Εχεις προσέξει πως, όταν θες να ρωτήσεις "τι κάνεις;" και "πήγες;", αν πληκτρολογήσεις λάθος και πατήσεις λάμδα αντί τόνου, καταλήγεις να γράφεις τι κλανεις και πληγες;
30 Δεκ 2013
28 Δεκ 2013
Στον γάμο του ποιητή
Τελικά και οι ποιητές παντρεύονται. Κι ανάμεσα στα μπουκάλια, μια συλλογη του Καρούζου κι άλλη μια μιας ποιήτριας το ονομα της οποίας δεν θα αποκαλύψω. Σουβλάκια κι η Αρζεντίνα του Μπακιρτζή στην αθήνα, πέρα δώθε στην πλατεία αμερικής, και φανζιν για το ελληνικό χαρντκόρ. Οι αντοχές μας, τα χαμογελά μας, τα γλέντια μας προκαλούν αμηχανία στην εξουσία και στους λακέδες διανοουμενους που μη βρίσκοντας άλλη εξήγηση για τις αντοχές, τα χαμόγελα, τα γλέντια μας, σπεύδουν να ανακοινώσουν το ξεπέρασμα της κρίσης, το τέλος αυτης. Μήπως τελικά να τους κάνουμε τη χάρη, να λυγίσουμε, να τους δείξουμε πόσο απελπισμένοι είμαστε; θα το κάνουμε κι αυτό - κι οι μάσκες μας που θα πέφτουνε θα σκάνε σαν μπόμπες. Θα είμαστε όλοι τρομοκράτες.
27 Δεκ 2013
Υγρή Αθήνα η γκρι Αθήνα
Ένα (ποστ) στα γρήγορα και στα όρθια από το κινητό στον σταθμό λαρίσης
Η φωνή από το πίσω κάθισμα του τρένου εκνευριστική, όχι λόγω ηχοχρώματος, αλλά λόγω του απαιτητικού, κακομαθημένου ύφους. Μιλούσε στο κινητό. Με κοφτές, απότομες εκφράσεις. Μια χάρη από κάποιον ζητούσε. Κάτι είχε η ίδια κάνει λάθος σε κάποια αίτησή της για αυτές τις θέσεις κοινωφελούς εργασίας του οαεδ κι έστελνε κακήν κακώς και άρον άρον έναν κακομοίρη να το διορθώσει. Ατιμη κρίση, ρουφιάνα ανεργία, μας βγάζεις τον χειρότερό μας ευατό. Τρέχα νικο, δεν έχουμε χρόνο. Με ακούς; δεν με ακούς; αυτός να τρέχει να την εξυπηρετήσει κι αυτή στα διαλείμματα της συνομιλίας να τον βρίζει, άχρηστε, καθυστερημένε, δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Να πέφτει κάθε τρεις και λίγο η τηλεφωνική γραμμή και να γκρινιάζει η φωνή αν είναι δυνατόν. Πάντως εγώ άτομο που δεν γνωρίζει ότι δεν έχουν σήμα τα κινητά πάνω σε κινούμενα τρένα δεν θα προσλάμβανα αν ήμουν αφεντικό. (Βεβαίως και μένα κανένα αφεντικό δεν με θέλει εσχάτως). Εντέλει ούτε ευχαριστώ δεν του είπε του ανθρώπου, μόνο ενα "να δεις που μαντάρα θα τα κάνει".
Ηθελα να τη δω. Να βάλω πρόσωπο στη φωνή.
Ειχα αρχίσει να τη φαντασιώνομαι. Κουκλάρα, θεογκόμενα, αυταρχική. Επρεπε να σηκωθώ και ταχαμου τυχαία να ρίξω μια ματιά, να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω τη φαντασίωση. Διπλα μου, ενας πιο τεράστιος από μένα εξηντάρης κοιμόταν μακαρίως. Αδύνατον να τον ξεκουνήσω, το εμπόδιό του να υπερπηδήσω. Εντέλει σίγησε η φωνή, ξεθώριασε κι η φαντασίωση. Δεν γύρισα να την κοιτάξω ποτέ. Τώρα το μετανιώνω.
26 Δεκ 2013
Η γη είναι αγενής
Λίγο αργότερα βαρυστομαχιασμένη η γη ήπιε μια σόδα και ρεύτηκε δυνατά.
25 Δεκ 2013
Ηλίθιου αστεία
Ο άνθρωπος που γελούσε μόνο με τα δικά του αστεία και όχι με των άλλων έκατσε και σκαρφίστηκε μια αληθοφανή δικαιολογία: γελούσε μόνο με τα δικά του αστεία και όχι με των άλλων όχι από ανωτερότητα στην κλίμακα αστεϊσμού των δικών του αστείων έναντι των άλλων αλλά από σεβασμό προς τους άλλους και αντιλαμβανόμενος την γελοιότητα των δικών του αστείων.
Ούτε τον εαυτό του δεν έπεισε εντέλει.
24 Δεκ 2013
Καταγγελία περί αυτολογοκρισίας
23 Δεκ 2013
Απ' τη θέση του συνοδηγού
22 Δεκ 2013
Για να περάσει η ώρα
21 Δεκ 2013
Συμβουλές διαστροφής
18 Δεκ 2013
Κακό δύο
Κακό
Πολύ καιρό τώρα ήθελε κάτι πάρα πολύ αλλά το σύμπαν, αντί να συνωμοτεί υπέρ του, μπας και το καταφέρει, επέμενε να διαψεύδει εκείνον τον ευπώλητο τον συγγραφέα, και μια μέρα πέρασε ο επιθυμών, όχι ο ευπώλητος συγγραφεύς, έξω από την ανωτάτη σχολή πολέμου και είπε ας μπω μέσα, ίσως να είναι σαν τη λεγεωνα των ξένων ή έστω των αποτυχημένων ή έστω των ερωτευμένων, μπορεί και των ερωτευμένων αποτυχημένων ξένων, κι ειπε επίσης ο νεοσύλλεκτος θα κάνω στη σχολή πολέμου αντάρτικο, αφού υπάρχουν οι καλές τέχνες, αφού υπάρχει η στρατευμένη τέχνη, κι αφού υπάρχουν οι πολεμικές τέχνες, θα φτιάξω τμήμα πολεμικών καλών τεχνών, θα ζωγραφίζω με καρατιές και με το πινέλο θα παίρνω κεφάλια και την πέτρα, προτού την πετάξω στον μπάτσο, θα την έχω λαξεύσει, θα της έχω δώσει σχήμα και μορφή και κάτι τέτοια σκεφτόταν προτού αποκοιμηθεί κι όλο έλεγε τώρα θα κάτσω να τα γράψω και το επομενο πρωί γαμώ τον κοέλίο και τον μορφέα δεν θυμόταν τίποτα, ούτε τι είχε σκεφτεί, ούτε τι είχε πει ούτε τι μαλακίες είχε κάνει πάλι.
12 Δεκ 2013
Και ξανά κάτι ακόμα
Κάτι ακόμη που σκέφτηκα πριν από λίγο: ο μοναδικός συναισθηματισμός που (εμείς, εσείς, αυτοί) οι κυνικοί τελικά δεν αντέχουν είναι των άλλων, ειδικά όταν ο των άλλων τυγχάνει μεγαλύτερης και θετικότερης ανταπόκρισης και δη από τα κορίτσια (ή και τ' αγόρια, γούστα είν' αυτά).
Και κάτι ακόμα
Αυτοί που αποκαμωμένοι από την κούραση της δουλειάς (ή της ανεργίας) κοιμούνται στο λεωφορείο είναι κρίμα όταν ξυπνάνε - από την άλλη, όμως, δεν γίνεται αλλιώς: πρέπει να γίνει (εξ)έγερση
Κέρδος
Βάλε στα αυτιά ακουστικά
Το αγαπημένο σου τραγούδι
Οποιο κι αν είναι, δεν έχει σημασία
Βάλε τα μαύρα σου γυαλιά
Και κοίτα κατάματα τον ήλιο
Έστω για λίγο
Για πολύ λίγο
Δεν πειράζει που είν' όλα σκατά
Εκτός κι αν δεν εχεις ακουστικά
Αγαπημένο τραγούδι
Μαύρα γυαλιά
Ήλιο
Και μόλις διαπίστωσα
Για πολλοστή φορά ότι
Λέω μαλακίες
Τουλάχιστον όμως
Μέχρι να τις γράψω
Ήρθε το γαμωλεωφορείο.
6 Δεκ 2013
Η αποπολιτικοποίηση του ατόμου
5 Δεκ 2013
Το φάρμακο για τον πανικό
4 Δεκ 2013
Ο μέγας ωτακουστής
Με το πέρασμα των χρόνων, σαν να ήταν συνεννοημένοι, σαν να συμμετείχαν όλοι σε μια μεγάλη μυστική συνωμοσία, οι άνθρωποι, υπακουόντας στη σχετική διαφημιστική εκστρατεία, που με τη σειρά της αφουγκράστηκε προσεχτικά τις ανάγκες της κοινωνίας, άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν στα καρτοτηλέφωνα. Δεν χρειαζόταν πια να πληκτρολογήσεις αριθμό. Σήκωνες το τηλέφωνο, έλεγες στο τηλεφωνικό κέντρο "είμαι θυμωμένος", "είμαι λυπημένος", "έχω γκάβλες", "είμαι πολύ χαρούμενος", "φοβάμαι" και σε συνέδεαν με ένα ευήκοον ους, που προσεχτικά άκουγε ό,τι είχε ο καθείς να πει.
