Ήμασταν κάποτε μπορντό. Παραμένουμε δερμάτινα. Είχαμε κομψό αφεντικό. Που μας πρόσεχε, μας περιποιόταν. Δεν μας κούραζε πολύ. Μια νύχτα, νύχτα καταραμένη, ένα ζευγάρι χέρια αλλότρια, δαιμονικά και στρουμπουλά, ανοίξαν το ντουλάπι όπου αναπαυόμασταν.
Μα πού ακούστηκε αυτό, αδερφός να κλεβει αδερφό;
Μεταφερθήκαμε μέσα σε φτηνή πλαστική σακούλα.
Με το λεωφορείο!
Τα είχαμε βάψει μαύρα.
Και μετά μας βάψαν μαύρα.
Αγνώριστα γίναμε.
Το έγκλημα είχε ολοκληρωθεί.
Μας παρατήσαν όπως όπως μαζί με κάτι άλλα παλιοπάπουτσα τρύπια, ξεφτισμένα, βρόμικα. Ζητήσαμε πληροφορίες για το νέο αφεντικό. Βάναυσο, σκληρό. Δεν μας περιποιείται, δεν μας καθαρίζει, δεν μας πηγαίνει για ένα λίφτινγκ στον τσαγκάρη, μας είπαν οι παλιοί. Δεν μας ξεφορτώνεται καν, σε κάποιον κάδο σκουπιδιών, ώστε να να πεθάνουμε ειρηνικά, αντίθετα επιμένει να μας φορά. Κι έχει κάτι χοντροπόδαρα, κάτι χομπιτοπατούσες, ιδρωμένα, με νύχια κοφτερά και φτέρνες σαν ξουράφι. Και ξέρεις πόσο περπατά; Ολη μέρα, μέσα σε λάσπες, σε νερά.
Δεν έπρεπε να το επιτρέψουμε αυτό. Η αντίσταση ήταν μονόδρομος.
Αποφασίσαμε να του στήσουμε παγίδα.
Μόλις τον ακούσαμε να τρεκλίζει, κρυφτήκαμε πίσω από την πόρτα.
Το κλειδί στην κλειδαριά.
Του κάναμε “κούκουτζά”. Γυαλίζαμε μες στο σκοτάδι.
Μεθυσμένος, δεν μας αναγνώρισε.
Ποιανού παπούτσια είν’ αυτά;
Σε λάθος σπίτι μπήκα;
Εκλεισε την πόρτα, απομακρύνθηκε.
Πήραμε τη μάχη, όχι τον πόλεμο.
Αυριο, μεθαύριο, σαν μας φορέσει, θα τον χτυπήσουμε πολύ, θα τον χτυπήσουμε άσχημα, να βγάλει κάλους και φουσκάλες στα δάχτυλα και στων ποδιών του τις καμάρες.
Μα πού ακούστηκε αυτό, αδερφός να κλεβει αδερφό;
Μεταφερθήκαμε μέσα σε φτηνή πλαστική σακούλα.
Με το λεωφορείο!
Τα είχαμε βάψει μαύρα.
Και μετά μας βάψαν μαύρα.
Αγνώριστα γίναμε.
Το έγκλημα είχε ολοκληρωθεί.
Μας παρατήσαν όπως όπως μαζί με κάτι άλλα παλιοπάπουτσα τρύπια, ξεφτισμένα, βρόμικα. Ζητήσαμε πληροφορίες για το νέο αφεντικό. Βάναυσο, σκληρό. Δεν μας περιποιείται, δεν μας καθαρίζει, δεν μας πηγαίνει για ένα λίφτινγκ στον τσαγκάρη, μας είπαν οι παλιοί. Δεν μας ξεφορτώνεται καν, σε κάποιον κάδο σκουπιδιών, ώστε να να πεθάνουμε ειρηνικά, αντίθετα επιμένει να μας φορά. Κι έχει κάτι χοντροπόδαρα, κάτι χομπιτοπατούσες, ιδρωμένα, με νύχια κοφτερά και φτέρνες σαν ξουράφι. Και ξέρεις πόσο περπατά; Ολη μέρα, μέσα σε λάσπες, σε νερά.
Δεν έπρεπε να το επιτρέψουμε αυτό. Η αντίσταση ήταν μονόδρομος.
Αποφασίσαμε να του στήσουμε παγίδα.
Μόλις τον ακούσαμε να τρεκλίζει, κρυφτήκαμε πίσω από την πόρτα.
Το κλειδί στην κλειδαριά.
Του κάναμε “κούκουτζά”. Γυαλίζαμε μες στο σκοτάδι.
Μεθυσμένος, δεν μας αναγνώρισε.
Ποιανού παπούτσια είν’ αυτά;
Σε λάθος σπίτι μπήκα;
Εκλεισε την πόρτα, απομακρύνθηκε.
Πήραμε τη μάχη, όχι τον πόλεμο.
Αυριο, μεθαύριο, σαν μας φορέσει, θα τον χτυπήσουμε πολύ, θα τον χτυπήσουμε άσχημα, να βγάλει κάλους και φουσκάλες στα δάχτυλα και στων ποδιών του τις καμάρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου