πόδια, μπουκάρει στο γιατρού, παίρνει κι άλλη συνταγή, άλλα τόσα χάπια, πάει στο φαρμακείο, καταπίνει δυο τρία μαζεμένα, δύσκολη μέρα σήμερα, δικαιολογείται κι αποφασίζει να μην ξαναφάει ροδάκινο ποτέ στη ζωή του. Ποιος ξέρει τι θα ρίχνει μέσα ο ψυχάκιας ο Αργυρίου στο πλαίσιο του σχεδίου του για την εξόντωση του ανθρώπινου πληθυσμού.



Είναι κάτι μέρες που ο Μανώλης δένει σφιχτά ένα μαντίλι στα μάτια του, φορά ωτοασπίδες και ξεχύνεται στους δρόμους. Να μη βλέπει, να μην ακούει. Δεν αποφεύγει τα ατυχήματα, συγκρούσεις με περαστικούς, τυχαίες αγκαλιές και ανθρώπινη επαφή, που ακόμη, κάπως, δυστυχώς, την έχει ανάγκη. Συχνά σκοντάφτει, πέφτει, ξανασηκώνεται, τον χτυπάνε αυτοκίνητα, μα ξανασηκώνεται και συνεχίζει. Δεν βλέπει, ούτε ακούει κανέναν που να τον βρίζει, πού πας τρελέ, πόσο μαλάκας είσαι; Στη γειτονιά τον έχουν μάθει κι έχουν το νου τους, μην πάθει κάνα κακό ο Μανώλης.



Παλιότερα φορούσε έναν μανδύα κι ένα δαχτυλίδι και έβγαινε στους δρόμους αόρατος. Στα μαγαζιά, αόρατος ων, έπαιρνε ό,τι του γυάλιζε στο μάτι, έμπαινε στα δοκιμαστήρια των καταστημάτων ρούχων και χάζευε τα κορίτσια. Μια, δυο, τρεις, τον τσιμπήσανε οι μπάτσοι. Τον στείλαν στο γιατρό. Ο γιατρός τού είπε ότι τέτοιοι μανδύες, τέτοια δαχτυλίδια, δεν υπάρχουν και ότι, όταν τα φορά, δεν είναι αόρατος πραγματικά. Τον έβαλε να τα φορέσει και να κοιτάξει το είδωλό του στον καθρέφτη. Το είδωλό του στον καθρέφτη τον κορόιδεψε, Μανώλη, συγκεντρώσου, τι παλαβομάρες είν' αυτές, να πιστεύεις σε μανδύες και σε δαχτυλίδια που σε κάνουν αόρατο, δεν είσαι πια παιδί, έχεις γίνει κοτζάμ άντρας!



Ξεφορτώθηκε τον μανδύα, που ήταν παλιό στρατιωτικό μπουφάν από τις ειδικές δυνάμεις, πέταξε και το δαχτυλίδι, που η βέρα του που τη φορούσε από τότε που ήταν παντρεμένος. Αποφάσισε, αφού ήταν αδύνατον να γίνει αόρατος και να μην τον βλέπουν οι άλλοι, να μη βλέπει αυτός τους άλλους. Έτσι άρχισε να φορά μαντίλι και ωτοασπίδες. Κι έτσι κυκλοφορεί στους δρόμους.



Ο Μανώλης έχει σκοπό. Δεν τα κάνει όλα αυτά τυχαία. Σου φαίνεται τρελός. Αλλά δεν είναι. Ο Μανώλης προετοιμάζεται για τη ζωή δίχως τους άλλους. Κάνει προπόνηση για όταν έρθει εκείνη μέρα που θα έχουν φύγει όλοι. Για αυτό δεν έχει φίλους και όσους είχε κάποτε τους παράτησε, μην τον παρατήσουν πρώτοι αυτοί. Ή που θα φεύγαν όλοι και θα τον αφήναν μόνο του ή θα πετύχαινε το σχέδιο του Αργυρίου, που είχε πάει να ασχοληθεί με τα ροδάκινά του, Κύριος οίδε με τι τα ψεκάζει πριν τα διοχετεύσει στην αγορά, για την εξόντωση του παγκόσμιου πληθυσμού ή -ήταν ένα ενδεχόμενο κι αυτό- θα γινόταν πυρηνικός όλεθρος, καταστροφή, κι ως κατσαρίδα μόνον ο Μανώλης θα επιζούσε. Όπως κι αν έχει, ο Μανώλης πρέπει να είναι έτοιμος. Να ζει χωρίς κανέναν.



Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει τον Μανώλη, γιατί δίχως να έχει κάνει τίποτα κακό, ήρθαν και τον συνέλαβαν. Ήταν αργά το βράδυ χθες, σαν έφτασε ο Μανώλης σπίτι του, που το τύλιγε το ίδιο βαθύ σκοτάδι του μυαλού του και το τεχνητό σκοτάδι και η σιωπή που ο ίδιος προκαλούσε στον εαυτό του φορώντας μαντίλι στα μάτια και ωτοασπίδες στ΄ αυτιά. Ήταν πάλι μια απ' αυτές τις μέρες που ήθελε να είναι αόρατος, αόριστος και παρατατικός. Το είδωλό του στον καθρέφτη δεν φαινόταν, μήτε ακουγόταν. Ομίχλη και σκοτάδι το κύκλωναν. Κι ούτε μια αδύναμη ένδειξη, μια θολή ανάμνηση, δεν έδειχνε πως κάπου κάπως κάποτε ο Μανώλης ήτανε καλά στα λογικά του. Ενιωσε το κρύο ατσάλι στους καρπούς του. Ίσα που άκουσε το αχνό κλικ απ' τις χειροπέδες. Δυο χέρια τον άρπαξαν σφιχτά από τα μπράτσα. Ανοιξε το στόμα να μιλήσει, να διαμαρτυρηθεί, να φωνάξει, μα δεν έβγαινε ήχος κανείς. Άλλα δύο χέρια είχαν προλάβει να τυλιχτούν γύρω από το λαιμό του Μανώλη, σφιχτά σαν μέγγενη. Και τώρα τι γίνεται; συλλογίστηκε μες στο σκοτάδι. Σε λίγο διαπίστωσε πως δεν μπορούσε διόλου να σαλέψει. Ένιωσε ντροπή για την αδυναμία του να αντιδράσει, λες και η ντροπή θα μπορούσε να τον απελευθερώσει από την παγίδα που του είχαν στήσει. "Και δεν πρόλαβα να της αγοράσω το φόρεμα που της αρέσει", σκέφτηκε ανεξήγητα.



Όταν ο Μανώλης ξύπνησε το επόμενο πρωινό, σαν από κακό όνειρο, βρισκόταν στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε πειθήνιο υπάλληλο. Τι μου συνέβη; συλλογίστηκε. Ηταν ξαπλωμένος ανάσκελα, φορώντας την τσαλακωμένη από τον ύπνο κουστουμιά του και όταν σήκωνε το κεφάλι του μπορούσε να δει τις μυτερές άκρες, που βγαίνανε κάτω από τα σκεπάσματά του, από τα κάποτε καλογυαλισμένα καφετιά σκαρπίνια του, ιδανικά για να σκοτώνει κατσαρίδες στου σπιτιού τις γωνίες. Τα γόνατά του, αξιοθρήνητα λεπτά σε σχέση με το υπόλοιπο κορμί του, ταλαιπωρημένα από τις συνεχείς γονυκλισίες. Στο προσκέφαλό του, ενθύμιο νυχτός, το μαντίλι, οι ωτοασπίδες, ένα ζευγάρι χειροπέδες. Το είδωλό του στον καθρέφτη τον καλημέρισε με το λαιμό μελανιασμένο.



- Δύσκολη νύχτα Μανώλη ε;



Μούγκα ο Μανώλης.



Την ημέρα εκείνη ο Μανώλης βγήκε με το είδωλό του για καφέ. Έστησε τον καθρέφτη στην απέναντι καρέκλα, αραχτός στην παραλία, και συζητούσε με το είδωλό του σε ύφος χαλαρό και κόσμιο για υφάσματα και για σεντόνια, βινύλ ή σατέν;



Ξάφνου ακούστηκε η εισαγωγή του where is my mind των Pixies. Το κινητό του Μανώλη. "Παρακαλώ;".



- Σε ξύπνησα, Μανωλάκη, μη μου πεις;



Η ατζέντισσά του. Είχε και τέτοια ο Μανώλης. Φωνή βραχνή απ' τα τσιγάρα. Τα χνώτα της μυρίζανε ουίσκι πρωί-πρωί ακόμη και μέσα από το κινητό.



- Γραφώ, μωρό μου, δεν κοιμάμαι.



- Ψέματα λέει, μην τον ακούς, Τζοάνα! Μαζί μου πίνει καφέ στην παραλία, ο αρχιψεύταρος, ρουφιάνεψε το ειδωλο του Μανώλη στον καθρέφτη.



- Εσύ να βγάλεις το σκασμό, μη σου κάνω τη μούρη κιμά. Τζοάνα, μην τ' ακούς το είδωλό μου, με ζηλεύει που είμαι εργατικός, για αυτό τα λέει αυτά. Γράφω, αλήθεια.



- Θα σου ΄λεγα ποιον και τι γράφεις, ατάλαντε παλαβιάρη. Τον είχε πάρει γραμμή η Τζοάνα.



- Για αυτό με πήρες πρωινιάτικα και με ξύπνησες; για να μου τα πρήξεις κι εσύ; αγρίεψε ο Μανώλης.



Το είδωλό του απέναντι στον καθρέφτη έσκασε στα γέλια κοροϊδευτικά.



- Τελικά, Μανώλη, γράφεις ή κοιμάσαι; Μπας και με δουλεύεις, βρε τέρας;



- Σε δουλεύει, Τζοάνα, σε δουλεύει, έκρωξε σαν παπαγαλάκι του Μαξίμου το είδωλο του Μανώλη απ' το καθρέφτη.



- Ουφ, αυτές οι συζητήσεις έχουν αρχίσει να γίνονται πολύ κουραστικές. Άκου να δεις, είδωλο, κάποια στιγμή πρέπει να τα πούμε οι δυο μας, να ξεκαθαρίσουμε αυτήν την κατάσταση μια και καλή. Δεν γίνεται διαρκώς να πετάγεσαι σαν την πούτσα και ν' ανακατεύεσαι στις μπίζνες μου τον Μανώλη.



Είχε σοβαρέψει η Τζοάνα, κι όποτε σοβάρευε, γινότανε πολύ απειλητική.



- Κι ακου να δεις, Μανώλη, στα αρχίδια μου που δεν έχω είτε λες ψέματα είτε κοιμάσαι είτε γράφεις είτε πίνεις καφέ στην παραλία. Σου 'χω μια πρόταση. Κι είναι καλή. Και θα την ακούσεις. Είναι η μοναδική που σου έρχεται εδώ και χρόνια. Και δεν νομίζω ότι θα σου γίνει άλλη σύντομα ξανά. Αφού στο χαρτί δεν γράφεις τίποτε, ήρθε η ώρα να δούμε αν γράφεις καλά στο γυαλί.



- Στο γυαλί; Σε τσόντα, Τζοάνα, εγώ δεν παίζω, στο έχω ξαναπεί. Δεν είναι της αισθητικής μου.



- Ποια τσόντα και ποια αισθητική, βρε κακομοίρη, ξεκαρδίστηκε στα γέλια το είδωλο του Μανώλη, έχεις δει τη φάτσα και κυρίως το πουλί σου στον καθρέφτη - για να μην πω σε μεγεθυντικό φακό;



- Είδωλο, σκάσε. Δεν πρόκειται για τσόντα, Μανώλη. Είναι κάτι τύποι που γυρίζουν ένα ντοκιμαντέρ για ανθρώπους σαν και σένα. Θέλουν να καταγράψουν μια μέρα από τη ζωή σου. Θα κάνει καλό και στην καριέρα σου.



- Δηλαδή τι ντοκιμαντέρ είναι αυτό; Για άγνωστους συγγραφείς;



- Όχι ακριβώς, περίπου. Για ανθρώπους μοναχικούς, με προβλήματα, που τα έχουνε χαμένα. Είσαι ιδανικός.



- Σάλτα και γαμήσου, Τζοάνα. Σάλτα και γαμήσου.



- Δηλαδή, τι να τους πω; Οτι δεν δέχεσαι να παίξεις στο ντοκιμαντέρ; Είσαι με τα καλά σου, Μανώλη; Αχ, τι λέω κι εγώ! Μα φυσικά δεν είσαι με τα καλά σου, για αυτό σε θέλουν για το ντοκιμανέρ...



- Τζοάνα, θα στο κλείσω.



- Πέρα από την προσωπική προβολή που θα ΄χεις, Μανώλη, θα σε πληρώσουν κι ένα ποσό. Και ξέρεις πόσο χρειάζεσαι τα λεφτά. Ξεχνάς πόσα δίνεις κάθε μήνα για χάπια;



- Θα παίξει, θα παίξει, Τζοάνα, μην τον ακούς, πετάχτηκε και πάλι το είδωλο του Μανώλη απ' τον καθρέφτη. Ακόμη και σε τσόντα. Χρόνια τώρα κάνει πρόβες με την παλάμη του και μένα στον καθρέφτη.



Ο Μανώλης βρίζοντας α να χαθείς μαλακισμένη έκλεισε το κινητό. Παράτησε το είδωλό του στον καθρέφτη να αποτελειώσει τον φρεντοτσίνο του και χώθηκε στο πρώτο μπαρμπέρικο για κούρεμα - ξύρισμα. Να είναι ευπαρουσιάστος όταν έρθουν οι κάμερες.