Λόγια αγάπης, θυμού, τρέλας, μοναξιάς, βωμολοχίες μα και ποίηση, κοινοτοπία και κοινοτυπία, που ποτέ δεν μπόρεσαν να ξεμπερδευτούν η μια από την άλλη, ταξίδευαν μέσα από τα καλώδια κάνοντας δεν ξέρω τι και βαριέμαι να σκεφτώ παραπάνω, για να είμαι ειλικρινής αυτή η πρόταση δεν μου βγαίνει, στασου ν’ αλλάξω παράγραφο, αλλά αν υπήρχαν σήμερα αυτά τα τηλέφωνα θα πήγαινα και θα έλεγα “έχω κολλήσει με μια μαλακία που γράφω” και θα μου δίνανε τη λύση, τη συνέχεια της ιστορίας, αφού στην τελική η λύση και η συνέχεια της ιστορίας θα ήταν η δική τους, της καρτοτηλεφωνίας, στοπ, αλλαγή παραγράφου.
Κι όλα ξεκίνησαν μια Τετάρτη μεσημέρι, Δεκέμβρης του 2013, όταν ένας μάλλον απελπισμένος είδε έναν πέραν πάσης αμφιβολίας οργισμένο να βρίζει στο καρτοτηλέφωνο γωνία Δραγούμη με Ολύμπου και να βαράει μπουνιές στο τζάμι. Ενας γλόμπος άναψε πάνω από τη χοντρή, πιτυριδιασμένη κεφάλα του μάλλον απελπισμένου (όσο για τον οργισμένο, τελικά χώρισε με το γκομενάκι) κι εντέλει βρήκε έναν μάλλον ριψοκίνδυνο επενδυτή, εκμεταλλεύτηκε την κρίση, που άλλωστε ήταν ευκαιρία, και το γενικότερο ξεπούλημα του κράτους, εξαγόρασε τη διαχείριση - εκμετάλλευση των καρτοτηλεφώνων, έστησε την εταιρία "Ανοιχτά αυτιά - Ανοιχτή καρδιά" με μετανιωμένους ασφαλίτες, που είχαν μπει κι αυτοί σε καθεστώς διαθεσιμότητας και το είχαν πάντα μεράκι να ακούνε αλλά μόνο για το καλό της ανθρωπότητας πια, και κάπως έτσι ο Πάνως ο Κ. έπιασε την καλή, έγινε μεγάλος και τρανός, αυτός ο χοντρός που τον είδαμε τις προάλλες στην τιβί να κάνει δεν ξέρω κι εγώ τι, ας πούμε να αγκαλιάζεται με μιαν ηθοποιό πάρα πολύ γνωστή.
30 Νοε 2013
Μάρκετινγκ
Κυνηγετική περίοδος
Στον ελεύθερό του χρόνο κυνηγούσε. Έστηνε υπομονετικά καρτέρι. Χαμαιλέοντας. Γινόταν ένα με το περιβάλλον. Εντόπιζε τον στόχο. Προσέγγιζε χωρίς να γίνει αντιληπτός. Αν ήταν κοπάδι, γινόταν μέλος του. Και την κατάλληλη στιγμή πυροβολούσε. Εξολοθρευτής. Δεινός κυνηγός της ευτυχίας. Των άλλων. Κυνηγός και ψυχρός εκτελεστής της. Γιατί δικιά του δεν είχε.
29 Νοε 2013
Ο χρηστάκης ο ταφ
Ο χρηστάκης ο ταφ. Πιτσιρικάς. Αλανιάρης. Σαλονίκη, δυτικά. Πειραγμένος όσο και τα αυτοκίνητα κι οι μηχανές που οδηγούσε. Χαμογελαστός μέχρι τ' αυτιά.
Ε δεν του χαλούσα χατίρι. Τον έπαιρνα μαζί μου. Μη φανταστείς καμιά τρελή καβάτζα. Περίπολο. Καλύτερα να περπατάς με παρέα παρά να ξεροσταλιάζει μόνος στη σκοπιά. Περιπολάρχης εγώ, μπροστά, περιπολόπουλο αυτός, καμιά εικοσαριά βήματα πίσω. Ετσι, αν θέλαμε να είμαστε προβλεπέ. Ποτέ δεν ήμασταν. Βόλτα κάναμε, πλάι πλάι, καπνίζοντας στα κρυφά, αράζοντας στις σκοπιές και κάνοντας παρέα στους νυσταγμένους σκοπούς.
Φλύαρος ο χρηστάκης ο ταφ. Ασταμάτητος. Ελεγε-έλεγε-έλεγε ιστορίες, όλες για ένα φιλαράκι του ρε και για έναν κολλητό του και για κάποιο γκομενάκι και για τότε ρε που έκατσε μια φάση κι ένας τσαμπουκάς, κι ήταν ο λόγος του αργόσυρτος μαγκιόρικος, και φουλ στα σκηνικά από σκυλάδικα. Βέβαια. Βαθύ σκυλάδικο ο χρηστάκης ο ταφ. Περιθώριο, όχι τίποτε χλεχλέδες πρώτα ονόματα. Και δώστου ιστορίες για τον κολλητό τον τραγουδιστή με τη φωνάρα που κόλλησε με κόκα και για τρελά άφτερ πάρτυ, μετά το πρόγραμμα, στο πάρκινγκ του μαγαζιού με τον τραγουδιστη ανπλαγκντ με τους θαυμαστές του κι ένα κλαρίνο. Τότε μόνο ενθουσιαζόταν ο χρηστάκης ο ταφ και χόρευε άιντιμάλε στα σκοτεινά κραδαίνοντας το μιδεκαξιαλφαδύο ψηλα στον αερα.
Κάποια στιγμή πάλιωσε ο Χρηστάκης ο ταφ, αρχίσαν να τον βαραίνουν οι μέρες, συνέχιζε να μιλά ασταμάτητα αλλά μόνο γκρίνια: ρε λοχία, δεν την παλεύω ρε λοχία, ρε λοχία θα πάω στο γιατρό να μου δώσει αναβολή, ρε λοχία πήρε ο γέρος μου τον μητροπολίτη μου το βύσμα και δεν μού δίνουν την απόσπαση ρε λοχία, είχα αρχίσει να βαριέμαι την γκρίνια του και τα ρελοχία και δεν ήξερα τι να κάνω, τρεις ώρες περίπολο με γκρίνια δεν γίνεται, και κάπου εκεί επαθα ένα σοβαρό τροχαίο, φτηνά τη γλίτωσα, εσύ που με ξέρεις τα ξέρεις, και έλειψα κάμποσο από το στρατόπεδο και γυρνώντας πίσω ο Χρηστάκης ο ταφ την είχε πάρει την απόσπαση καπου καλύτερα, να μην του πονάνε τα μυαλά.
Αϊντιμάλε.
28 Νοε 2013
Καριέρα σε οίκο
Την επόμενη μέρα, μετά την ολοκλήρωση της αποστολής, αφού η διαδικασία της εκδίκησης είχε ολοκληρωθεί, κάποιοι μιλούσαν για τρομοκρατία. Αλλοι για δικαιοσύνη. Για τον ίδιον, ήταν μια καριέρα που είχε καταλήξει σε ρουτίνα. Μια δουλειά όπως όλες οι άλλες. Τελευταίο στάδιο της οποίας -και αρχή της επόμενης υπόθεσης- ήταν η παραλαβή μιας νέας αίτησης για εκδίκηση, απ’ αυτόν που ο εκδικητικός οίκος, κατ’ εντολή του πελάτη, είχε μόλις εκδικηθεί, τον οποίο πληγέντα από την εκδίκηση, τον ίδιον ή, σε περίπτωση θανάτου του, τους οικείους του, προσέγγιζε πάντα διακριτικά το διαφημιστικό τμήμα του εκδικητικού οίκου για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Τιμές φιλικές, εγγυημένη αποδοτικότητα.
27 Νοε 2013
Ένα ζευγάρι κλαμένα κλεμμένα παπούτσια
Μα πού ακούστηκε αυτό, αδερφός να κλεβει αδερφό;
Μεταφερθήκαμε μέσα σε φτηνή πλαστική σακούλα.
Με το λεωφορείο!
Τα είχαμε βάψει μαύρα.
Και μετά μας βάψαν μαύρα.
Αγνώριστα γίναμε.
Το έγκλημα είχε ολοκληρωθεί.
Μας παρατήσαν όπως όπως μαζί με κάτι άλλα παλιοπάπουτσα τρύπια, ξεφτισμένα, βρόμικα. Ζητήσαμε πληροφορίες για το νέο αφεντικό. Βάναυσο, σκληρό. Δεν μας περιποιείται, δεν μας καθαρίζει, δεν μας πηγαίνει για ένα λίφτινγκ στον τσαγκάρη, μας είπαν οι παλιοί. Δεν μας ξεφορτώνεται καν, σε κάποιον κάδο σκουπιδιών, ώστε να να πεθάνουμε ειρηνικά, αντίθετα επιμένει να μας φορά. Κι έχει κάτι χοντροπόδαρα, κάτι χομπιτοπατούσες, ιδρωμένα, με νύχια κοφτερά και φτέρνες σαν ξουράφι. Και ξέρεις πόσο περπατά; Ολη μέρα, μέσα σε λάσπες, σε νερά.
Δεν έπρεπε να το επιτρέψουμε αυτό. Η αντίσταση ήταν μονόδρομος.
Αποφασίσαμε να του στήσουμε παγίδα.
Μόλις τον ακούσαμε να τρεκλίζει, κρυφτήκαμε πίσω από την πόρτα.
Το κλειδί στην κλειδαριά.
Του κάναμε “κούκουτζά”. Γυαλίζαμε μες στο σκοτάδι.
Μεθυσμένος, δεν μας αναγνώρισε.
Ποιανού παπούτσια είν’ αυτά;
Σε λάθος σπίτι μπήκα;
Εκλεισε την πόρτα, απομακρύνθηκε.
Πήραμε τη μάχη, όχι τον πόλεμο.
Αυριο, μεθαύριο, σαν μας φορέσει, θα τον χτυπήσουμε πολύ, θα τον χτυπήσουμε άσχημα, να βγάλει κάλους και φουσκάλες στα δάχτυλα και στων ποδιών του τις καμάρες.
26 Νοε 2013
deep no
25 Νοε 2013
Ουδείς άσφαλτος
Κάτι άφησε στο συρτάρι του γραφείου σου, μου είπαν.
Δηλαδή, άνοιξε τα συρτάρια μου, έκανε έρευνα, βρήκε τις φούντες, τα καλάσνικοφ, το παράνομο υλικό και παρ’ όλα αυτά δεν περίμενε να με συλλάβει;
Περίεργα πράγματα.
Είπε πως είναι φίλος σου, μου είπαν.
Αποκλείεται, φίλος με μπάτσους εγώ; Ποτέ!
Κοίταζα και δίσταζα να ανοίξω το συρτάρι.
Κι αν ήτανε παγίδα;
Κι αν θέλανε να μου πάρουνε το DNA;
Είπε πως σε ξέρει από παλιά, επέμειναν οι συνάδελφοι.
Ενας ψηλός ήταν, ένστολος, καλοκαμωμένος. Χαμογελαστός.
Επέμεινα: Δεν έχω πάρε δώσε με μπάτσους εγώ. Κι ούτε είν’ κανείς απ’ αυτούς φίλους μου. Χαμογελαστός ή όχι.
Ψέματα έλεγα φυσικά. Αλλά είχα κι ένα μέτωπο στην κοινωνία, πώς να δικαιολογήσω τις φιλίες με την αστυνομία;
Φόρεσα κάτι γάντια πλαστικά, της καθαρίστριας, που απλήρωτη καθάριζε τα γραφεία, και πολύ διστακτικά άνοιξα το συρτάρι. Ενας φάκελος μέσα. Προσκλητήριο. Οχι για ανάκριση στη ΓΑΔΑ. Πρόσκληση σε γάμο. Οικογένεια τάδε και οικογένεια δείνα.
Τον ήξερα τον τάδε, την αλήθεια είχε πει. Από παιδί. Εφταιγα εγώ εν μερει για την κατάντια του. Εγώ τον παρέσυρα και κατήντησε να γίνει αστυνομικός. Στη γειτονιά, θυμάμαι, ήταν απ’ αυτά τα παιδιά με μια υγιώς νοσηρή περιέργεια για τα κορίτσια. Διάβαζε τσόντες μανιωδώς. Είχε πολλές απορίες για τον αυνανισμό. Φοβόταν μην του μείνει στο χέρι (η ψωλή). Επειδή δεν ενέκρινα το δρόμο της αμαρτίας που ‘χε τραβήξει, του ανοίχτηκα. Του είπα τι έκανα τα Σάββατα. Του είπα να έρθει μια φορά δοκιμαστικά. Μπορεί και να σ’ αρέσει, του είχα πει. Ηρθε, δοκίμασε. Του άρεσε. Πολύ. Το κατηχητικό. Εμεινε και δεν έφυγε ποτέ. Ρίχτηκε με τα μούτρα στο θεό, στην εκκλησία, στη θρησκεία. Κομμένη η μαλακία. Και στον πνευματικό του εξομολογούταν τις ενοχές του για τις ονειρώξεις του. Δεν μπορώ να το ελέγξω, έλεγε ανήσυχος και απαρηγόρητος για τα υγρά, αμαρτωλά του όνειρα.
Πρώτα χριστιανός, μετά πατριώτης, εντέλει μπάτσος.
Εφυγε, πηγε σε άλλη πόλη. Εφυγα, πήγα σε άλλη πόλη. Γύρισα στη γενέθλια πόλη. Γύρισε κι αυτός. Μ’ έψαξε, με βρήκε. Βγήκαμε για καφε. Μού είπε διάφορα. Με ρώτησε πολλά για την πολιτική μου δράση. Δεν είχα κάτι να κρύψω ή να φοβηθώ. Στο γάμο του πάντως δεν πήγα. Μετά, τον έχασα πάλι. Τώρα τελευταία τον ξαναβλέπω. Ποτέ με στολή. Πάντα με πολιτικά. Αξούριστο, με μακριά μαλλιά, με κάτι ρούχα φτωχικά, περίπου σαν κλοσάρ. Δεν μου μιλάει. Ούτε κι εγώ. Οφείλω να παραδεχτώ ότι παίζει πολύ καλά το ρόλο του ως ασφαλίτης. Τον φαντάζομαι αυτή τη στιγμή, σε κάποιο γραφείο, πίσω του κάποιο εικόνισμα, να διαβάζει τούτες τις γραμμές. Αναρωτιέμαι αν από το ρόλο του θα βγει σαν τον ξαναπετύχω, κι αν ναι, ανησυχώ τι θα μου πει.
24 Νοε 2013
Οργανα βασανισμού
Του χαμογέλασε η τύχη, μα τον πέρασε για άλλον
Οταν του χαμογελούσε κάνα κορίτσι με ενα χαμόγελο όλο υποσχέσεις ή και χωρίς υποσχεσεις, νόμιζε πώς ήτανε η τύχη του και πήγαινε και της έλεγε "πες μου γλυκόλογα στ' αυτί" κι επειδή είχε βαρεθεί να είναι ανάξιος της τύχης του, την κυνηγούσε κι όταν έβρισκε την ευκαιρία την άρπαζε απ' τα μαλλιά, μην τυχόν τη χάσει, μην τύχει και του φύγει η τύχη, και πάγωνε το χαμόγελο του κοριτσιου και γινόταν τρόμος και μετά ευτυχώς επενέβαινε ο Νόμος.
Και η τύχη έχει αυτιά
Καμιά φορά του ψιθύριζε η τύχη του στ' αυτί, κι η ανάσα της καυτή του τσουρούφλιζε τις τριχούλες που φύτρωναν εκεί και για τις οποίες ενιωθε ντροπή, γλυκόλογα και προστυχιές και υποσχέσεις "ζήτα μου ό,τι θες, τις πιο κρυφές σου επιθυμίες, όλες θα τις έχεις" αλλά αυτός δεν της ζητούσε τίποτε, έβαζε μόνο μπεπανθόλ στο καμένο του αυτί.
Ηταν σαν να λέμε ανάξιος της τύχης του.
21 Νοε 2013
Λεκτικό selfie
Τίποτε.
Πώς τίποτε;
Τίποτε, μαλακίζομαι.
Δηλαδή;
Να, κάθομαι άσκοπα στο γραφείο μου και μαθαίνω να αγαπάω τον εαυτό μου τραβώντας selfies.
Και; Τα καταφέρνετε;
Μπα, όχι ιδιαίτερα.
20 Νοε 2013
Ο κύριος λοχαγός
Κάθε πρωί πήγαινε στον φούρνο και ζητούσε να κρατήσουν ένα ψωμί πολυτελείας για την κυρία λοχαγού, που δεν ήταν η ίδια λοχαγός, μήτε και η σύζυγός του αλλά η μητέρα του λοχαγου Νικολάου Βαρελά, πρώην πρασινοσκούφη, που καημό το 'χε ότι τον διώξαν από τα λοκ χωρίς να έχει πάρει την πουλάδα, έχοντας πλειστάκις αποτύχει στην πτώση με αλεξίπτωτο και κατέληξε σε ενα κανονικό στρατόπεδο της μακεδονικής επαρχίας, αντί να είναι μάχιμος κομαντερός, βρέθηκε να συνοδεύει τη μητέρα του στις χοροεσπερίδες της λέσχης αξιωματικών και να χορεύει βαλς μαζί της, κι εδώ που τα λέμε κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά ως μάχιμο αξιωματικό έτσι κοντός και λιγουλάκι πλαδαρός καθώς ήταν, και μια φορά μπροστά στα φαντάρια ζορίστηκε να μπει στο ελικόπτερο και μπήκε μπουσουλώντας κι έσπασε και το ρολόι του και όσο κι αν φώναζε και απειλούσε, ο λόχος εις βάρος του γελούσε, κι ευτυχώς δεν ήξερε ο κύριος λοχαγός ότι κάποιοι τον είχανε για αδερφή, ότι τάχα τους λοχίες του κρυφοκοιτούσε και ερωτικά ποθούσε, και τελικα μέσα του το είχε αποδεχθεί, έπρεπε να έχει πάει να κλειστεί σε μοναστήρι, αντ' αυτού μπήκε στο στρατό να παριστάνει το λοχαγό.
Γιορ λακυ ντέη ιν χελ
Ηπια καφέ, έκανα μπάνιο, βγήκα στο δρόμο.
19 Νοε 2013
Μέθοδοι ανεξαρτησίας
Μέθοδος πρώτη η απαγκίστρωση από ομάδες και συλλογικά εγχειρήματα. Τίμημα η μοναξιά.
Μέθοδος δεύτερη η εύρεση χρημάτων. Τίμημα δεν υπάρχει, αλλά ούτε και λεφτά.
Αναζητείται ο τρίτος δρόμος προς την ανεξαρτησία.
Σαν παλαιοπασόκ.διαβάζομαι.
18 Νοε 2013
Κατά φαντασία συγκινηθείς
Αυτός που δεν θυμάμαι το όνομά του
Ναι, με θαύμασα τόσο, που μετά το instagram, το facebook, το twitter, το tumblr, το βάζω κι εδώ
Θοδωράκης βήτα
Ποιος; Θοδωράκης; (συλλογισμένος) Όχι, δεν είχαμε ποτέ τέτοιον στη δουλειά. Και τώρα τι είπες ότι κάνει; παιχνίδια πουλάει; δεν θυμάμαι... (σκέφτεται). Πλανόδιος; Αααα! (Γελάει, κουνάει το κεφάλι). Θοδωράκος, έτσι τον φωνάζαμε, όχι Θοδωράκης. Ναι, βέβαια, εργάτης. Ναι, ναι, κάπως λειψός. Όχι, λαχείο δεν θυμάμαι να κέρδισε. Αναπηρική πήρε, πρόωρη, κάτι τέτοιο, ήξεραν οικογενειακώς ένα βουλευτή του πασόκ, αυτός τα κανόνισε. Μετά πουλούσε λαχεία. Και μετά τα παιχνίδια. Αυτοί πιο παλιά είχαν ένα σουπερμάρκετ. Δεν είχανε ανάγκη. Και πήγαινε και στηνότανε η μάνα του σε κάτι συσσίτια της εκκλησίας κι έπαιρνε κονσέρβες που μετά τις πουλούσε πανάκριβα στο σουπερμάρκετ. Βέβαια, γίνονταν πολλές κομπίνες τότε στα συσσίτια της εκκλησίας, θυμάμαι μια φορά εκείνος ο γείτονας (αλλάζει θέμα...)
17 Νοε 2013
Ο κύριος Μπάμπης
Ήταν δύο. Ο Μπαμπης ο ψηλός και ο Μπάμπης ο κοντός. Τα σβουράκια. Σβουρίζαν τα μάρμαρα. Κι όσο δουλέυανε, βρίζανε, τσακώνονταν, μεταξύ τους και με τους άλλους, σφυρίζανε, τραγουδούσανε. Ο Μπάμπης ο ψηλός κυρίως τραγουδούσε. Κι αμα δεν τραγουδούσε και δεν έβριζε, πάλι μιλούσε. Γλώσσα δεν έβαζε μέσα. Είχε ωραία φωνή ο Μπάμπης ο ψηλός. Μ' έβλεπε που ίδρωνα και ζοριζόμουνα παριστάνοντας τον εργάτη κι ανάλογα τα κέφια του με έβριζε, με κορόιδευε, με συμπονούσε, με παρηγορούσε. Εγώ τον συμπαθούσα. Ανθρωπο που τραγουδάει είναι να μην τον συμπαθείς;
Οταν μετά από χρόνια τον ξανάδα, συνταξιούχος αυτός, τρόμαξα να τον γνωρίσω, σαν να είχε ζαρώσει. Ηξερα ότι είχε αρρωστήσει. Δεν ήξερα ότι μετά την επέμβαση δεν μπορούσε πια να μιλήσει, αυτός που ήταν λαλίστατος. Εγώ λέω (αυτός δεν λέει τίποτα) ότι τη ζημιά την έπαθε από τη σκόνη και τα φάρμακα που χρησιμοποιούσαν στα σβουράκια. Δεν μπορούσε να σβουρίζει τα μάρμαρα, να τραγουδάει και να φορά την προστατευτική μάσκα ταυτόχρονα.
15 Νοε 2013
Επαναληπτικός
Έψαχνε μα δεν έβρισκε λόγια για να ντύσει εν είδει ιστορίας το πιο πρόσφατο συμπέρασμά του -ότι οι δεσμοί που στα δύσκολα αναπτύσσουν οι άνθρωποι δεν είναι ιδιαίτερα γεροί κι ούτε αντέχουν στο χρόνο, αντίθετα οι χαρές, τα γέλια και τα γλέντια είναι που σχεδον διαπάντός ενώνουν τους ανθρώπους, γιατί τα ζόρια θέλουμε να τα ξεχνάμε και μαζί με αυτά κι αυτούς με τους οποίους ζοριστήκαμε μαζί, άλλωστε κι αν το δεις μαθηματικά, είναι λιγότερες οι χαρές από τις στεναχώριες, όσοι περίπου είναι και κι αυτοί που τους κουβαλάμε (και μας κουβαλάνε) μέσα μας και δεν τους νιώθουμε σαν βάρος- κι εντέλει θυμήθηκε ότι καθόλου πρόσφατο δεν είναι αυτό το αυμπέρασμά του και πως το έχει ξαναγράψει και πάλι μη βρίσκοντας λέξεις για να ντύσει τον αφορισμό του, επανάληψη μήτηρ πάσης παθήσεως, πόσες φορές να σου το ξαναμαναπώ;
14 Νοε 2013
Μια βδομάδα κλεισμένος μέσα
Ο Θοδωράκης
Τον είδα πάλι τις προάλλες έξω από το ολύμπιον πριν από την τελετή λήξης του φεστιβάλ κινηματογραφου. Εννοείται, δεν περιμενε για να μπει μέσα. Αυτός, ως συνήθως, τα παιχνίδια του πουλούσε. Αυτή τη φορά κάτι σαν αλογάκια με μηχανισμό που κάνανε δυο-τρία βήματα στο έδαφος. Οπως πάντα, φαινόταν να τ' απολαμβάνει. Οπως πάντα, δεν τον είδα να πουλάει ούτε ένα.
Μη νομίσεις πως είναι χαριτωμένος επειδή μοιάζει να χαίρεται σαν παιδί με τα παιχνίδια του. Μάλλο γκροτέσκος είναι ο Θοδωράκης, ηλικιωμένος πλανόδιος πωλητής παιχνιδιών μέσα σε μαύρες σακούλες στο κέντρο της θεσσαλονίκης. Κάποτε, στα νιάτα του, μου είπαν, δούλευε σε εργοστάσιο. Βαριά χειρωνακτική εργασία. Είχε προβληματα με τον πατέρα του, κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι, και αν εξαιτίας του πατέρα του και της βίαιης συμπεριφοράς του χάζεψε ο Θοδωράκης ή αν τα προβλήματα οφείλονταν στην ελαφράδα του μυαλού του και αν την είχε από γεννησιμιού του την ελαφράδα στο μυαλό. Μια μέρα εμφανίστηκε στο εργοστάσιο και ανακοίνωσε ότι κέρδισε το λαχείο. Πολλά λεφτά. Εκατομμύρια. Δεν τον πίστεψε κανέις. Συνέχισε να δουλεύει. Οι συνάδελφοι του τον κορόιδευαν, τι δουλέυεις ρε Θοδωράκη, αφού τα 'χεις κονομήσει; ε και μια μέρα δεν ξαναπήγε για δουλειά, τον χάσαν οι συνάδελφοι. Κι έκτοτε, πολλά χρόνια τώρα, πουλάει παιχνίδια στο δρόμο, κάθε μέρα διαφορετικά, απ' αυτά που κανείς δεν αγοράζει.
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι δεν θέλει πολύ για να καταλήξει έτσι ο οποιοσδήποτε. Αλλά μπορεί και να λέω βλακείες.
7 Νοε 2013
5 Νοε 2013
Πορτρέτο με λέξεις γραμμένες με τα πόδια
Ένα περίεργο πράγμα - κάθε που αγχώνεται στο κεφάλι του χιονίζει και το έδαφος μαύρο μπαμπάκι που ασπρίζει με κηλίδες κόκκινες του αίματος γεμίζει
3 Νοε 2013
τCιVί
Κατά περιόδους με ταξί άλλων μετακινούμενος συνήθως όχι μεταξύ αλλά με τα πόδια ή το λεωφορείο απασχολήθηκε στον ιατροφαρμακευτικό τομέα αλλά και στην ξυλεία (συσκευαστής γλωσσοπιέστρων), στη διαφήμιση (διανομέας φυλλαδίων, αφισοκολλητής αριστερών φοιτητικών σχημάτων), στα ΜΜΕ (λαθοθήρας), τη δημοσιογραφία (blogger), τη φωτογραφία (instagram), τη συγγραφή (ημερολόγια και αυτοβιογραφία) και σε μαρμαράδικο (χαμάλης). Αρθρα του φιλοξενήθηκαν στον αστικό τύπο και αποτελεσαν διδακτέα ύλη στο πρόγραμμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Εχει καταλήξει πως εξαιρουμένης της αμισθί εργασίας τα καλύτερα πράγματα στον κόσμο είναι τζάμπα.