Ήταν δύο. Ο Μπαμπης ο ψηλός και ο Μπάμπης ο κοντός. Τα σβουράκια. Σβουρίζαν τα μάρμαρα. Κι όσο δουλέυανε, βρίζανε, τσακώνονταν, μεταξύ τους και με τους άλλους, σφυρίζανε, τραγουδούσανε. Ο Μπάμπης ο ψηλός κυρίως τραγουδούσε. Κι αμα δεν τραγουδούσε και δεν έβριζε, πάλι μιλούσε. Γλώσσα δεν έβαζε μέσα. Είχε ωραία φωνή ο Μπάμπης ο ψηλός. Μ' έβλεπε που ίδρωνα και ζοριζόμουνα παριστάνοντας τον εργάτη κι ανάλογα τα κέφια του με έβριζε, με κορόιδευε, με συμπονούσε, με παρηγορούσε. Εγώ τον συμπαθούσα. Ανθρωπο που τραγουδάει είναι να μην τον συμπαθείς;
Οταν μετά από χρόνια τον ξανάδα, συνταξιούχος αυτός, τρόμαξα να τον γνωρίσω, σαν να είχε ζαρώσει. Ηξερα ότι είχε αρρωστήσει. Δεν ήξερα ότι μετά την επέμβαση δεν μπορούσε πια να μιλήσει, αυτός που ήταν λαλίστατος. Εγώ λέω (αυτός δεν λέει τίποτα) ότι τη ζημιά την έπαθε από τη σκόνη και τα φάρμακα που χρησιμοποιούσαν στα σβουράκια. Δεν μπορούσε να σβουρίζει τα μάρμαρα, να τραγουδάει και να φορά την προστατευτική μάσκα ταυτόχρονα.
17 Νοε 2013
Ο κύριος Μπάμπης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου