Εχω μια ώρα κενή. Μπαίνω στο καφέ. Αδειο. Ενας γέρος, μια γριά. Οχι μαζι, αλλά μοναχοί στα τραπεζάκια στις απέναντι γωνίες του μαγαζιου. Διστάζω, δεν ξέρω σε ποιον κοντά να κάτσω. Επιλέγω τον γέρο. Καθεται εχοντας γυρισμένη σχεδόν επδεικτικα την πλάτη σε όλο το μαγαζι. Σκεφτομαι οτι θα ειχε πιο πλακα να ανταλλαζαν κρυφές ματιες με τη γριά. Λιποσαρκος, σταυροποδι, φορά μια σπορ ζακετα και ενα παλιομοδιτικο τριμμένο παντελονι. Σκυφτος, ζοχαδιασμένος καπνιζει κατι πουράκια. Μουρμουριζει. Χειρονομεί, στήνει ολόκληρη επιχειρηματολογια. Τα λεει στον τοίχο. Ο τοιχος δεν του απαντα. Μάλλον. Εξω ψιχαλιζει. Παιζει το don' let the sun go down on me του ελτον τζον. Απο κει που καθομαι βλέπω μόνο την πορτα της κουζίνας του καφέ - σταφ ονλυ - προσωπικο μόνο, το ενα φύλλο της πορτας ανοιχτό. Βλέπω το ψύγειο στην κουζινα ρυθμισμένο στους 4.7 βαθμούς. Νιωθω σαν να βλεπω κάτι που δεν πρεπει. Σαν εισβολέας που παραβιάζει μια ιδιωτικοτητα. Δεν θέλω να μπαινω απρόσκλητος στα προσωπικα του μαγαζιου: κάτι πατάτες, λαχανικα, αλοιφές. Κοιτώ απο την άλλη μεριά, έξω στο δρόμο αυτοκινητα, παρκάρκουν ξεπαρκαρουν διπλοπαρκαρουν δυσκολεύονται να παρκάρουν. Ο γέρος σηκώνεται. Πληρωνει την γκαρσόνα. Περιμένει ρέστα. Αυξηθηκε ο καφές του λέει. Δεν εχει ρέστα. Πού το λέει αυτό; πού το 'χει γραμμενο; μανουριάζει αυτος και ψάχνει αποδειξεις καταλογους. Η γκαρσόνα του δειχνει τη νέα τιμή. Ο γέρος φέυγει μουρμουριζοντας. Φέυγει και η γριά. Σκέφτομαι τι πλάκα που θα ειχε να ειναι οντως ζευγαρι και τώρα που φέυγουν να περπατήσουν μαζι. Παιζει κρις αηζακ το γουικεντ γκέημ. Ο γέρος πάει δεξιά, η γριά αριστερά. Διατηρώ μια τελευταια ελπιδα οτι παροτι ακολουθουν διαφορετικες διαδρομες θα καταληξουν μαζι. Η ελπιδα μου όπως ολες οι ελπίδες ειναι φρούδα. Φεύγω κι εγώ.