Εκεί, στον καθρέφτη του μπαρμπέρικου, τον περίμενε το είδωλό του. Χαμόγελο ειρωνικό και αυτάρεσκο:



- Πώς κι από δω, Μανωλάκη; Αλλάξαμε γνώμη μήπως;



Εκείνη τη μέρα του Μανώλη δεν του μιλούσε κανείς. Ούτε καν το κορίτσι. Που συχνά του μιλούσε. Και που άπαντες θεωρούσαν ότι μπορεί και να μην υπάρχει παρά μόνον μέσα στο μυαλό του Μανώλη, άπαντες δηλαδή ο εξαφανισμένος Αργυρίου, ο συμπάσχων ταμίας του ασφαλιστικού του φορέα που τα παράτησε όλα για να πάει να γίνει ροδακινοπαραγωγός και να εξοντώσει την ανθρωπότητα, ο γιατρός του Μανώλη που του έγραφε τα χάπια με το τσουβάλι, ο φαρμακοποιός που του έδινε τα χάπια και αδημονούσε για τη μηνιαία ακαπέλα ερμηνεία των Σωλήνων των Λοστ Μπόντιζ μαζί με τον Μανώλη, η Τζοάνα, η αλκοολικιά, ζόρικη και κωλοπετσωμένη ατζέντισσα του Μανώλη, που του 'χε βρει αυτή τη δουλειά σε ένα ντοκιμαντέρ για ανθρώπους σαν και αυτόν, όχι όμως άγνωστους συγγραφείς, αλλά μοναχικούς ανθρώπους με ψυχολογικά προβλήματα, που αποστήθιζαν τσιτάτα νεκρών γερμανών φιλοσόφων, αλλά και το είδωλό του στον καθρέφτη, που είχε συμφωνήσει να συνοδεύσει τον Μανώλη στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ, προς αγανάκτηση των παραγωγών, διότι ο Μανώλης έπεισε την Τζοάνα να διαπραγματευτεί και εντέλει να αποσπάσει μισθό και για το είδωλό του, που ωστόσο σήμερα, κατσούφικο, ούτε κι αυτό του μιλούσε και καθόταν σιωπηλό στον καθρέφτη, προσεχτικά ακουμπισμένο στη διπλανή από τον Μανώλη θέση του λεωφορείου, όρθιο δίπλα στην οποία στεκόταν ένα χλωμό, κάτασπρο σαν το φάντασμα κορίτσι, με αέρινο μαύρο φουστάνι, που κοιτούσε επίμονα στον Μανώλη σαν να ήθελε κάτι να του πει, όμως ο Μανώλης την ημέρα εκείνη ούτε άκουγε ούτε έβλεπε τίποτε, είχε πάλι φορέσει το μαντίλι στα μάτια και τις ωτοασπίδες στα αυτιά, να μη βλέπει, να μην ακούει τίποτε και κανέναν, και κάπως έτσι το κορίτσι, απογοητευμένο, αφού έδωσε δυο τρεις γροθιές στον αέρα, χόρεψε μέχρι την πόρτα, πάτησε το κουμπί και κατέβηκε στην επόμενη στάση και κάπως έτσι ο Μανώλης έχασε την ευκαιρία να γνωρίσει στην πραγματική ζωή με (λίγη) σάρκα και (μπόλικα) οστά το κορίτσι που συχνά πυκνά του μιλούσε μέσα στο κεφάλι του.



Τον είδε στη Σβώλου, σκυφτό, γονατιστό, με τη μούρη κολλημένη στο τζάμι της βιτρίνας, να βγάζει μπεμπεκίστικους ήχους και να κάνει γκριμάτσες, να στέλνει φιλάκια, να κάνει αγαπούλες στο σκυλάκι, που κι αυτό του έκανε χαρές, μέσα στο γυάλινο κλουβί του.



Ο Μανώλης έμεινε να τον κοιτάζει κάμποση ώρα σκεφτικός. Γονάτισε δίπλα του και κόλλησε κι αυτός τη μούρη του στο τζάμι, αλλά το είδωλό του δεν καθρεφτιζότανε επαρκώς στη βιτρίνα του πετ σοπ, η μορφή του μπλεκόταν, αρκετά αρμονικά είναι η αλήθεια, με τη μορφή ενός πεκινουά, κακάσχημου, μελαγχολικού, ψωριάρικου. Εβγαλε από την τσάντα τον καθρέφτη, που πάντα κουβαλούσε μαζί του, και το είδωλό του πρόβαλε πεντακάθαρο, φτυστό ο Μανώλης, να τον κοιτά και να τον περιγελά.



Ο φιλόζωος από δίπλα σηκώθηκε, κοίταξε άγρια τον Μανώλη: Μα τρελάθηκες, άνθρωπε μου; Τι είν' αυτά που κάνεις;



Ο Μανώλης είχε κολλήσει τη μούρη του στο τζάμι του καθρέφτη, που τον είχε ακουμπήσει πάνω στη βιτρίνα του πετ σοπ, ανάμεσα σε αυτόν και στο πεκινουά, και προσπαθούσε να μιμηθεί τους μπεμπεκίστικους ήχους και τις γκριμάτσες του αλλουνού, έστελνε φιλάκια κι έκανε αγαπούλες στο είδωλό του στον καθρέφτη.



Ρε δεν πάει καλά ο κόσμος, είπε ο φιλόζωος και έφυγε. "Με μεγάλες δρασκελιές", που θα έλεγε κάποιος λογοτεχνης.



Του το 'χε πει η ατζέντισσά του, η Τζοάνα, του Μανώλη: σου λείπει εκφραστικός πλούτος, Μανωλάκη. Αυτή μιλούσε για τα γραφτά του. Αυτός νόμιζε πως μιλούσε για την καριέρα του ως ηθοποιού, που άνοιγε διάπλατα μπροστά του μετά το πεντάλεπτο περασμά του, τρία λεπτά αυτός και δύο το είδωλό του στον καθρέφτη, από το ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε για τα προβλήματα ψυχικής υγείας στην Ελλάδα της κρίσης. Το τρίλεπτο του Μανώλη κόπηκε στο μοντάζ, αλλά το δίλεπτο του ειδώλου του μπήκε κανονικά στην ταινία και ήταν καταπληκτικό. Αυτό τουλάχιστον ισχυριζόταν το είδωλο του Μανώλη στον καθρέφτη. Ο ίδιος ο Μανώλης δεν το παραδεχόταν ανοιχτά, αλλά, κρυφά μέσα του, ήταν περήφανος για το είδωλό του στον καθρέφτη. Και τώρα αυτή η παλιοτζοάνα τολμά να του λέει ότι του λείπει εκφραστικός πλούτος;



Είχε αρχίσει να πειραματίζεται λοιπόν. Με τον καθρέφτη στο χέρι τριγυρνούσε δεξιά και αριστερά παραμονεύοντας για μια έκφραση συναισθηματικού πλούτου απ' τους τριγύρω, ένα ξέσπασμα θυμού, χαράς, γέλιου ή δακρύων. Πήγαινε δίπλα στις μελαγχολικές κοπέλες στα παγκάκια του Λευκού Πύργου και προσπαθούσε να μιμηθεί την έκφρασή τους, να ξεπατικώσει την ερωτική απογοήτευσή τους, πήγαινε στην Τούμπα για να αντιγράψει την οργή του παοκτσή για τη διαιτησία, αναζητούσε την ερωτική έκσταση στο πρόσωπο κάποιου ματάκια που τραβάει μαλακία βλέποντας ένα ζευγάρι να το κάνει στα κρυφά πίσω απ' τους θάμνους. Παντελής αποτυχία. Οχι μόνο δεν προλάβαινε να αποτυπώσει, να αντιγράψει, το συναίσθημα του άλλου, αλλά συνήθως έτρωγε και ξύλο. Κάποιοι φωνάζαν και την αστυνομία. Μόνο την έκφραση ενός συναισθήματος από τα πρόσωπα των προτύπων του είχε προλάβει να αντιγράψει ο Μανώλης: Την έκφρασή τους όταν τον παίρνανε χαμπάρι να τους κοιτά και να προσπαθεί να μιμηθεί την προηγούμενη έκφρασή τους κάνοντας γκριμάτσες στον καθρέφτη που κρατούσε στο χέρι. Η έκφραση αυτή ήταν της απέχθειας. Κα κάπως έτσι ο Μανώλης τριγυρνά στην πόλη κοιτώντας με απέχθεια τους πάντες και τα πάντα. Αλλά δεν τη νιώθει, με νιώθεις;



Μπήκε στην τράπεζα με την όπισθεν. Στην πόρτα ασφαλείας, στάθηκε με την πλάτη γυρισμένη προς το εσωτερικό και έστρεψε τον καθρέφτη με το είδωλό του να χαμογελά πλατιά και καλοκάγαθα στο φωτοκύτταρο. Κανείς δεν εκτίμησε το χαμόγελό του, κι ας είχε πλύνει τα δόντια του κι ας είχε μόλις -καταπώς το συνήθιζε τελευταία- πιει πρωινά σφηνάκια με οδοντικό διάλυμα. Εγινε χαμός, φασαρία, οι απ' έξω χτυπούσαν μανιασμένα την πόρτα, ο επικεφαλής αναπτυξιακού αυτοπροσώπως, ο οποίος τελευταία βαρούχαφτε μύγες, ήρθε τελικά να τον υποδεχθεί και να του ανοίξει την πόρτα, όπως αρμόζει σε έναν άνθρωπο σαν τον Μανώλη.



Με μπινελίκια δηλαδή.



Ο Μανώλης, σοβαρός, ούτε μαντίλι στα μάτια, ούτε ωτοασπίδες στ' αυτιά, καλοσιδερωμένη κουστουμιά, μόνη παραφωνία ο καθρέφτης στο χέρι.



Με το άλλο χέρι χαιρετούσε και πετούσε κομφετί στους υπαλλήλους και στους πελάτες σε αναμονή. Ο μπάτσος της ασφάλειας της τράπεζας για μια στιγμή ξαφνιάστηκε, του φάνηκε ο χαρτοπόλεμος πως ήταν ταξικός, μετά ηρέμησε, θυμήθηκε μια γιορτή, στα παιδικά του χρόνια, που 'χε ντυθεί νεράιδα και τ' άλλα παιδάκια τον ραίνανε με φτερά και πούπουλα. Μελαγχόλησε.



Ξάφνου και ταυτόχρονα μελαγχόλησε κι ο Μανώλης. Πήρε να σκέφτεται οδυνηρούς πληθυντικούς και ψεύτικες απολαύσεις.



Διάβολε, είχε σκάσει στην τράπεζα σήμερα μ' εναν και μοναδικό σκοπό: να σπάσει πλάκα.



Κουβαλούσε μαζί του μια τσάντα με σκατα, να τα κάνει κατάθεση.



Είχε προβάρει τα λόγια του στον καθρέφτη.



Γεια σας, θα έλεγε στην όμορφη ταμία. Μια... σκατάθεση ήρθα να κάνω.



Και θα της μετρούσε ένα-ένα τα σκατά.



Τώρα δεν είχε όρεξη. Του μιλούσε το κορίτσι στο κεφάλι του, τον είχε πάρει μονότερμα, μέχρι και το είδωλό του στον καθρέφτη είχε λουφάξει.



Τελικά σηκώθηκε, είχε έρθει η σειρά του. Το κορίτσι στο κεφάλι του τραβήχτηκε στην άκρη, ο Μανώλης, κουρέλι πια από τα λόγια της, έβγαλε από την τσάντα το μαντίλι, το φόρεσε σφιχτά στα μάτια και βρήκε στα τυφλά το δρόμο για το ταμείο. Πέταξε στο καλαθάκι των αχρήστων την τσάντα με τα σκατά. Χαμογέλασε στα τυφλά στην όμορφη, είχε προλάβει να τη δει, ταμία.



Γεια σας, της είπε τρέμοντας ολόκληρος.



Δεν του απάντησε κι ούτε μπορούσε ο Μανώλης να δει ότι τσιμπολογούσε αδιάφορα το κουλούρι της.



Σας έχω τυφλή εμπιστοσύνη, δοκίμασε να αστειευτεί ο εκουσίως αόμματος Μανώλης.



Καμία απάντηση.



Σας παρακαλώ, μια κατάθλιψη θα ήθελα να κάνω, αξίας πολλών χιλιάδων ευρώ. Δική μου είναι, να σας τη δώσω να τη φυλάττε. Ή να τη φιλάτε, αν προτιμάτε. Κι ίσως έτσι η κατάθλιψή μου να γίνει ανάληψη, μαζί σας, στους ουρανούς.



Ήταν και ποιητής ο πούστης ο Μανώλης.



Τελικά ο ασφαλίτης είχε την ικανοποίηση να τον πετάξει έξω με τις κλωτσιές (κι) εκείνη την ημέρα.



Επλυνε τα πιάτα προσεχτικά, τις κούπες προσεχτικότερα, τα μαχαιροπίρουνα με μανία. Τελευταία συνήθιζε να τα πλένει επιπόλαια και βιαστικά αφήνοντας λεκέδες και ξεραμένα υπολείμματα φαγητού. Δεν τον πείραζε τον ίδιον, αλλά το είδωλό του στον καθρέφτη τον είχε μαλώσει άγρια, τον είχε βάλει να τα γλείψει για να τα καθαρίσει. Αυτή τη φορά ήταν σχολαστικός. Ετριψε και τον νεροχύτη με το ειδικό σφουγγαράκι, έριξε και υγρό απολυμαντικό με άρωμα φρεσκάδας ωκεανού. Προχτές είχε δει εκεί αμέριμνο τον Γρηγόρη τον Σάμσα, μια κατσαρίδα μαύρη, εμφανώς αλλοδαπή, γιατί συνήθως στο σπίτι του είχε μόνο ξανθές. Τον ψέκασε. Αλλωστε όλους μας ψεκάζουν. Δεν τον ξαναείδε από τότε τον Γρηγόρη. Ρατσιστικό εγκλημα, Μανωλακη; τον είχε πειράξει το είδωλό του στον καθρέφτη, λίγο αργότερα.



Δεν τον άφηνε σε ησυχία.



Έκατσε στον υπολογιστή. Ανοιξε τον επεξεργαστή κειμένων.



Την ίδια στιγμή, η Τζοάνα έσβησε το τσιγάρο, τέλειωσε το ποτό της, έστειλε ένα μακρινό φιλί στον μπάρμαν και βγήκε από το μπαρ τρεκλίζοντας, πάντα αξιοπρεπής όμως. Τζίφος και σήμερα. Ούτε ένα αγόρι. Δεν βαριέσαι. Τι να τα κάνει τα αγόρια η Τζοάνα; Απ' αυτά στη ζωή της είχε πολλά. Τώρα ήθελε μόνο ένα, τον Μανώλη, αλλά και να το καταλάβαινε αυτός, θα της ήταν άχρηστος ο παλαβιάρης. Ο τρελός με τον καθρέφτη. Με τις δημόσιες εξαλλοσύνες, με τις φάρσες του. Τις προάλλες τον είχαν πετάξει πάλι έξω από μια τράπεζα. Τι σκατά έκανε στις τράπεζες αφού δεν είχε δεκάρα τσακιστή;



Πίσω της το μπαρ κατέβασε ρολά. Οπως κάθε βράδυ, αφού έφευγε, τελευταία πελάτισσα, η Τζοάνα.



Στο ίδιο μπαρ είχε γνωρίσει πριν από χρόνια τον Μανώλη. Διαφορετικός τότε. Λογικός. Τρομερά γοητευτικός. Και... παντρεμένος. Αυτή όχι. Πολύ διαφορετικη όμως σε σχέση με σήμερα. Το πρόσωπό της δεν είχε ακόμη σπάσει, κι η φωνή της δεν είχε βραχνιάσει. Δεν έπινε. Μόλις είχε αρχίσει να καπνίζει. Ηταν μια ντεμπιτάντ, με τρομερή αυτοπεποίθηση, ένα καλό, δυναμικό κορίτσι της καλής κοινωνίας. Από καλή οικογένεια. Με προοπτικές. Με διασυνδέσεις.



Τα πρώτα τους γαμήσια, παταγώδεις αποτυχίες, γεμάτα ενοχές και άβολες σιωπές. Επέμεναν να ξαναβρίσκονται, ξανά και ξανά, να γαμιούνται με κάθε δυνατό τρόπο. Τίποτε. Καμία βελτίωση. Ωστόσο καίγονταν ο ένας για τον άλλον. Τότε. Και σύντομα κατέστρεψαν ο ένας τον άλλον. Ο Μανώλης χώρισε, έχασε τα μυαλά του, εξαφανίστηκε. Η Τζοάνα το έριξε στο ποτό, τη διώξανε απ' το σπίτι, την αποκλήρωσαν οι γονείς της. Πάλι καλά που της άφησε η νονά της εκείνη την πολυκατοικία. Τριγυρνούσε ολημερίς στα μπαρ. Επινε, την έπεφτε ή της την πέφταν. Ήταν όλοι σχεδόν (και όλες τους) πολύ καλύτεροι στο κρεβάτι από το Μανώλη. Κανέναν τους όμως δεν θέλησε όσο τον Μανώλη. Μια μέρα, ντυμένη στα μαύρα, με τεράστια μαύρα γυαλιά ηλίου, στην παρουσίαση του νέου βιβλίου ενός πολυγαμίκουλα, ριζοσπάστη συγγραφέα, έκανε υπομονή περιμένοντας να της την πέσει ή -στην χειρότερη- να του την πέσει αυτή, ώσπου ξαφνικά κάποιος διέλυσε την εκδήλωση καίγοντας τελετουργικά ενώπιον Θεού, κοινού και συγγραφέα τα βιβλία του φωνάζοντας "όλη η τέχνη είναι για τα σκουπίδια".



Ηρθε η πυροσβεστική, η αστυνομία, έγινε χαμός, η Τζοάνα ρίχτηκε να σώσει τον Μανώλη. "Μη, σας παρακαλώ, είναι μαζί μου, είναι άρρωστος, αφήστε τον, είμαι η κόρη του Τάδε". Είπαμε, από καλή οικογένεια η Τζοάνα. Με διασυνδέσεις.



Λίγο αργότερα, εξω από το χώρο της βιβλιοπαρουσίασης, ο Μανώλης κοιτούσε σαν χαμένος για ώρα την Τζοάνα, χωρίς να την αναγνωρίζει, προς μεγάλη της απογοήτευση. Μόνο όταν έστρεψε έναν καθρέφτη που έβγαλε από την τσάντα του προς το μέρος της και κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη, το πρόσωπό του έλαμψε. Όρμηξε και φίλησε την εικόνα της που αντικατοπτριζόταν στον καθρέφτη. Στα χείλη. Και με γλώσσα. Στον καθρέφτη.



Αμάν, την πουτσίσαμε, σκέφτηκε η Τζοάνα.



Λίγο αργότερα, στο ίδιο μπαρ που είχαν πρωτογνωριστεί, ο Μανώλης, κοιτώντας επίμονα στον καθρέφτη πίσω από την μπαρα το είδωλό του, που τού έπαιζε κρυφτούλι ανάμεσα στα μπουκάλια, της είπε ότι γράφει βιβλία και σενάρια για τον κινηματογράφο. Έκανε και τον ηθοποιό. Στο ανεξάρτητο κύκλωμα φυσικά. Οχι, αποκλείεται να είχε δει κάποια από τις ταινίες του. Αυτές παίχτηκαν μόνο στο εξωτερικό, στα underground φεστιβάλ. Της είπε επίσης ότι λυπόταν. Δεν της εξήγησε για ποιο πράγμα.



Η Τζοάνα του είπε κι αυτή ότι λυπόταν και βρήκε την ευκαιρία να αυτοπαρουσιαστεί στον Μανώλη ως ατζέντισσα στον χώρο του θεάματος. Ψέματα, φυσικά. Του πρότεινε να τον εκπροσωπήσει. Αφιλοκερδώς. Για χάρη του παλιού καλού καιρού. Ένιωθε ότι κάτι του χρωστούσε. "Αυτό είναι το γραφείο μου", του είπε, "εδώ θα έρχεσαι να με βρίσκεις. Εδώ τους ξέρω όλους, δημοσιογράφους με διαψευσθείσες λογοτεχνικές φιλοδοξίες, διεφθαρμένους πολιτικούς, κοκάκηδες τραγουδιστές δευτέρας διαλογής, ηθοποιούς σε καλλιτεχνικό πορνό, αρχιτέκτονες με καταπιεσμένα καλλιτενικά ένστικτα, όλοι εδώ συχνάζουν κι οι περισσότεροι έχουν περάσει από τα χέρια μου". Η αλήθεια ήταν ότι οι περισσότεροι είχαν περάσει απ' το κρεβάτι της, αλλά ο Μανώλης πείστηκε. Δέχτηκε.



Θα κάνω τα πάντα, Τζοάνα, της είπε. Τα πάντα, εκτός από τσόντες. Εγώ πορνό ούτε γράφω ούτε και παίζω.



Η Τζοάνα αργότερα κατάλαβε ότι ο λόγος αυτής της κατηγορηματικής άρνησης του Μανώλη ήταν τα χάπια: δεν του σηκωνόταν πια. Κρίμα ρε Μανώλη.



Από τότε έχουν περάσει αρκετά χρόνια, χωρίς ποτέ ο ένας για τον άλλο να κάνει τίποτε, ούτε ο Μανώλης έγραψε ποτέ του κάτι, ούτε η Τζοάνα του βρήκε καμιά δουλειά, πλην αυτής της εμφάνισης στο ντοκιμαντέρ, για τα προβλήματα ψυχικής υγείας στην εποχή της κρίσης. Εψαχνε να βρει και τον φίλο του Μανώλη, τον Αργυρίου, ταμία στον ασφαλιστικό φορέα, να συμμετάσχει κι αυτός, ιδανική κλινική περίπτωση ψυχάκια, αλλα είχε φύγει στο χωριό του, ζούσε απομονωμένος, τάχα ότι καλλιεργούσε ροδάκινα, ενώ το μόνο που έκανε ήταν να τριγυρνά στα χωράφια του ντόπιων με μια σύριγγα στο χέρι κάνοντας ενέσεις ενός μυστηριώδους υγρού στα δέντρα και στους καρπούς.



Ο Μανώλης θυμήθηκε ότι έπρεπε να βάλει και σκούπα. Να σφουγγαρίσει ίσως. Κοίταξε αυτά που μόλις είχε γράψει.



Καλό δεν είναι; ρώτησε το είδωλό του στον καθρέφτη που τον είχε στημένο δίπλα στην οθόνη του υπολογιστή.



Μαλακία είναι, Μανώλη, δεν το βλέπεις κι εσύ; Σαχλό κι ακατανόητο. Σιγά μη δεχτεί η Τζοάνα να σου εκδώσει αυτές τις βλακείες. Μήπως να το γυρίσεις στην τσόντα, Μανωλάκη;



Ντυμένος στην πένα, με λινό καλοκαιρινό κουστούμι, στο χρώμα της άμμου, στητός, καλοκουρεμένος, καλοξυρισμένος, ατσαλάκωτος, χωρίς ένα κόκο σκόνης πάνω στα καλογυαλισμένα του σκαρπίνια. Σαν πεζοναύτης με πολιτικά. Σαν γκεσταπίτης ή πράκτορας της Στάζι. Περπατά μες στο λιοπύρι. Στο χωματόδρομο, στο κοκκινόχωμα. Στον κάμπο που φλέγεται. Τα τζιτζίκια χαλούν τον κόσμο, μα αυτός δεν τ' ακούει. Εχει στ' αυτιά ακούστικα, παίζει ένα τραγούδι μόνο. Το Rehab, της Amy Whinehouse. Τόσα χρόνια, χωρίς να μπορεί να καταλήξει. Πόσες μέρες στη στέγνα, για να αποτοξινωθείς; Seventy ή seventeen, λέει το τραγούδι; Εβδομήντα είναι πολλές, δεκαεπτά μοιάζουν πολύ λίγες.



Στέκεται καταμεσής στο χωματόδρομο. Ψυχή ζώσα τριγύρω. Καταμεσήμερο. Οι αγρότες στα καφενεία, στο σπίτι ή για ύπνο. Ώρα να πιάσει αυτός δουλειά. Κοιτά ψηλά φέρνοντας το χέρι στα μάτια. Ενα αεροπλάνο των μυστικών υπηρεσιών. Ο εβδομαδιαίος ψεκασμός της χώρας. Ανυποψίαστοι οι αγρότες στα χωράφια ψεκάσανε νωρίτερα τη σοδειά τους, ραντίσανε αβέρτα. Κι αυτός, τώρα που τελειώσαν, θα βάλει την τελευταία πινελιά. Στα κρυφά. Με τη σύριγγα στο χέρι προχωρά.



Δεν είναι πρεζάκι ο Αργυρίου. Εθισμένος, ναι. Εθισμένος στους ανθρώπους. Σε κάποιους περισσότερο. Μόνο μαζί τους είναι ευτυχισμένος. Όμως κάποια στιγμή, κι αυτός, όπως όλοι, μένει μόνος. Οι άλλοι φεύγουν. Ολοι φεύγουν. Ολοι τον αφήνουν μόνο. Και περισσότερο αυτοί τους οποίους θέλει ο Αργυρίου. Εχουν κι άλλους ανθρώπους, πέρα απ' αυτόν, για να αφιερώσουν χρόνο. Έχουν και τη ζωή τους, όλο με τον Αργυρίου θα ασχολούνται; Κι όσο πιο μεγάλη, πιο απολαυστική η προηγούμενη ανθρώπινη δόση, τόσο χειρότερη η στιγμή της χαρμάνας, που μένει μόνος χωρίς κανέναν. Και τους αναζητά με μεγαλύτερη μανία, για μια πιο ισχυρή δόση. Γίνεται φορτικός, κολλητσίδας. Αδιακριτος, χώνει τη μύτη του παντού, θέλει κομμάτια της ζωής των άλλων που δεν του αναλογούν. Κι όσο περισσότερο παίρνει απ' αυτά, τόσο πιο δύσκολα χορταίνει, τόσο πιο δύσκολα ικανοποιείται, τόσο πιο δύσκολα περνάει μόνος. Πονάει. Οχι μόνο στην ψυχή, στην καρδιά, πώς σκατά το λένε στα ρομάντζα. Πονάει σωματικά. Πονούν τα κόκαλά του. Τα χείλη του στεγνώνουν, η καρδιά του χτυπά ακανόνιστα, το δέρμα του ξεφλουδίζει, τρέμει σύγκορμος, ζεσταίνεται, ιδρώνει, ξεϊδρώνει, κρυώνει, τουρτουρίζει, τον πιάνει φαγούρα, μεγάλη νευρικότητα, κρίσεις πανικού, ψυχική και σωματική κατάπτωση.



Γίνεται βίαιος. Αποφασίζει ότι πρέπει να ξεκόψει.



Πρώτη φορά το αποφάσισε να ξεκόψει, να καθαρίσει, πριν από χρόνια, νέος ακόμη.



Κάπως έτσι ξεφορτώθηκε, βίαια, κόβωντάς της το λαρύγγι, εκείνη τη συμφοιτήτριά του, που μπορεί και να τον αγαπούσε, μπορεί και να τον έβλεπε σαν φίλο, αλλά όπως κι αν έχει, κάμια στιγμή δεν άντεξε να τον έχει 24 ώρες το 24ωρο μέσα στα πόδια της. Και του το είπε. Κι αυτός προσπάθησε να μείνει μακριά της. Μια μέρα. Τόσο βάστηξε. Μετά τη σκότωσε. Δεν το ΄χε ξανακάνει. Πέρασε δύσκολες στιγμές. Παραλίγο να κλάψει. Τη γλίτωσε. Το πτώμα δεν βρεθηκε ποτέ. Χωρίς πτώμα, δεν υπάρχει φόνος. Μόνο πόνος.



Ετσι ήρθε κι η δεύτερη, κι η τρίτη, η τέταρτη... Είχε χάσει λογαριασμό. Δεν μετρούσε. Δεν ήταν κάνας μανιακός δολοφόνος, κι ας ξεπερνούσαν τα θυματά του διψήφιο αριθμό. Πάντα κοπέλες. Εθιζόταν περισσότερο σε αυτές. Δεν ζητούσε τίποτε. Μόνο να είναι μαζί τους. Ολη μέρα. Δεν επεδίωκε σωματικη επαφή καμιά. Μόνο να του μιλάνε, να κάνουνε τα πάντα μαζί, ακόμη στο σεξ ζητούσε να είναι σε μια γωνιά να βλέπει. Αυτό συνήθως ήταν το κρίσιμο σημείο. Κάποιες, λίγες, το βρήκανε μια κίνκυ επιθυμία, δεχτήκανε για λίγο. Αλλες τού το ξέκοψαν με τη μία. Αυτές πληρώσανε. Και ο Αργυρίου συνέχιζε να παλεύει με τον εθισμό. Απέφευγε όσο γινόταν τους ανθρώπους. Να μη χαίρεται. Να μην εθίζεται. Γιατί στο τέλος πάντα ή αυτός θα πονούσε ή άλλος θα πέθαινε. Κι ο Αργυρίου σιχαινόταν τον πόνο. Τον δικό του. Ο πόνος των άλλων, τη στιγμή που τους σκότωνε, ήταν αναγκαίο κακό στην πορεία του προς την απεξάρτηση. Προσπαθούσε για μέρες να μη δει κανέναν, αλλά δεν ήταν εφικτό. Ακόμη και στην υπηρεσία όπου δούλευε στο ταμείο, με ανθρώπους είχε να κάνει. Ετσι γνώρισε κι εκείνον τον τρελάκια, τον Μανώλη. Με τους καθρέφτες. Ο μόνος που -μάλλον, κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήταν σίγουρος, αλλά δεν ήθελε και να το διακινδυνεύσει- είχε καταλάβει τι ρόλο έπαιζε ο Αργυρίου.



Ομοιοπαθής, ψυχοπαθής κι εσύ δικέ μου; του είχε πει τη δεύτερη φορά που τον είδε. Είσαι, είσαι, μην το αρνείσαι, μου το ΄πε το είδωλο στον καθρέφτη. Είναι μαγικός ο καθρέφτης.



Με χίλια ζόρια έμεινε ψύχραιμος ο Αργυρίου. Τού μέτρησε τα λεφτά χωρίς να πει κουβέντα. Από τότε ο Μανώλης τον χαιρετούσε φιλικά κάθε φορά, "πού ΄σαι δικέ μου, πού 'σαι βρε αρρώστια, πώς πάει η ψυχασθένεια;".



Τελευταίος του εθισμός, μια λυγερόκορμη γειτονοπούλα, φοιτήτρια, που ακόμη την ψάχνουν και την κλαίνε οι γονείς της και που σιγά μην τη βρουν εκεί που την έχει καταχωνιάσει ο Αργυρίου. Δίπλα-δίπλα τα μπαλκόνια των διαμερισμάτων τους, έβγαινε και έπινε καφέ κάθε απόγευμα την ίδια ώρα με τον Αργυρίου χαμογελώντας του και λέγοντάς του "τι κάνεις;". Ανεξηγητο λοιπόν γιατί ξέσπασε σε ουρλιαχτά μια μέρα που καθισμένη στο κρεβάτι της με τα εσωρουχα τον είδε να στέκεται στο μπαλκόνι της και να την κοιτά ανέκφραστος πίνοντας τον φραπέ του. Είναι η ώρα που πίνουμε καφέ μαζί, δεν ήρθες σήμερα, μ' έστησες, δεν το βρίσκεις κάπως αγενες; προσπάθησε να της εξηγήσει ο Αργυρίου, αλλά αυτή ουρλιαζε τόσο πολύ, τόσο ενοχλητικά. Αναγκάστηκε να τη σκοτώσει.



Και μετά παραιτήθηκε. Είπε στην υπηρεσία κάτι για χωράφια στο χωριό, ροδάκινα. Θα πήγαινε να τα καλλιεργήσει. Άλλη ποιότητα ζωής στην ύπαιθρο. Οι συνάδελφοί του δεν του δώσαν σημασία. Τον θεωρούσαν λίγο μυστήριο, φιλήσυχο, αλλά πολύ κλειστό άνθρωπο.



Στο χωριό ο Αργυρίου έβαλε μπρος το μεγάλο του σχέδιο: ένας τρόπος απεξάρτησης από τους ανθρώπους υπήρχε, να τους εξαφανίσει όλους. Γιατί μετά τον εθισμό στον έναν, ακολουθούσε ο εθισμός στον άλλον, κι ύστερα στον παράλλον, παντα κάποιος άνθρωπος βρισκότανε στο διάβα του. Κι ο Αργυρίου έπεφτε με τα μούτρα. Συνήθως πάνω σε τοίχο. Κανείς δεν γουστάρει να έχει έναν ψυχάκια στο πλάι του 24 ώρες το 24ωρο. Θα δηλητηρίαζε λοιπόν τον παγκόσμιο πληθυσμό. Είχε φτιάξει μια ουσία δολοφονική, με αυτήν εμβολίαζε όλη τη σοδειά ροδακίνων στον κάμπο. Αργά αλλά σταθερά θα τους εξολόθρευε όλους. Ο καλύτερος τρόπος απεξάρτησης είναι να εξαφανίσεις τις εθιστικές ουσίες από τον πλανήτη. Κι ο άνθρωπος είναι για τον Αργυρίου η πιο εθιστική ουσία απ' όλες. Κόλαση και παράδεισος μαζί. Οι άλλοι. Όχι αυτός. Σε αυτόν δεν έχει εθιστεί ποτέ κανένας και καμιά.



Ενεργοποίησε τον συναγερμό, έσβησε τα φώτα, κατέβασε τα ρολά. Κοίταξε τριγύρω. Καλοκαίρι, ακόμη είχε φως. Δεξιά, στη γωνία το σπίτι του. Η γυναίκα του. Ο γιος του. Η πεθερά του. Αριστερά, ο κόσμος όλος. Ο κίνδυνος. Και μια ώρα ακόμη μέχρι να σκοτεινιάσει.



Στράφηκε αριστερά. Άνοιξε το βήμα.



Στην επόμενη γωνιά, κάποιος έπεσε πάνω του με φόρα. Μαντίλι στα μάτια, ωτοασπίδες στ' αυτιά.



"Βρε Μανώλη, πάλι τα ίδια; Δεν πήρες τα χάπια σου σήμερα;".



Ο Μανώλης όμως δεν έβλεπε ούτε άκουγε τίποτε. Ωστόσο τον αγκάλιασε σφιχτά για κάμποση ώρα. Τον πασπάτεψε στα τυφλά στο στήθος. Έψαχνε βυζιά. Απογοητευμένος, έκανε να φύγει.



"Στάσου, βρε τρελέ, να σε πάω σπίτι σου τουλάχιστον".



Τον έπιασε απ' το μπράτσο και τον πήγε μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας του. Τον παράτησε εκεί να παίζει συγκρουόμενα με τους περαστικούς. Του τελείωναν τα χάπια, φαίνεται. Ή είχαν πάψει να τον πιάνουν. Σίγουρα τις επόμενες ημέρες θα 'ρχόταν από το φαρμακείο να αγοράσει τα επόμενα. Η αγαπημένη του στιγμή του μήνα. Οταν τραγουδούσαν παθιασμένα ακαπέλα τους Σωλήνες. Ξελαρυγγιάζονταν, προσπαθώντας να υπερκαλύψει ο ένας τη φωνή του άλλου. Φτου ρε πούστη μου δουλειά.



Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Δεν είχε πολύ χρόνο ακόμα. Είχε χάσει αρκετή ώρα ν' ασχολείται με τον Μανώλη.



Δουλειά, σπίτι, σπίτι και δουλειά. Οικογένεια. Καλοί άνθρωποι. Κι η γυναίκα του. Κι η πεθερά του. Και ο γιος του. Κι αυτός ο ίδιος μάλλον καλός άνθρωπος. Συνηθισμένος. Μέτριος. Καθόταν μαζί τους στο σαλόνι γυρίζοντας από το φαρμακείο, έκανε πως έβλεπε τηλεόραση και παρίστανε πως συμμετέχει στην οικογενειακή ζωή. Χρειαζόμαστε τόσα για το φροντιστήριο του μικρού και τόσα για τον δάσκαλο κιθάρας. Κι η μαμά θέλει να πάει στα λουτρά τον άλλον μήνα. Και τι θα γίνει με την κρίση; Πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Σου χρωστάει ο ΕΟΠΥΥ; Να κόψεις την πίστωση στους κωλόγερους. Εχεις και οικογένεια, κύριε, πρέπει να τη φροντίσεις. Και μ' εκείνον τον τρελό μού είπαν πάλι ότι τραγουδούσες, μα είναι σοβαρά πράγματα αυτα; Διώχνεις έτσι τους πελάτες, δεν το καταλαβαίνεις; Και κοίτα μπαμπά τι ζωγράφισα. Ναι, θα σου αφήσω τα λεφτά, ναι, μητέρα, να πάτε στα λουτρά, βεβαίως, αντέχουμε στην κρίση αγάπη μου, μην ανησυχείς, ίσως την επόμενη φορά να πρέπει να ψηφίσουμε Τσίπρα, στο είχα πει, Καλλιόπη, και πέρσι, αλλά εσύ μ' έβαλες να ψηφίσω εκείνον τον πασόκο που σου ΄πε ότι θα διόριζε τον αδερφό σου, κι ούτε στη βουλή δεν μπήκε ο μπαγλαμάς, μα έτσι δουλεύει, Καλλιοπίτσα μου, το φαρμακείο, με πίστωση, και σε παρακαλώ, δεν είν' κωλόγεροι, είναι καλοί ανθρώποι, κι ο Μανώλης ακόμη, τι σου ΄χει φταίξει; έρχεται, πληρώνει τα φαρμακά του τοις μετρητοίς και λέμε ένα τραγούδι από τα νιάτα μας, μα δεν θυμάσαι που στο 'χα γράψει σε μια κασέτα και μου είχες πει ότι σου άρεσε; μπράβο παιδί μου, ωραίο σκυλάκι ζωγράφισες, α δεν είναι σκυλάκι, η δασκάλα σου είναι;



Τα έλεγε μηχανικά όλα αυτά, σαν προγραμματισμένος. Έπληττε θανάσιμα.



Στο κινητό του είχε ήδη τρεις αναπάντητες κλήσεις. Οι δύο από το σπίτι. Η γυναίκα του σίγουρα.



Η άλλη από τον Αργυρίου. Ήταν βιαστικός ο ανώμαλος.



Ήταν κι ο Αργυρίου πελάτης του στο φαρμακείο. Χάπια κι αυτός. Οπως όλοι. Δεν είχε πολλά-πολλά μαζί του. Τον έβλεπε και του πάγωνε το αίμα. Τον φοβότανε. Κι ας του ΄χε πει ο Μανώλης μια φορά "ποιος ρε; ο Αργυρίου; το καλύτερο παιδί, δικός μας, λίγο βλαμμένος βέβαια". Είχε δυο βδομάδες τώρα, τέτοια ώρα, λίγο πριν κλείσει το μαγαζί, που τρύπωσε στο φαρμακείο και του έχωσε ένα λεπίδι στο λαιμό. Πολύ γρήγορα του εξήγησε τι θέλει. Φαρμακοποιός είσαι, ξέρεις απ' αυτά. Μια ουσία, την πιο δηλητηριώδη απ' όλες. Θα μου τη φτιάξεις και θα μου τη φέρεις. Σε μεγάλη ποσότητα. Σε δυο βδομάδες ακριβώς. Και τσιμουδιά. Αν μάθω ότι ανοιξες το βρωμόστομά σου, θα μάθει η γυναίκα σου κι η πεθερά σου, τι κάνεις με κείνη την τσούλα την Τζοάνα όταν τις στέλνεις στα λουτρά το καλοκαίρι.



Νάτονα, τον γκεσταπίτη. Φαινομενικά ατάραχος περίμενε στο προκαθορισμένο σημείο. Οσο μπορούσε πιο αδιάφορα στάθηκε για λίγο δίπλα του χωρίς να τον κοιτάει.



Τα έφερες; ρωτησε ο Αργυρίου.



Ναι.



Ολα όπως στα ζήτησα;



Ολα.



Εντάξει. Ασε την τσάντα και δίνε του.



Εφυγε. Τρέχοντας σχεδόν για το σπίτι. Εφαγε γερή κατσάδα. Κάτι ψέλλισε για ένα παλιό συμμαθητή που πέτυχε στο δρόμο. Δεν άκουσε τίποτε άλλο απ' ό,τι του είπανε εκείνο το βράδυ. Δεν έκλεισε μάτι. Φοβόταν. Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Πριν αποφασίσει, είχε μιλήσει με την Τζοάνα, η οποία είχε τον τρόπο της με τον γιατρό του Αργυρίου, και τα είχανε μάθει όλα. Εκτός από τους φόνους.



Ετσι, λοιπόν, στον Αργυρίου, που σκόπευε να τα παρατήσει όλα, να πάει στο χωριό του, να καλλιεργεί τάχα ροδάκινα, εμποτισμένα με δηλητήριο, για την εξόντωση του ανθρώπινου πληθυσμού και την οριστική συναισθηματική του απεξάρτηση και την προστασία του από τις μελλοντικές συναισθηματικές απογοητεύσεις, ο φαρμακοποιός είχε επιφυλάξει τη μεγαλύτερη απογοήτευση όλων: η ουσία που είχε παρασκευάσει δεν ήταν δηλητήριο αλλά πλασίμπο. Νεράκι του θεού, να το πιεις στο ποτήρι.



Ηταν ένα ασανσέρ, όχι πολύ μεγάλο, όχι πολύ μικρό. Ενα και μοναδικό για να εξυπηρετεί κάθε μέρα περίπου 200 ανθρώπους. Από τις 8 το πρωί έως τις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Πολύ αργό. Πολύ ασφαλές. Πολύ αξιόπιστο. Ποτέ δεν πάθαινε βλάβη. Άτομα έξι. Αντεχε να κουβαλήσει συνολικά 450 κιλά. Πολύ συχνά, σχεδόν καθε μέρα, τύχαινε να κουβαλήσει ταυτόχρονα πολλούς παραπάνω, που ζυγίζανε πολλά κιλά παραπάνω. Είχε πολλούς χοντρούς αυτή η επίχειρηση. Μάστιγα η παχυσαρκία στον κλάδο. Οπως και το αλκοόλ. Και η κατάθλιψη. Και τα καρδιακά επεισόδια. Εσχάτως και ο καρκίνος. Πού και πού, λες κι ήταν συνεννοημένοι, οι χοντροί κατέφταναν όλοι μαζί και στριμώχνονταν μέσα στο ασανσέρ γελώντας και βρίζοντας ο ένας τον άλλον "δεν σου είπα, ρε μαλάκα, να ξεκινήσεις δίαιτα;". Το ασανσέρ έκανε στάσεις στον πρώτο όροφο, στον τρίτο και στον τέταρτο. Υπήρχαν σκάλες, για όποιον ήθελε να γυμναστεί, από το ισόγειο στον πρώτο όροφο, και από τον τρίτο στον τέταρτο. Κανείς δεν τις χρησιμοποιούσε. Το ασανσέρ μύριζε. Ανθρώπους. Χαρτί εφημερίδας. Αρώματα, ανδρικά και γυναικεία, απλυσιά, χλωρίνη, τσιγάρο, ιδρώτα, καφέ, τοστ ζαμπόν κασέρι, τηγανιτές πατάτες. Είχε κι έναν καθρέφτη, για να ρίχνουν μια τελευταία ματιά, στα πεταχτά, να διορθώσουν κάποιαν ατέλεια, οι όμορφες (κι οι όμορφοι) πριν πιάσουνε δουλειά. Συχνά κάποιοι πιάνανε την κουβέντα μπροστά, μέσα, έξω και γύρω από το ασανσέρ, κρατώντας την πόρτα του ανοιχτή. Δημιουργώντας έτσι ουρές συναδέλφων που ανέμεναν σε άλλους ορόφους το ασανσέρ. Οι οποίοι συχνά, ειδικά αν είχαν πια σχολάσει, δυσανασχετούσαν και πατούσαν ξανά και ξανά, με μίσος και μανία, το κουμπί, που είχαν ήδη πατήσει, λες και θα βοηθούσε σε κάτι αυτό. Καθημερινά με το ασανσέρ διακινούνταν η εσωτερική αλληλογραφία της επιχείρησης, έγγραφα, εφημερίδες, περιοδικά, δελτία τύπου, τα οποία κανείς δεν ενδιαφερόταν να μαζέψει από καταγής και ολημερίς ανεβοκατεβαίνανε από όροφο σε όροφο μέχρι να ποδοπατηθούν από ψηλοτάκουνες γόβες, αρβύλες, μπότες, σκαρπίνια, αθλητικά παπούτσια, σαγιονάρες και σανδάλια. Περιέργως, δεν είχε συνθήματα γραμμένα μέσα στο ασανσέρ. Μόνο λίγα αυτοκόλλητα και πού και πού ανακοινώσεις από το σωματείο, συνήθως κάποια αναγγελία απεργίας, ή από το Τεχνικό Τμήμα, συνήθως κάποια ενημέρωση για κάποιον καινούργιο ιό που κάποιος άσχετος έμπασε στο δίκτυο. Σπανίως κάποιος έγραφε κάτι εντός του ασανσέρ. Ισως γιατί σπανίως τύχαινε να ανεβοκατέβει κάποιος μόνος του. Είναι απορίας άξιον λοιπόν πώς βρέθηκε κάποιος που πάνω στην ανακοίνωση, με την οποία το σωματείο κατήγγειλε την εργοδοσία για την απόλυση του Μανώλη και των υπολοίπων, δίπλα στην λέξη "απολύσεις", είχε γράψει με μπλε στιλό "επιτέλους, καιρός ήταν". Κι ήταν εκεί γραμμένο όταν μπήκε πριν από πολλά χρόνια τελευταία φορά στο ασανσέρ ο Μανώλης φεύγοντας από την εταιρία. Τότε ακόμη ούτε χάπια έπαιρνε, ούτε με το είδωλό του στον καθρέφτη μιλούσε, ούτε έπαιζε συγκρουόμενα με τους περαστικούς έχοντας το μαντίλι στα μάτια και τις ωτοασπίδες στ' αυτιά, μόνο το κορίτσι, που του μιλούσε καμιά φορά μέσα στο κεφάλι του, του έλεγε να κάτσουν να τα γράψουν κάποια στιγμή όλα αυτά.



Στον περιορισμένο ελεύθερό του χρόνο, όταν δηλαδή δεν αντιδικούσε με το είδωλό του στον καθρέφτη, όταν δεν προσπαθούσε ανεπιτυχώς να γράψει κάτι, όταν δεν τριγυρνούσε στους δρόμους φορώντας μαντίλι στα μάτια και ωτοασπίδες στ' αυτιά, ο Μανώλης σκαρφιζόταν βασανιστήρια για τους ελιτιστές, όλους αυτούς που, μια ζωή με τη μούρη στην κουλτούρα, την τέχνη και τα βιβλία, το μόνο που μάθανε είναι να κοιτούν περιφρονητικά και αφ' υψηλού την πλέμπα σηκώνοντας τη μύτη τους ψηλά. Από των άλλων, των κοινών ανθρώπων τις μύτες δεν έχει καμία διαφορά, κι αυτονών η μύτη μύξες και τρίχες έχει. Μια μέρα οι μανώληδες όλων των εθνών θα πάρουν την εξουσία στα χέρια τους και οι μόνοι που θα έχουν κάτι να φοβηθούν θα είναι οι ελιτιστές και οι σνομπαρίες, που και πάλι δηλαδή τι να φοβηθούν από τους μανώληδες, οι μανώληδες του ντουνιά είναι άκακοι. Το χειρότερο βασανιστήριο που μπορούσε να σκεφτεί ο Μανώλης για τους ελιτιστές ήταν να τους κλειδώσει στο δελφινάριο και να βλέπουν τα άπαντα του Μάρκου Σεφερλή, non stop, τρώγοντας κακοψημένες μπριζόλες και κρύες τηγανιτές πατάτες. Την ίδια στιγμή έξω, η πλέμπα θα γλεντούσε ακούγοντας τα μουσικά σύνολα της ΕΡΤ, την Κρατική Ορχήστρα, τη Συμφωνική της Βιέννης -και δεν ξέρω ποιον άλλο με φράκο και κασκόλ- να συνεργάζονται με πλανόδιους μουσικούς, χάλκινους, τσιγγάνους, που θα παίζανε βαλκανικούς ρυθμούς, κλαρίνα από τα Σέρρας και θρακιώτικα από την αχμ... από τη Θράκη, κι από δίπλα τα φρικιά να στρίβουνε τσιγάρα σε σκα πανκ ρυθμούς. Κι οι ποιητές σαν τον Μανώλη θα απαγγέλνουν στίχους ποίησης σπουδαίας, της προεπαναστατικής, προμανωλιακής περιόδου, και μετά από κάθε στροφή σειρά θα παίρνει ο κάθε λουμπενάριος που μεθυσμένος από το κρασί της νίκης θα ασκείται στην ποιητική τέχνη κατεβάζοντας άτεχνα πρόστυχα δύστυχα δίστιχα, μέχρι που η συνεχής άσκηση, το διαρκές γλέντι, θα γεννήσει μια νέα τέχνη, αυθεντικά λαϊκή και συνάμα υψηλή. Και θα χιμήξουν οι λουμπενάριοι ποιητές στο Δελφινάριο να απελευθερώσουν τους παλαιο-ελιτιστές που με τόση πλύση εγκεφάλου θα έχουν γίνει τομπούλο ράσα και με δικτυωτά καλτσόν και φωσφοριζέ κορμάκια θα πλαισιώσουν τη νεα παράσταση του Μάρκου Σεφερλή, που πλέον θα είναι γραμμένη από τον κάθε έναν λουμπενάριο πραγματικό ποιητή.



Ναι, είναι η ώρα που ο Μανώλης πρέπει να πάρει το χάπι του.



Είναι δύσκολο, Μανώλη, να έχεις μια συνέπεια. Να πιάνεις το νήμα από κει που το 'χεις αφήσει. Να έχει συνέχεια και συνέπεια η ιστορία σου, χωρίς κενά και αντιφάσεις. Τώρα, ας πούμε, θέλεις κάτι να γράψεις για τον γιατρό και για την οικειότητα που γεννά την περιφρόνηση, για τον χρόνο που τελειώνει και για την αγάπη μοιράζεται ανομολόγητα. Αλλά δεν ξέρεις πώς να το κάνεις αυτό, Μανώλη, ξέρεις;



Θα προσπαθήσω ρε, είπε ο Μανώλης στο είδωλό του στον καθρέφτη.



"Διαρκώς με ελέγχουνε γιατρέ. Κι αυτή κι η μάνα της. Πόσα μπαίνουν και πόσα βγαίνουν από το φαρμακείο. Και όσα μπαίνουν είναι πάντα λίγα. Κι όσα βγαίνουν πάντα πολλά".



Γιατρός, ψυχίατρος, αλλά για τους φίλους πάντα γιατρός: πού 'σαι γιατρέ; και γιατρέ μου δεν είμαι καλά κι όταν θα παώ στον τρελογιατρό θα τον τρελάνω κι αυτόν.



Γιατρός, γιατί δεν άντεχε την ευτυχία των άλλων. Αντίθετα, η ανακούφιση του πόνου τους, ο πόνος αυτός καθ' αυτός, τον ανακούφιζε. Τα ανθρώπινα ερείπια που κατά καιρούς περνούσαν από το ιατρείο του τον παρηγορούσαν. Δεν ένιωθε μόνος.



Αυτά στην αρχή. Σύντομα βαρέθηκε. Τα ίδια και τα ίδια τού πρήξανε τα αρχίδια. Αρχισε να δίνει τα χάπια με το τσουβάλι, να μη μη νιώθουν, να μην έχουν κάτι να του πουν, να μη χρειάζεται να τους ακούει. Ωρες-ώρες ήθελε να μιμηθεί εκείνον τον παλαβιάρη τον Μανώλη, να βάλει ένα μαντίλι στα μάτια και ωτοασπίδες στ' αυτιά, να μη βλέπει, μην ακούει τίποτα. Ούτε που τον ενδιέφερε τι του λέγανε πια οι ασθενείς του. Να, όπως αυτός ο φαρμακοποιός.



"Με καταπιέζουν, γιατρέ. Με κοροϊδεύουν, νομίζω. Εσύ, γιατρέ, τι λες;".



(Η γυναίκα του που τον καταπιέζει, η μάνα της που τον καταπιέζει, ο γιος του που τον κάνανε βλαμμένο, να του δώσω ένα πιστόλι ν' αυτοκτονήσει καλύτερα; Ούτως ή άλλως, έχει πεθάνει και δεν το ΄χει καταλάβει)



"Σχολάω, γιατρέ, από το φαρμακείο και δεν μου κάνει καρδιά να πάω σπίτι μου".



"Ναι, αλλά κι εσύ πιστεύεις ότι ήσουν σωστός απέναντι στη γυναίκα σου, φαρμακοποιέ; Η μοιχεία δεν είναι μικρό πράγμα. Την πλήγωσες τη γυναίκα σου, την πρόδωσες, πώς περιμένεις να σ' εμπιστευτεί πάλι;".



Επίτηδες του έριξε κι άλλο αλάτι στην πληγή. Για να τον πονέσει.



Η συνεδρία τους είχε σχεδόν τελειώσει. Αρχισε να του γράφει τα χάπια. Τα ίδια κάθε φορά. Τα ίδια σε όλους.



- Γιατρέ, είναι και κάτι ακόμη. Ενας Αργυρίου,



(ο Αργυρίου;)



- τον ξέρεις κι εσύ, ασθενής σου δεν είναι;



(το ιατρικό απόρρητο)



- Ασε το ιατρικό απόρρητο γιατρέ.



(διαβάζει σκέψεις ο φαρμακοτρίφτης)



- Το ξέρω ότι είναι ασθενής σου κι αυτός. Τον έχω δει κανα δυο φορές να βγαίνει απ' εδώ και τον έχω και πελάτη στο φαρμακείο, τη δική σου υπογραφή έχει η συνταγή.



- Ε τότε τι με ρωτάς;



- Γιατρέ, ήρθε τις προάλλες στο μαγαζί, μού ΄βαλε το μαχαίρι στο λαιμό και μου ζήτησε να του παρασκευάσω μια ουσία, θανατηφόρο δηλητήριο. Γιατρέ, είπε πως ξέρει για μένα και την Τζοάνα, έχει και φωτογραφίες, κι αν δεν του ετοιμάσω ό,τι θέλει, θα τις δείξει στη γυναίκα μου. Γιατρέ, τι να κάνω;



Ο Αργυρίου! Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει μανιακός δολοφόνος. Ο άνθωπος που προχτές αποχαίρετησε τον γιατρό λεγόντάς του ότι θα πάει να ποτίσει με δηλητήριο τα ροδάκινα στο χωριό του για εξολοθρεύσει όλη την πλάση. Αυτός τον οποίο έψαχνε η Τζοάνα για κείνο το ντοκιμαντέρ με τους τρελούς και τους ψυχάκηδες. Ο Αργυρίου που ήθελε όλοι να αγαπούν μόνον αυτόν όλη την ώρα. Και επειδή αυτό δεν ήταν δυνατόν, μισούσε τους πάντες. Που η Τζοάνα τον θεωρούσε και λιγάκι επικίνδυνο. Οχι όμως ο Μανώλης της, που θεωρούσε τον Αργυρίου "το καλύτερο παιδί". Κι αυτός πελάτης του. Ολοι πελάτες του. Ολη η πόλη ένα απέραντο ψυχιατρείο, όλη η πόλη είχε περάσει από τον καναπέ του, όλη η πόλη είχε περάσει από το κρεβάτι της Τζοάνας. Κι αυτή πελάτισσά του. Οι συνεδρίες της Τζοάνας όμως γίνονταν πότε στο μπαρ και πότε στο κρεβάτι. Θεράπευαν ο ένας τον άλλον. Ο γιατρός την άκουγε στο μπαρ, κι αυτή του έδινε λίγη αγάπη, λίγη χαρά στο κρεβάτι. Ήξερε πια πάρα πολλά για αυτήν. Κι αυτή ήξερε πάρα πολλά για τον ίδιο. Η οικειότητα γεννούσε εκατέρωθεν περιφρόνηση.



- Γιατρέ, μ' ακούς; Τι θα κάνω με τον Αργυρίου; Αυτός είναι τρελός, μπορεί να με σκοτώσει, να καταστρέψει την οικογένειά μου, τη ζωή μου ολόκληρη.



(τι να καταστρέψει, βλαμμένε, την κατεστραμμένη;)



- Πλασίμπο, είπε τελικά. Δώσ' του πλασίμπο αρχικά και θα βρούμε μια λύση.



Να, κάπως έτσι θα το γράψω, είπε ο Μανώλης στο είδωλό του στον καθρέφτη.



Ναι, ρε μπουχέσα, αλλά άμα το συγκρίνω με τα υπόλοιπα που 'χεις γράψει, ξέρεις πόσες ανακολουθίες θα βρω στην υπόθεση;



Μα δεν είναι η υπόθεση το θέμα, διαμαρτυρήθηκε ο Μανώλης.



Και ποιο είν' το θέμα τότε;



Η προκαταβολική στεναχώρια για αυτά που θα γίνουν.



Ε, και τι έγραψες για αυτό;



Τίποτε ακόμη. Αλλά στεναχωριέμαι. Προκαταβολικά.



Η δικιά σου είναι πιο μεγάλη.



Νομίζεις;



Ναι, βρε μαλάκα, δεν το βλέπεις;



Εμένα σαν να μου φαίνονται ίδιες.
Όχι, λέμε. Είναι πιο μεγάλη η δικιά σου.



Κοιτούσαν και μετρούσανε ο ένας του άλλου. Τις φαλάκρες. Ο Μανώλης και το είδωλό του στον καθρέφτη. Κατέληξαν ότι του Μανώλη ήταν μεγαλύτερη.



Καμιά φορά δεν την πιάνω, είπε του ειδώλου του στον καθρέφτη ο Μανώλης.



Δεν θα το ‘λεγα. Συνεχώς με την ψωλή στο χέρι είσαι, Μανώλη.



Την ειρωνεία, ρε φίλε, την ειρωνεία εννοώ. Γεμίσαμε σαρκασμούς και ειρωνεία, υπονοούμενα και τρολιές. Ολοι λένε το αντίθετο απ’ αυτό που εννοούν.



Και σε χαλάει αυτό, βρε χάπατο;



Ε, ναι ρε συ. Κουράστηκα να κολυμπάω στα θολά νερά της αβεβαιότητας. Μου λείπει η κυριολεξία, κάποιος να λέει αυτό που εννοεί και να εννοεί αυτό που λέει. Θέλω μια άποψη στέρεα, ξεκάθαρη, να πατήσω γερά πάνω της…



… και να τη λιώσεις; Πάχυνες τώρα τελευταία, Μανώλη.



Βρε σάλτα και γαμήσου, τι κάθομαι και σου μιλάω;



Μανώλη, για πες μου, τι έκανες τόσο καιρό; Γιατί έχεις τόσο καιρό να γράψεις;



Δεν ξέρω.



Να σου πω εγώ;



Ξέρεις;



Όλα τα ξέρω.



Για λέγε.



Αναρωτιόσουν αν η ευτυχία καμιά φορά φέρνει και λίγη αλαζονεία.



Εγώ;



Ναι ντε. Και μετά, σήκωσες αδιάφορα τους ώμους και είπες «ας είν’ καλά η μιζέρια μου, από την αλαζονεία τουλάχιστον γλίτωσα».



Σοβαρά;



Ετσι όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Εδώ στεκόμουν εγώ, κι εσύ ακριβώς απέναντί μου, όπως τώρα καλή ώρα.



Και μετά;



Μετά χτενίστηκες και είπες «βρε δεν πα’ να καίγεται το σύμπαν, εγώ θα βγω και θα μεθύσω». Και σου είπα τι χτενίζεις βρε παλιοκαράφλα, που δεν σου ‘χει μείνει τρίχα, και μου είπες να κοιτάω τα χάλια μου και τις βγάλαμε και τις μετρήσαμε και αποφασίσαμε ότι την έχεις πιο μεγάλη. Τη φαλάκρα.



Ήταν ένας τύπος που έγραφε επιστολές στις εφημερίδες, για τις στήλες των αναγνωστών, επιθυμώντας να κάνει δημόσια παρέμβαση στα πράγματα, να καταγγείλει, να προτείνει, να αναλύσει και να λύσει τα μείζονα ζητήματα της κοινωνίας. Οι επιστολές του σπανίως δημοσιεύονταν. Ακόμη και τότε, δεν τις διάβαζε κανείς πλην του ιδίου και του δύσμοιρου διορθωτή της εφημερίδος.



Καθώς τα χρόνια περνούσαν, έχανε το αναγνωστικό του κοινό, αφού οι εφημερίδες, προτού αναστείλουν οριστικά την έκδοσή τους, απολύανε τους διορθωτές τους. Στράφηκε στο διαδίκτυο κι άρχισε να αφήνει μακροσκελή σχόλια σε όλα τα ενημερωτικά τα πόρταλ, στα ενημερωτικά τα σάιτ, στα δημοφιλή τα ιστολόγια, αλλά και πάλι περνούσε απαρατήρητος, ανάμεσα σε σχόλια του τύπου "έμμα τημεί χρεισύ αβγί" και "να τους κραιμάσουμαι και τους τρακώσους στω Σίνταγμα".



Στον ελεύθερό του χρόνο, πέρα από τις δημόσιες παρεμβάσεις του, διότι είχε και προσωπική ζωή, έγραφε σαν μανιακός κατά φαντασίαν ερωτικές επιστολές προς γυναίκες τις οποίες είχε φανταστεί, ονειρευτεί ή ακόμη και γνωρίσει, γειτόνισσες, γνωστές του, ταμίες στις τράπεζες ή στο γκισέ του ταχυδρομείου, υπαλλήλους του σούπερμάρκετ, τις οποίες επιστολές ποτέ δεν έστελνε, ωστόσο λάμβανε απαντήσεις, τις οποίες έγραφε επιμελώς και ταχυδρομούσε στον εαυτό του ο ίδιος, συνήθως επιστολές ευγενικά απορριπτικές, στις οποίες τάχαμου τα αντικείμενα του πόθου του αναγνώριζαν τα υψηλά, ευγενή και λεπτά του συναισθήματα, τα οποία θα εκτιμούσαν εφ' όρου ζωής, ωστόσο αυτές οι ίδιες τον βλέπανε μόνο ως φίλο, κι αφού νότιζε με δάκρυα τις απορριπτικές επιστολές προς τον εαυτό του, που ο ίδιος είχε γράψει, τις έβαζε στο συρτάρι, κι όταν τα συρτάρια γέμισαν και το σπίτι του ξεχείλιζε από επιστολές αυτοαπόρριψης, πήρε να γράφει αποχαιρετιστήρια γράμματα, τα οποία σκόρπιζε σε όλη την πόλη, προς κατά φαντασίαν φίλους του και αγαπημένα του πρόσωπα, που θα έφευγαν σε μέρη μακρινά και τους ανέλυε λεπτομερώς τον πόνο που του προκαλούσε η φυγή τους, μέχρι που μια μέρα ο πόνος από τις μαζικές φυγές των αγαπημένων του ήταν τόσο μεγάλος που πήρε να γράφει σημειώματα αυτοκτονίας, στα οποία κανείς δεν έδωσε σημασία, πολύ κακώς, γιατί μια μέρα τον βρήκανε νεκρό στο χαρτοβασίλειο των επιστολών και των σημειωμάτων του, τα οποία εκτιμήθηκαν για τη λογοτεχνική τους αξία και εκδόθηκαν σε τρεις τόμους που παραλίγο να βρεθούν στην κορυφή των μπεστ σέλερ, αλλά έχασαν την πρωτιά από το νέο βιβλίο της Λένας της Μαντά.



Aπόσπασμα από το ημερολόγιο του Αργυρίου, ψυχοπαθή δολοφόνου, φίλου του Μανώλη
Όταν πια θα έχω καταστρέψει τον κόσμο, θα βλέπω όλη μέρα βίντεο στο youtube, μνημεία της ανθρώπινης δραστηριότητας, βίντεο με γάτες, σκυλιά, μωρά, ηθοποιούς, μοντέλα και τραγουδιστές, θα βλέπω συναυλίες από τα αγαπημένα συγκροτήματα και θα απολαμβάνω τα πρόσωπα των ανθρώπων που θα έχω εξολοθρεύσει και που τόσο θα μου λείπουν, θα απολαμβάνω και θα εκλαμβάνω ότι απευθύνονται σε μένα το χειροκρότημα και οι κραυγές του πλήθους στο κενό ανάμεσα στα τραγούδια της συναυλίας, θα πανηγυρίζω μαζί με τους οπαδούς κάθε γκολ κάθε ποδοσφαιριστή κάθε ομάδας και θα ερωτεύομαι κάθε ξανθιά παρουσιάστρια που κάθεται σταυροπόδι φορώντας αποκαλυπτικό μίνι και πάρα πολύ ψηλές μπότες, θα σκοτώσω, αφού δεν θα μου έχει μείνει τίποτε άλλο να εξολοθρεύσω, όλα τα αλτερ ίγκο μου και θα πίνω κρασί και θα προσέχω το κενό ανάμεσα στα χτυπηματα των ντράμερ και δεν θα με νοιάζουν οι ειδοποιήσεις και τα μέηλ και αν έχει κάτι κάποιος να μου πει, που συνήθως κανείς ποτέ δεν είχε κάτι να μου πει, θα μεθύσω στο διηνεκές, θα τρέφομαι με λουλούδια, θα δαγκώνω τ’ αγκάθια τους και θα ματώνουν τα χείλη μου και θα χορεύω στο στενό διάδρομο στο χωλ και θα χτυπώ τα πόδια μου στις γωνίες και έξω από το μπαλκόνι θα είναι πάντα πολύ νωρίς το πρωί, φθινόπωρο, με σιγανή βροχή, η καλύτερη ώρα, ο καλύτερος καιρός, γαμώ τις νύχτες και τα καλοκαίρια, και τα βλέφαρά μου θα είναι πάντα βαριά, τα μάτια μισόκλειστα και δύο, τρεις και τέσσερις εικόνες μαζί θα μπερδεύονται από κάτω τους και θα συνεχίσω να χρωστώ λεφτά, αλλά δεν θα υπάρχει κανείς να τα ζητήσει, και να αγαπώ κρυφά και φανερά και να βροντοφωνάζω στους δρόμους στίχους, συνθήματα, βωμολοχίες, αλλά δεν θα μου καίγεται καρφί, γιατί κανείς δεν θα υπάρχει να με ακούσει, αφού θα τους έχω όλους εξολοθρεύσει, και δεν θα μπορεί κανείς να πια να με βρει, να με πάρει τηλέφωνο απροειδοποίητα ή να χτυπήσει την εξώπορτα την ώρα που ακούω πολύ δυνατά Nick Cave και να είναι η εφορία ή κάποιος άλλος κακός, και το καλύτερο όλων είναι ότι δεν θα μπορώ εγώ να βρω κανέναν, ούτε γνωστό, ούτε και άγνωστο, μέγα ευτύχημα θα είναι αυτό, γιατί το έχουμε πει, οι άνθρωποι πλήγώνουν ο ένας τον άλλον, άθελά τους αλλά και σκόπιμα, αυτά για την ωρα, κάτσε να σηκωθώ να ξεμουδιάσω, θα παψω να ανοίγω καρτέλες καρτέλες στο μοτζίλα που όλο κρασάρει, θα πάψω να πατώ εφ πέντε, να γράφω εξυπνάδες, να είμαι πνευματώδης, συγκρατημένος, θα παρασυρθώ επιτέλους, θα αφεθώ στα άκρα, θα κάνω ό,τι σκάτα μου κατεβαίνει στο μυαλό, ακόμη και αυτά που ξέρω ότι δεν πρέπει να κάνω, μόνο που ακριβώς επειδή θα τους έχω εξολοθρεύσει όλους, δεν θα υπάρχει κανείς τριγύρω για να κάνω οτιδήποτε μαζί του και δεν θα φοβάμαι μη με θεωρήσουν ψυχάκια, υπερβολικό, αλκοολικό, αισθηματία, γελοίο, δεν θα φοβάμαι να ερωτευτώ, γιατί δεν θα υπάρχει κανείς τριγύρω, θα έχω επιτέλους πετύχει την τέλεια ανθρωπομόνωση.


Μια ιστορία σε γύψο



Ο Μανώλης έδωσε το χειρόγραφο στην Τζοάνα.



Καιρός ήταν, είπε αυτή. Για να δούμε τι μαλακίες έγραψες πάλι.



Και ξεκίνησε να διαβάζει μιαν ιστορία σε γύψο:



Οταν ήταν μικρο παιδί, ο φοβισμένος φαρμακοποιός, που τον καταπιέζουν η γυναίκα του, η πεθερά του, ο γιος του, οι πελάτες του, ο κόσμος όλος και που όλο και όλο δυο φορές επαναστάτησε στη ζωή του, μία όταν ξενοκοιμήθηκε με την Τζοάνα, την κωλοπετσωμένη ατζέντισσα του Μανώλη του ψυχάκια, και μία όταν έδωσε, κατόπιν συμβουλής του κοινού ψυχιάτρου όλων τους, στον ψυχοπαθή δολοφόνο Αργυρίου, αντί για φονικό δηλητήριο, ακίνδυνο πλασίμπο για να μπολιάσει με αυτό όλη την εγχώρια ροδακινοπαραγωγή, ως μέρος του σχεδίου του για εξόντωση του παγκόσμιου πληθυσμού, το ξέρω πως είναι υπερβολικά μακριά και ασύνταχτη η πρόταση, Τζοάνα μου, που τώρα διαβάζεις το χειρόγραφο πίνοντας το νιοστό ποτό της ημερας, καθιστή στη γωνιά του αγαπημένου σου μπαρ, τόσο όμορφη όσο την πρώτη μέρα που σε γνώρισα, τότε που ακόμη δεν είχα χάσει τα λογικά μου, τότε λοιπόν που ήταν μικρός αυτός ο μαλάκας ο χοντρός και φοβισμένος μονίμως ιδρωμένος, κρυφός λάτρης των Σωλήνων των Λοστ Μπόντιζ φαρμακοτρίφτης, όχι παραπάνω από 12 χρονών, δεν κατάλαβε ποτέ πώς και γιατί, αλλά του βάλανε οι γιατροί το πόδι όλο στο γύψο, από πολύ ψηλά, σχεδόν στο κωλομέρι μέχρι και την πατούσα, αφήνοντας γυμνά μόνον τα δάχτυλα του ποδιού με τα από τότε άκοπα χοντρά σαν τα ξυράφια νύχια που σήμερα σκίζουν με τη μία κάθε καινούργια κάλτσα.



Κι οι αυστηροί γονείς του φαρμακοποιού, φαρμακοποιοί και αυτοί, οι πρώτοι και καλύτεροι καταπιεστές του, δεν τον αφήσαν να γράψει τίποτε πάνω στον γύψο, μην τυχόν και δούμε μουτζούρες, τον φοβέριξαν κουνώντας το δάχτυλο, κι αυτός δεν άφηνε τ’ άλλα παιδάκια στο σχολείο να του γράψουν με μπλε, κόκκινο και μάυρο στυλό “περαστικά” και “Smile” και καρδούλες και πάοκ, άρης, ήρακλης, και ντρεπόταν που δεν τους άφηνε, είχε μια ευκαιρία κι αυτός να νιώσει δημοφιλής, να είναι στο επίκεντρο της προσοχής, και την πέταξε στα σκουπίδια και τον παρεξηγήσαν όλοι, φυσικά, μα τι πράγματα είναι αυτά, ποιος άνθρωπος δεν θέλει να του γράψουν ευχές στο γύψο; Δεν ήταν σε θέση να το καταλάβει τότε ο νυν φαρμακοποιός, αλλά ήταν εκείνος ο πεντακάθαρος γύψος, ετσι παραδόθηκε στους γιατρούς που με τον τροχό τον κάνανε κομμάτια, πρωτοφανές φαινόμενο στα χρονικά, μια ακόμη, απ’ τις πολλές που προηγήθηκαν και έμελλε ν’ ακολουθήσουν συναισθηματική φίμωσή του.



Και χρόνια μετά βρέθηκε ο φαρμακοποιός, πάλι χωρίς να καταλάβει πώς και γιατί, σε έναν άλλον γύψο, άυλο αυτή τη φορά, στον οποίο είχε μπει η ζωή του όλη, σε μια διαρκή φίμωση κάθε μορφής συναισθημάτων και επιθυμιών από -μην τα ξαναλέμε- τη γυναίκα του, την πεθερά του, τον γιό του, τους πελάτες του στο φαρμακείο. Κι έψαχνε ένα γύψο, για να γράψει πάνω του όλες του τις πιο κρυφές επιθυμίες, τα πιο άγρια γαμήσια, τα πιο πρόστυχα, σαν και αυτά που έβλεπε κρυφά στον υπολογιστή του φαρμακείου και σαν και αυτά που νόμιζε ότι θα του έκανε η Τζοάνα, αλλά ποιον να πρωτοπρολάβει να σώσει κι αυτή η καψερή σε αυτήν την πόλη που είχαν καψώσει τα τσιμέντα; Μόνη του παρηγοριά, μια φανταστική (της φαντασίας του) μπαλαρίνα, που συχνά περνούσε απ’ το μυαλό του, που κι αυτή ταλαιπωριότανε από το γύψο στις πουεντ της, αλλά επέμενε να χορεύει, πότε με Ailes de pigeon πότε με Ballotté πότε με Couru και πότε με Dèboulès. Μια μέρα, μόνος στο φαρμακείο, αποπειράθηκε να την ακολουθήσει, να χορέψει μαζί της: έπεσε στρογγυλός σαν μπάλα, βαρύς σαν ιστορία, πάνω στα ράφια, έσπασε και τα δυο τα χέρια του, του τα βάλανε σε γύψο κι ήταν η μοναξιά του τόση που πάλι κανείς δεν βρέθηκε κάτι να του γράψει, ούτε η γυναίκα του, η πεθερά του ή ο αχαϊρευτός ο γιος του, μα ούτε κι ο ίδιος μπόρεσε με δυο σπασμένα άκρα ένα στυλό να πιάσει και να γράψει αυτό που τόσο ήθελε: “Με σιχαίνονται οι μέρες με σιχαίνονται, με κοιτάνε σαν να βλέπουν κάποιο τέρας, κι όλες τρέχουνε Θεέ μου, κι όλες τρέχουνε, όλες τρέχουνε να κρυφτούνε από μένα”.



Η Τζοάνα τέλειωσε την ανάγνωση, κοίταξε στα μάτια τον Μανώλη. “Είναι για τα μπάζα. Αηδίες. Σιγά μην πηδιέμαι εγώ με τον πρωτο τυχόντα φαρμακοτρίφτη. Να το πετάξεις. Αλλά όχι όλο. Εχει κάποιες καλές ιδέες. Κράτα τον γύψο, κράτα κι αυτούς τους στίχους στο τέλος, κράτα και την μπαλαρίνα”.
Ο Μανώλης σηκώθηκε να φύγει. “Οι στίχοι, μανάρι μου, είναι του Αγγελάκα. Κι όσο για την μπαλαρίνα, κανείς δεν μπορεί να κρατήσει καμιά μπαλαρίνα”.


Είδα τον Μανώλη να τρέχει



Ο φαρμακοποιός έπινε ένα ακόμη ουισκάκι υπό τ’ αποδοκιμαστικά βλέμματα της γυναίκας του και της πεθεράς του, που πίνανε λευκό κρασί η μία και καπουτσίνο με αφρόγαλα η άλλη. Το βλέμμα του γιου του δεν ήταν αποδοκιμαστικό, ήταν θολό και καρφωμένο σε κάτι θυμωμένα πουλιά στην οθόνη του κινητού του.



Ζέστη, άπνοια, πλήρης ακινησία, τραπεζάκια έξω. Αυγουστος στην πόλη. Το ποδοβολητό, ξαφνικό, μακρινό στην αρχή, γρήγορα έφτασε πολύ κοντά τους, εκκωφαντικό. Ο Μανώλης. Ετρεχε με τον τρόμο αποτυπωμένο στο πρόσωπό του. Δεν ήταν πρωτοφανές αυτό. Συχνά πυκνά ο Μανώλης έτρεχε να ξεφύγει από αόρατους εχθρούς. Οχι αυτή τη φορά όμως: Πίσω του, ένα λεφούσι μπάτσων. Ετρεχε-έτρεχε ο Μανώλης και από τις τσέπες και από τις χούφτες του πέφταν διαρκώς κέρματα, ασταμάτητα, θαρρείς πως δεν είχαν τελειωμό.



Τι στο διάβολο; δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη φράση του ο φαρμακοποιός και μπρος ο Μανώλης, πίσω οι διώκτες του, εξαφανίστηκαν.



- Να το πιάσουν, να το πιάσουν το καθίκι.



- Μα γιατί, αγάπη μου; τόλμησε να φέρει αντίρρηση ο φαρμακοποιός.



- Γιατί έτρεχε. Γι’ αυτό. Κι όποιος όταν τον κυνηγάνε τρέχει, πάει να πει ότι είναι ένοχος, κάτι έχει κάνει, επενέβη η πεθερά.



- Μα μητέρα, είναι απλώς ο Μανώλης, τον ξέρετε δα. Ακακος, δεν έχει ποτέ του πειράξει κανέναν.



- Τώρα λες ανοησίες. Είναι ναρκομανής και το ξέρεις.



- Τι ναρκομανής, βρε γυναίκα; Χάπια με συνταγή γιατρού παίρνει ο άνθρωπος. Από μένα τα παίρνει. Το κρασί που πίνεις αυτός το ‘χει πληρωμένο.



Θιγμένες, μάνα και κόρη, σηκωθήκαν. Σηκώσαν και το βλαμμένο. Πάμε, παιδί μου, μια βόλτα στα μαγαζιά. Ν’ αφήσουμε τον πατέρα σου να σκεφτεί καλύτερα κάποια πράγματα και να έρθουμε μετά να δούμε αν επιμένει.



Βρε δεν πάτε στο διάολο; σκέφτηκε ο φαρμακοποιός και παρήγγειλε από την όμορφη γκαρσόνα, την Ιωάννα, (την είχε ρωτήσει μια μέρα στα κρυφά "πες μου το ονοματάκι σου; Ιωάννα; όμορφο σαν κι εσένα" της είχε πει), ένα ακόμη ουισκάκι, το τέταρτο. Μέχρι να γυρίσουν οι τύρρανοί του, θα προλάβαινε να πιει και πέμπτο.



Αναστέναξε και βούλιαξε στην καρέκλα του.



Μα τι κορμί αυτή η Ιωάννα!



Ξάφνου ένα άλλο κορμί, ανατσούμπαλο και ιδρωμένο, σωριάστηκε στην καρέκλα δίπλα του. Ο Μανώλης.



Τι έγινε, ρε μπαγάσα Μανώλη; Τούς ξέφυγες;



Ο Μανώλης ήπιε με δυο - τρεις γρήγορες γουλιές το ποτό του φαρμακοποιού.



- Πες της όμορφης να μου φέρει ένα ακόμα. Πάρε κι ένα για πάρτη σου. Ούτως ή άλλως δεν έχω λεφτά, εσύ θα το πληρώσεις, μου πέσαν όλα από την τσέπη όπως με κυνηγούσαν οι μπάτσοι.



- Γιατί βρε Μανώλη; Τι τους έκανες; Μη μου πεις ότι έκλεψες κανέναν;



- Θα στα πω. Στάσου, πρέπει να στα πω όπως πρέπει.



Κι έβγαλε από την τσέπη του ένα καθρεφτάκι τόσο δα μικρό, ψιλοραγισμένο, το απίθωσε δίπλα στο ποτήρι του και πήρε να μιλάει ως συνήθως με το είδωλό του.



- Ηταν μια γαβάθα, πολύ μεγάλη, αβαθής, όσο βαθιά κι αν έβαζες το χέρι σου δεν έβρισκες τον πάτο. Γιομάτη κέρματα πολλά, αμέτρητητα, ατέλειωτα. Καθόμουν και την κοίταζα και όλοι όσοι περνούσαν, χώναν το χέρι μέσα στη γαβάθα και παίρνανε κέρματα με τις χούφτες, γιομίζανε τις τσέπες τους, ξανά και ξανά και ξανά. Εγώ, με ξέρεις, δίσταζα, αλλά είπα να το τολμήσω. Γεμισα τις τσέπες μου, και τη στιγμή που γέμιζα και τις χούφτες μου, με πήραν στο κυνήγι οι μπάτσοι, που τόση ώρα παραδίπλα στην κλούβα τους στέκονταν και επιτηρούσαν την ταξη, τρώγανε σουβλάκια και μιλούσαν με την γκόμενα στο κινητό. Με πιάνεις ρε συ; Μόνον εμένα από όλη την κωλοκοινωνία πήραν στον κυνήγι οι κωλόμπατσοι. Ολοι βάλαν το χέρι τους μες στη γαβάθα, όλοι πήραν κέρματα με το σωρό, πάλι ο Μανώλης να την πληρώσει; Ε, τα υπόλοιπα τα είδες.



- Και πώς τούς ξέφυγες, ρε Μανώλη;



- Ε μετά ξύπνησα, ρε μαλάκα, ξύπνησα! Να τους αφήσω να με πιάσουνε στον ύπνο;



Ο φαρμακοποιός μπερδεύτηκε.



- Εφιάλτη έβλεπες, ρε Μανώλη;



- Ναι, ρε φίλε, εφιάλτη. Αλλά εγώ ξύπνησα, σε λέω. Απ’ ό,τι βλέπω όμως -κι ο Μανώλης έγνεψε προς τη γυναίκα, την πεθερά και τον γιο του φαρμακοποιού, που πλησίαζαν- ο δικός σου συνεχίζεται.



(Διακριτικά χασμουρήθηκε η μπαλαρίνα: κάπου τα έχω ξανακούσει όλα αυτά, τίποτε καινούργιο δεν έχεις να μας πεις;)



Στο επόμενο ίσως.





Αν βλέπεις τοίχο, διάβαινε



Η πρώτη φορά είχε πονέσει, ήταν πραγματικά οδυνηρή. Και του είχε έρθει ξαφνικά, σαν είδε τον τοίχο, στάθηκε διστακτικά μπροστά του, τον κοίταξε κάμποση ώρα, έκανε κάποια βήματα πίσω, πήρε μια βαθιά ανάσα, πήρε και φόρα, κι έπεσε με τα μούτρα πάνω του.



Εκτοτε, ο Μανώλης αγάπησε με πάθος τους τοίχους. Ερωτευόταν κάθε τοίχο που τύχαινε στο διάβα του. Και δεν προσπαθούσε να τους αποφύγει, να τους ξεπεράσει, όχι: ήθελε να γίνει ένα με τον τοίχο, να ενωθούν σάρκα, κόκκαλα, τσιμέντο, μπογιά και τούβλο, ο πόθος του να συναντά την άρνηση και την απόρριψη, όσο πιο ψηλός και πιο επιβλητικός ο τοίχος, τόση μεγαλύτερη η φόρα με την οποία έπεφτε πάνω του. Φυσικά, έσπαζε τα μούτρα του κάθε φορά. Και κάθε φορά, μετά την πρόσκρουση, συναίσθημα το οποίο λάτρευε, ο Μανώλης μετρούσε τις πληγές του με το είδωλό του στον καθρέφτη.



Σταδιακά, υπήρξαν και πιο ελαφριές περιπτώσεις, "τοιχαία" φλερτ, όπου αντί να πέσει με τα μούτρα ο Μανωλης απλώς κλωτούσε ή χτυπούσε με τις γροθές του τον τοίχο. Σπασμένα χέρια, πόδια, δάχτυλα. Μικρά ερωτικά τρόπαια, αναμνήσεις της ντόλτσε βίτα, ενός κατά φαντασίαν τοιχονόβα.



Μια μέρα επιθεωρώντας τις πληγές του με το είδωλό του στον καθρέφτη, αποφάσισε πως θέλει να βλέπει τον εαυτό του τη στιγμή της πρόσκρουσης, όπως άλλοι θέλουν να βλέπουν τον εαυτό τους τη στιγμή που κάνουν σεξ. Αρχισε να παίρνει φόρα και να πέφτει πάνω στους καθρέφτες, σε καταστήματα ρούχων, σε μπαρ, σε βιτρίνες, ακόμη και στα γυαλιά-καθρέφτη που φορούσε μια γκόμενα στην Ικτίνου τις προάλλες, ακόμη και μες στα ασανσέρ. Απολάμβανε να βλέπει τον εαυτό του να γίνεται χίλια κομμάτια όσα και τα κομμάτια του σπασμένου καθρέφτη.



Ο ψυχίατρός του τού επέστησε την προσοχή και του αύξησε τη δοσολογία στα χάπια. Η ατζέντισσά του η Τζοάνα ανησυχούσε για την υγεία του και τα βράδια έπινε ακόμη περισσότερο από ό,τι συνήθως και τον αγαπούσε ακόμη πιο κρυφά ακόμη πιο πολύ. Μόνο ο φαρμακοποιός τον ζήλευε λίγο γιατί πάνω στον γύψο από τα σπασμένα του μέλη ο Μανώλης έγραφε στιχάκια, συνθήματα, σχεδίαζε, μουτζούρωνε, κάτι που στον φαρμακοποιό οι καταπιεστικοί γονείς του ουδέποτε επέτρεψαν.



Μια μέρα, που ήταν κάπως καλύτερα και τα φάρμακα είχαν αρχίσει να κάνουν τη δουλειά τους, ο Μανώλης, παίζοντας συγκρουόμενα σε μια ψησταριά με κάτι σκουλίκια νεοφιλελέδες, έμαθε για το elevator pitch, την τέχνη της πειθούς και των πωλήσεων σε χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην παραμονή εντός ενός ασανσέρ.



Αποφάσισε ότι αυτό θα μπορούσε να τον σώσει.

Αρχισε να παραμονεύει έξω από τ’ ασανσέρ, και μόλις έμπαινε κόσμος, προσπαθούσε να τους πουλήσει τον εαυτό του, ν’ εξαγοράσει τη φιλία τους. Είμαι καλός, έξυπνος και μορφωμένος, δεν χαλάω χατίρια, γελάω όταν πρέπει, μιλάω όσο πρέπει, ακούω όσο πρέπει και κάνω τις σωστές ερωτήσεις μόνο όταν πρέπει, τυχαίνει να είμαι πολύ μόνος, δεν είμαι και πολύ καλά ψυχολογικά, αλλά το παλεύω, θέλεις να με βοηθήσεις, θέλεις να γίνουμε φίλοι; Τα έλεγε σαν πολυβόλο σε γραβατωμένους, σε χίπστερ, σε γκόμενες, μεσήλικες, νέους, γριές, σε όποιον έβρισκε μπροστά του. Κάποιοι τον κοιτούσαν σαν τρελό (πράγμα που ήταν άλλωστε), άλλοι τον βρίζαν, άλλοι τον περιγελούσαν, κάποιοι τρομάξαν, άλλοι τον απείλησαν ότι θα φωνάξουν την αστυνομία, μέχρι που κάποιος όντως τη φώναξε, και σκάσανε δυο μπάτσοι και βρήκαν τον Μανώλη μες στο ασανσέρ να λέει το ποίημα του στον καθρέφτη, είμαι καλός, είμαι χρυσός, είμαι αστείος, θέλεις είδωλό μου να γίνουμε φίλοι - κι αυτό, παρότι συχνά του μιλούσε, παρέμεινε βουβό, είχε δει τους μπάτσους πίσω απ’ τον Μανώλη και πήρε μια τρομάρα, θυμήθηκε τα παλιά ο Μανώλης, πήρε φόρα και έσκσε με τα μούτρα πάνω στον καθρέφτη, τον πήρανε τα αίματα, μπήκαν μες στο ασανσέρ οι μπάτσοι, πρόλαβε να πατήσει το μπουτόν για την ταράτσα ο Μανώλης κι άρχισε να τους λέει είμαι καλός, είμαι αστείος, έξυπνος πολύ, είμαι μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί, χεστήκαν απάνω τους οι μπάτσοι και πυροβολήσαν τον Μανώλη, τον γάζωσαν με σφαίρες και συνεχάρησαν ο ένας τον άλλον για την καλή τους δουλειά και κάνανε και high five και λίγο όινκ και απέμεινε μόνο το είδωλο του Μανώλη σε χιλιάδες κομμάτια σπασμένου καθρέφτη να κοιτά σαν χαζό τη φριχτή δολοφονία.



Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες γράψανε πως αυτοκτόνησε σε ασανσέρ ο Μανώλης, επαγγελματίας τυχοδιώκτης, που ήταν μεγάλο ψέμα, ο Μανώλης, αν ήταν κάτι, ήταν ερασιτέχνης τοιχοδιώκτης, ούτε καν αυτό, δηλαδή, τοιχολάγνος ήταν, αλλά το έκρυβε καλά, μόνον οι πληγές του τον προδίδαν.



(Μη στεναχωριέσαι όμως, δεν πέθανε πραγματικά, στα ψέματα μόνο. Θα έχει και επόμενο. Μάλλον).



Είχε τα χάλια του ο Μανώλης. Μετά τις συγκρούσεις με τοίχους, καθρέφτες και μπασκίνες, δολοφονημένος τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης, μέχρι που έπεσε πάνω σ' έναν γνωστό του από το κίνημα.



- Μανώλη, τι κάνεις;



Χειραψία. Το χέρι του Μανώλη γεμάτο πληγές και αίματα. Δεν το πρόσεξε ο άλλος.



- Τι να κάνω ρε συ, δεν βλέπεις τα μούτρα μου; Τα χάλια μου έχω...



- Καλά σε βλέπω, μια χαρά, μπαγάσα, μαύρισες κιόλας, πήγες στη θάλασσα ρε; Αλλά σε χάσαμε, δεν έρχεσαι απ' τα μέρη μας πια. Μας ξέχασες στα δύσκολα, τώρα που έχουμε μεγάλη ανάγκη.



Ενιωσε άσχημα ο Μανώλης. Είχε δίκιο ο άλλος. Δαγκώθηκε.



- Δίκιο έχεις, να με συγχωρείς για την απουσία μου. Αλλά, να, ξέρεις, είχα και κάτι δικα μου προβληματάκια, ψυχολογικά, οικονομικά, πριν από λίγο με δολοφόνησαν οι μπάτσοι...



Ο άλλος δεν έκατσε ν' ακούσει. Ηταν ήδη φευγάτος.



- Λοιπόν, λοιπόν, χάρηκα που σ' είδα και μην ξεχνάς, σε περιμένουμε, Μανώλη! Εχουμε κάτι προβληματάκια, θέλουμε μας βοηθήσεις.



Και παράτησε τον Μανώλη, δολοφονημένο, στα κρύα του λουτρού.



Την ημέρα εκείνη ο Μανώλης, παρόλα του τα χάλια, έκανε την έκπληξη, δεν έπεσε πάνω σε τοίχο αλλά πάνω σ’ ένα ερείπιο, γνωστό του από παλιά, από τα χρόνια της δουλειάς, ετοιμόρροπο, που σύγκορμο έτρεμε και απέφευγε να τον κοιτάξει στα μάτια - με τ' αστεία του έκλαιγε μοναχό και με το δράμα του μοναχό του επίσης γελούσε - κι όσο να φάει μια τυρόπιτα ο Μανώλης, που την ημέρα εκείνη δεν φορούσε ούτε μαντίλι στα μάτια ούτε ωτοασπίδες στ’ αυτιά, ούτε έψαχνε τοίχο για να συγκρουστεί, παρά μόνον κάποιον περισσότερο από τον εαυτό του να λυπηθεί, ήταν δηλαδή μια ευτυχής σύμπτωση και για τους δυο, το ερείπιο του τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι, αντάλλαξαν και αντικαταθλιπτικές συνταγές για χάπια και σαν να αναστηλώθηκε λίγο, ο δε Μανώλης χάρηκε τόσο πολύ που βρήκε κάποιον πιο κατεστραμμένο από τον ίδιο, που πήρε να κοιτάζει φωτογραφίες τοίχων που είχε στο παρελθόν ερωτευτεί. Και τους δρόμους πήρε αναζητώντας τους για να συγκρουστεί. Και δεν τον ξαναείδε πια κανείς, νεκρό ή ζωντανό. Άμα τον δείτε, πείτε του ότι τον ψάχνουν οι δημιουργίες του, η κωλοπετσωμένη ατζέντισσα Τζοάνα, ο καταπιεσμένος φαρμακοποιός, ο τρελογιατρός, ο ψυχοπαθής δολοφόνος Αργυρίου και η μπαλαρίνα. Κι ότι τελικά το είδωλό του τα κατάφερε να κάνει καριέρα, να γίνει είδωλο για τη νεολαία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: