Τι σνομπαρία, τι υπέροχος ελιτισμός, σκέφτηκα τελειώνοντας
το «Στο καλό μυθιστόρημα» της Λοράνας Κοσέ, ουσιαστικά ασπαζόμενος τις αριστερίστικες
απόψεις κατά του βιβλιοπωλείου του Ιβάν και της Φραντσέσκας, που φιλοξενούσε
μόνο καλά μυθιστορήματα, τα οποία κάποιοι ειδικοί επέλεξαν. Απ’ την άλλη όμως,
επρόκειτο για ένα ξεκάθαρα αντιεμπορικό (αν και όχι αντιεμπορευματικό)
εγχείρημα, μακριά από το μάρκετιγκ της λογοτεχνίας, τις κλίκες, τις επιταγές
των εκδοτικών οίκων, μακριά από τη λογική των ευπώλητων.
Αρχίδια, στην πραγματικότητα πρόκειται περί πλαστού
διλήμματος και ψεύτικου διπόλου: τα καλά μυθιστορήματα, συχνά, πολύ συχνά,
είναι και ευπώλητα και καθόλου δεν μας πειράζει αυτό. Αλλωστε το ίδιο το βιβλίο
της Κοσέ, και προώθησης έτυχε και νομίζω πως πούλησε αρκετά. Και δικαίως. Κι
επιμένω: κανείς δεν είναι αρμοδιότερος για να μου προτείνει «καλό μυθιστόρημα»
από μένα τον ίδιο. Ούτε με τους «ειδικούς» ούτε με τους «εμπορικούς».
Υπάρχει το καλό μυθιστόρημα που αγαπά και σέβεται τον
αναγνώστη και υπάρχει και το καλό μυθιστόρημα που έχει γραμμένο στα αρχίδια του
τον αναγνώστη. Όσο παλεύω, γιατί περί πάλης πρόκειται, με το μπολανικό 2666,
διαβάζω διάφορα άλλα μυθιστορήματα, εν είδει διαλείμματος, πχ το «Τρία δωμάτια
στο Μανχάταν» του Σιμενον, απολαυστικό, ατμοσφαιρικό, νουάρ αλλά όχι
αστυνομικό, που με άφησε με κάποια απορία για των ηρώων του την ψυχολογία, και
μετά το «Στο καλό μυθιστόρημα» της Λοράνς Κοσέ, υπέροχο, πραγματικά
ευκολοδιάβαστο, με το πλεονέκτημα να λειτουργεί και ως μελλοντικός αναγνωστικός
οδηγός χάρη στους συγγραφείς και τους τίτλους που αναφέρονται διάσπαρτοι σε όλο
το μυθιστόρημα και υπάρχουν συγκεντρωμένοι στο τέλος, τόσο ευκολοδιάβαστο,
λοιπόν, που σε κάνει να αναρωτιέσαι και να αμφιβάλλεις για την πραγματική του
αξία, ειδικά αν το αντιπαραβάλλεις με τον δύστροπο και σπασαρχίδη Μπολάνιο. Όχι,
πραγματικά, θέλω να ρωτήσω όσους έχουν διαβάσει το 2666: δεν κόψατε φλέβα με
τον Αμαλφιτάνο; Δεν τα πήρατε στην κράνα με τα (ενίοτε, ομολογώ, σπαρταριστά) στοιχεία περί
Αραουκανών, οι οποίοι, δεινοί θαλασσοπόροι, ταξίδευαν στην Ινδία, στην Ελλάδα,
στην πρωτόγονη Γερμανία, είχαν μια γλώσσα από κόμπους και μια άλλη από τρίγωνα
και κατά βάση ήταν τηλεπαθητικοί; Βρήκατε ενδιαφέρον στην ανάλυση και τη
σύγκριση της πυκνότητας του νερού στη Σάντα Τερέσα και στη Βαρκελώνη; Ή στο
πόσες φορές την ημέρα βούρτσιζε τα δόντια του ο Αμαλφιτάνο και πόσες η κόρη του
(επτά η κόρη, αν έχετε την απορία). Λιμπιστήκατε μήπως τα σάντουιτς που ήταν ή
με τόνο ή με ζαμπόν, ή με μαρούλι ή με ντομάτα, ή με μαγιονέζα ή με κόκκινη
σάλτσα;
Τα ‘χω πάρει, λέμε. Αλλά δεν πτοούμαι. Χρόνο ελεύθερο έχω. Ή
τώρα ή ποτέ. Τις προάλλες ένα φίλος μου έλεγε για τις ώρες που έχασε
διαβάζοντας ένα άλλο πάγκοινως αποδεκτό ως αριστούργημα, τον «Ανθρωπο χωρίς
ιδιότητες» του Μουζίλ, όπου δεν συμβαίνει, μου είπε έξαλλος στο τηλέφωνο, ΤΙΠΟΤΑ.
Επόμενος σταθμός, θα είναι αυτό.