Καμιά φορά περπατώντας στο δρόμο είχε την αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή μια πέτρα, όπου πάνω κάποιος είχε σκαλίσει τ' όνομά του, θα τον πετύχαινε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Εσκυβε να προφυλαχτεί από τη φανταστική (της φαντασίας του) την πέτρα και κάπως έτσι, συνήθως, ξεκινούσαν οι κρίσεις πανικού. Τον καταλάμβαναν έντονος φόβος, άγχος, αίσθημα επέλευσης τρέλας, αίσθημα απώλειας ελέγχου και επερχόμενου θανάτου. Επίσης παρουσίαζε τρέμουλο, αυξημένη εφίδρωση, πόνο στο στήθος, ταχυκαρδία, δύσπνοια, αίσθημα ασφυξίας, αίσθημα πνιγμού, ναυτία, κράμπες, ζάλη, μουδιάσματα ή μυρμηγκιάσματα στα χέρια, ρίγος ή εξάψεις, αίσθημα αδυναμίας και τάση λιποθυμίας και διάφορα άλλα πράγματα που είχε διαβάσει στη βικηπαιδεία. Θέλοντας ν’ απαλλαχθεί από τις κρίσεις πανικού, στον πανικό έκανε αναγραμματισμό, άλλαξε θέση στο γιώτα, έκανε τον πανικό πανκιό, τα μαλλιά του κούρεψε μοϊκάνα, που την έβαψε πράσινη-πορτοκαλί, έσκισε τα ρούχα του με παραμάνες, έφτυνε ολημερίς καταπράσινες ροχάλες κι έλεγε δεμενοιάζει σαν τον Μαργαρίτη και έτσι όταν πάθαινε κρίση και καμιά φορά έσπαγε τα πάντα, γιατί οι πανξ -όπως είχε γράψει παλιά και μια φυλλάδα- τα σπαν, δεν ήταν πλέον πανικού αλλά κρίση ενός πανκιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου