12 Ιουν 2025
Δεν αυτοκαταστράφηκα ακόμη
7 Μαΐ 2024
είναι πια αργά
Αντιλήφθηκε τον έρωτα της ξανθιάς για τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού, δώρο του παππού του, που είχε μπουχτίσει από την Αμερική, όταν μικρό παιδί έβλεπε συχνά στην έρημο αυτοκίνητα να συνοδεύουν φέρετρα με παγωμένα μαλλιά, χρυσά και κρυστάλλινα, και να κάνουν στάση σε κακόφημα μπαρ στο χάιγουέη αριθμός τάδε, κλειστά την ημέρα, ανοιχτά μόνο τη νύχτα.
Και λίγο πριν το τέλος ενός ακόμη μακάβριου και πληκτικού χρόνου εξέτασης του πιστολέρο, κατά την οποία οι γιατροί παρατήρησαν κάτι πακέτα ξέχειλα από δάκρυα και ενοχές, αγόρασε ένα βιβλίο ταλαιπωρημένο, που έδειχνε έτοιμο να παραδώσει στην αστυνομία τον τελευταίο παγανιστή της γης, ο οποίος, τραγουδώντας απαλά, χωρίς σημάδια από πληγές, για τον μάγο και το λιοντάρι, επέπλεε στο πηγάδι φορώντας ένα μακρύ παλτό, δώρο κι αυτό του παππού του, που κι αυτός είχε μπουχτίσει με την Αμερική, σαν βραστή γαρίδα στο κατσαρόλι, μέσα από το οποίο αναδύθηκε ένας γέρος πιανίστας που σχεδόν χωρίς καμία αντίσταση έσπασε τον αντεστραμμένο καθρέφτη μιας γλώσσας με άγνωστες φθογγικές μεταβολές.
Τα νύχια του είχαν ένα τρομερό κόκκινο χρώμα σαν του νυχτερινού κηπουρού ύστερα από χρόνια σκληρής δουλειάς. Ξάπλωνε στο αχυρόστρωμα μες στη μιζέρια και μια σιωπή που ξεκούφαινε όλους όσοι είχαν ακούσει την ιστορία για τα νεκρά αγόρια που δημιουργούσαν διαλέκτους βγαλμένες από παλιά μιούζικαλ για τον μαθηματικό, που, όταν το αφεντικό ξεκλείδωνε την πόρτα του κελιού του, ζητούσε αυτόγραφο από το φεγγάρι, οι πολιτείες του οποίου έτειναν τις κιμωλίες τους προς τους αστυνομικούς, που ανέδιδαν μια χαρακτηριστική μυρωδιά έρωτα, κρασιού και μακρινής Αμερικής.
Σαν βλάκες ποθήσαμε τον απόλυτο έρωτα και λιώσαμε κανείς δεν ξέρει πόσα ζευγάρια αρβύλες στο μεγάλο πουθενά αναζητώντας τον, με την υγεία μας σε εξαιρετική κατάσταση παρόλη τη λάσπη και τα επεισόδια σε επανάληψη μιας κοκκινόμαυρης επανάστασης στην τηλεόραση.
Τίποτε δεν βρέθηκε ποτέ και πουθενά.
22 Απρ 2024
the great pretender
Το αποφάσισε ένα πρωί κρατώντας ένα βιβλίο του Κρασναχορκάι που δεν το διάβαζε γιατί στην πραγματικότητα χάζευε στο ίνσταγκραμ. Δεν του διέφευγαν οι αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος. Πώς να πείσεις έναν Ντενίρο, έναν Πατσίνο ή έστω έναν Πολ Τζιαμάτι να δεχτεί το ρόλο; Εντέλει συμβιβάστηκε με έναν παντελώς άσημο άνεργο ηθοποιό που στο βιογραφικό του είχε να επιδείξει σχολικές παραστάσεις και κανά δυο κομπαρσιλίκια σε αυτές τις διαφημίσεις όπου χαρούμενοι άνθρωποι χόρευαν γύρω από ένα αναψυκτικό.
Εγώ θα είμαι η ζωή σου στο εξής, του ανακοίνωσε. Κάτσε να σου πω τα γεγονότα των τελευταίων 46 χρόνων. Οχι πολλα, όχι συγκλονιστικά. Δεν είμαι δύσκολος ρόλος. Λίγο μαλάκας μόνο. Ορίστε οι λογαριασμοί μου στα κοινωνικά δίκτυα, ορίστε η τηλεφωνική μου ατζέντα, ορίστε και οι ηχογραφημένες μου ψυχοθεραπείες. Η αμοιβή σου θα είναι ο βασικός μισθος, συν οδοιπορικά, μπόνους, δωρεές από τρίτα μέρη, ΈΣΠΑ, χορηγίες, φιλανθρωπίες και ό,τι άλλο μπορείς να εξασφαλίσεις. Θα είμαι αρχικά στο πλάι σου, αλλά το πλάνο είναι να αποσυρθώ τελείως από τη ζωή μου. Θέλω να παραιτηθω και τα υπόλοιπά μου χρόνια θα τα ζήσεις εσύ αντ’ εμού. Σύμφωνοι;
Σύμφωνοι.
Κι έτσι απλώς παραιτήθηκε από τη ζωή του, που την είχε βαρεθεί. Εκατσε σε μια καρέκλα σκηνοθέτη, ρουφούσε φραπέδες και παρακολουθούσε τον ηθοποιό να παίζει τη ζωή του. Δεν ήταν κακός. Φαινόταν να μπαίνει μέρα με τη μέρα στο πετσί του ρόλο, να δίνει μια πειστική ερμηνεία, να τον ενσαρκώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Λίγες φορές μόνο χρειάστηκε να παρέμβει και δώσει να κάποιες οδηγίες. Σύντομα δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτε. Σηκώθηκε από την καρέκλα του σκηνοθέτη, άραξε στον καναπέ και απολάμβανε τη ζωή του σαν θεατρική παράσταση, παιγμένη από κάποιον άλλο. Δεν άργησε να έρθει η επιτυχία, καλλιτεχνική και οικονομική. Η αγάπη του κοινού, το χειροκρότημα, τα χρήματα –δεν ήταν όμως δέκτης τους ο ίδιος, ήταν αυτός παιγμένος από κάποιον άλλον. Πάρτυ, γυναίκες, γλέντια, κόκες, φωτορεπορτάζ, βραβεία. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν απολάμβανε αυτός. Ολα πήγαιναν στον ηθοποιό που έπαιζε στη δική του ζωή καλύτερα από τον ίδιον. Σύντομα τον έπνιγε η ζήλια. Στην τελική αυτός όριζε τη ζωή του, αυτός είχε βάλει τις βάσεις για την επιτυχία. Αυτός ήταν αφεντικό του εαυτού του και του ηθοποιού της σειράς που είχε το θράσος να παίζει τη ζωή του. Χωρίς δισταγμό, ανακοίνωσε στον ηθοποιό την απόλυσή του. Στην τελευταία του εμφάνιση, ο ηθοποιός επιδόθηκε σε έναν άνευ προηγουμένου και εκτός σεναρίου συγκλονιστικό μονόλογο καταγγέλλοντας την εργοδοσία, που αφού τον ξεζούμισε, το πετάει στην άκρη σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Αρνήθηκε να παραιτηθεί και ζήτησε στήριξη από το κοινό. Και το κοινό ανταποκρίθηκε. Οι διαμαρτυρίες και οι διαδηλώσεις ήταν κοσμοϊστορικές. Ουδείς ήθελε τον πραγματικό, όλοι προτιμούσαν τον ηθοποιό. Και οι μέρες περνούσαν. Δεν άντεχε άλλο να ζει στην αφάνεια. Ηθελε πίσω τη ζωή του, έτσι όπως την είχε κάνει καλύτερη ο ηθοποιός. Αλλά δεν μπορούσε να την έχει. Ή εγώ ή κανένας, αποφάσισε. Και τα έκανε όλα λίγο βιαστικά, γιατί κατουριόταν: σκότωσε τον ηθοποιό και στη συνέχεια αυτοκτόνησε.
Καλλιτεχνική αυτοκτονία, έγραψαν τις επόμενες μέρες στις εφημερίδες.