Το ‘χει χάψει τελικά το παραμύθι ο κόσμος. Νιώθει ενοχές. Εχει πειστεί: μαζί τα φάγαμε, φταίμε κι εμείς, έχουμε τα μέτρα (την κυβέρνηση, την τρόικα) που μας αξίζουν.
Ακόμη δεν έχουμε καταλάβει πόσο μεγάλη ήττα ήταν η επιβολή μισθολογικών μειώσεων στους δημόσιους υπαλλήλους. Στο όνομα μια νεοπασοκικής άρτι ανακαλυφθείσας κοινωνικής δικαιοσύνης οι μειώσεις στους μισθούς μεταφέρονται και στον ιδιωτικό τομέα. Η ευκολία με την οποία αποδέχτηκαν τα εις βάρος τους μέτρα οι δημόσιοι υπάλληλοι (ή έστω η χλιαρή αντίδραση που επέδειξαν) αποτελεί και θα αποτελεί ένα ισχυρό επιχείρημα στα χείλη των υποστηρικτών της κατοχικής κυβέρνησης.
Εχουμε καταπιεί τη φτηνή, επίπλαστη, επιφανειακή πολιτική ορθότητα, παρέκταμα της οποίας είναι η αναφυλαξία που παθαίνουν κάποιοι πολιτικώς πολιτισμένοι στο άκουσμα των φράσεων «κατοχική κυβέρνηση», «πασοκική χούντα». Ακριβώς το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή κάποιοι δεν καταλαβαίνουν ότι τελούμε υπό κατοχή ή ότι ζουμε σε μια χούντα, δείχνει πόσο μεγαλύτερη είναι η ισχύ της μπότας της Ολγας Τρέμη ή τα τεθωρακισμένα κυβερνητικής υποστήριξης τύπου Πρετεντέρη, Καψή, Τσίμα, Πορτοσάλτε, Παπαδημητρίου και η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Ο κόσμος (οι πολίτες, ο λαός, πέστο όπως θες) δεν έχει, δεν είχε ποτέ ή κάπου την έχει απολέσει, κινηματική συνείδηση. Για πολλούς μια ημέρα απεργίας είναι πολύ μεγάλη υπόθεση, δύο μέρες τεράστιο ρίσκο, στις δε τέσσερις – πέντε συνεχόμενες ημέρες απεργίας η οργή καταρρέει και δίνει τη θέση της στην ενδοτικότητα και την ηττοπάθεια.
Ο κόσμος (οι πολίτες, ο λαός, οι εργαζόμενοι, μπλαμπλα) είναι ιδιαιτέρως πρόθυμος να δει (στην ουσία, να εφεύρει) και τα δίκια του αφεντικού παράλληλα με τα δίκια του εργάτη. Συμπονά και δείχνει κατανόηση, στο πλαίσιο μιας -άραγε από πού εκπορευόμενης;- αντικειμενικότητας, στις δυσκολίες της εργοδοσίας, σημάδι παντελούς έλλειψης ταξικής συνείδησης.
Ο κόσμος, ακόμη κι αυτός που αντιδρά, λειτουργεί συντεχνιακά, ενίοτε δε η μία συντεχνία τσιμπά στα κυβερνητικά παραμύθια και την πολιτική «διαίρει και βασίλευε» στρεφόμενη εναντίον άλλων συντεχνιών ως υπεύθυνων για το χάλι της. Συνεπώς η κατοχική κυβέρνηση βρίσκει πρόσφορο έδαφος για την εφαρμογή μέτρων όπως οι «επιχειρησιακές συμβάσεις ειδικού τύπου», αφού συντεχνιακός, συχνά μάλιστα τώρα τελευταία ακόμη και «επιχειρησιακός» είναι ο τρόπος αντίδρασης των εργαζομένων. Είναι μια ντεφάκτο αποδοχή του τρόπου που αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση το μέλλον της εργασίας, χωρίς εθνικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Κακά τα ψέματα, το κίνημα (το όποιο κίνημα) δεν έχει όλες τις λύσεις, δεν έχει απαντήσεις, κυρίως σε ζητήματα πρακτικής άμεσα εφαρμόσιμης πολιτικής. Ειδικά δε η ρεφορμιστική πολιτική αποτυγχάνει γιατί πλέον δεν αποσκοπεί στη σταδιακή βελτίωση μέσω μεταρρυθμίσεων αλλά στη μείωση των ζημίων από τις αντεργατικές, στα όρια του απάνθρωπου, κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις.
Αρα, θα μου πεις, η μόνη λύση είναι η εξέγερση και η ανατροπή; Αστοχη ερώτηση, απαντώ. Για ποια ανατροπή και εξέγερση μιλούμε όταν ο κόσμος (οι πολίτες ντε, οι εργαζόμενοι, οι άμεσα πληττόμενοι) αδυνατούν να ανταποκριθούν στα καλέσματα μιας έστω ρεφορμιστικής αντίδρασης;
Τελευταίο: δεν θυμάμαι πιο πετυχημένη κυβέρνηση από τη σημερινή. Εχει πετύχει 100% στην εφαρμογή, με το ελάχιστο πολιτικό κόστος, μιας αδυσώπητης, αντικοινωνικής πολιτικής, καταστρατηγώντας κοινωνικά και εργατικά κεκτημένα δεκαετιών.
ΥΓ. Τα παραπάνω αποτελούν σκέψεις που έκανα περπατώντας μόλις πριν από λίγο. Σίγουρα θα υπάρχουν ορθότερες απόψεις απ’ αυτές και σίγουρα έχω υποπέσει σε λάθος εκτιμήσεις. Κάθε αντίρρηση δεκτή, απλώς γενικότερα τον τελευταίο καιρό δύσκολα βρίσκω χρόνο να απαντώ στα (ούτως ή αλλως ελάχιστα) σχόλια που αφήνετε.