Όταν μου είπαν πως είχε περάσει και με γύρευε ένας αστυνομικός, αστειεύτηκα σιγά το πράγμα, ρε παιδιά, άργησα λίγο να έρθω στη δουλειά, δεν έκανα δα και κάνα έγκλημα.
Κάτι άφησε στο συρτάρι του γραφείου σου, μου είπαν.
Δηλαδή, άνοιξε τα συρτάρια μου, έκανε έρευνα, βρήκε τις φούντες, τα καλάσνικοφ, το παράνομο υλικό και παρ’ όλα αυτά δεν περίμενε να με συλλάβει;
Περίεργα πράγματα.
Είπε πως είναι φίλος σου, μου είπαν.
Αποκλείεται, φίλος με μπάτσους εγώ; Ποτέ!
Κοίταζα και δίσταζα να ανοίξω το συρτάρι.
Κι αν ήτανε παγίδα;
Κι αν θέλανε να μου πάρουνε το DNA;
Είπε πως σε ξέρει από παλιά, επέμειναν οι συνάδελφοι.
Ενας ψηλός ήταν, ένστολος, καλοκαμωμένος. Χαμογελαστός.
Επέμεινα: Δεν έχω πάρε δώσε με μπάτσους εγώ. Κι ούτε είν’ κανείς απ’ αυτούς φίλους μου. Χαμογελαστός ή όχι.
Ψέματα έλεγα φυσικά. Αλλά είχα κι ένα μέτωπο στην κοινωνία, πώς να δικαιολογήσω τις φιλίες με την αστυνομία;
Φόρεσα κάτι γάντια πλαστικά, της καθαρίστριας, που απλήρωτη καθάριζε τα γραφεία, και πολύ διστακτικά άνοιξα το συρτάρι. Ενας φάκελος μέσα. Προσκλητήριο. Οχι για ανάκριση στη ΓΑΔΑ. Πρόσκληση σε γάμο. Οικογένεια τάδε και οικογένεια δείνα.
Τον ήξερα τον τάδε, την αλήθεια είχε πει. Από παιδί. Εφταιγα εγώ εν μερει για την κατάντια του. Εγώ τον παρέσυρα και κατήντησε να γίνει αστυνομικός. Στη γειτονιά, θυμάμαι, ήταν απ’ αυτά τα παιδιά με μια υγιώς νοσηρή περιέργεια για τα κορίτσια. Διάβαζε τσόντες μανιωδώς. Είχε πολλές απορίες για τον αυνανισμό. Φοβόταν μην του μείνει στο χέρι (η ψωλή). Επειδή δεν ενέκρινα το δρόμο της αμαρτίας που ‘χε τραβήξει, του ανοίχτηκα. Του είπα τι έκανα τα Σάββατα. Του είπα να έρθει μια φορά δοκιμαστικά. Μπορεί και να σ’ αρέσει, του είχα πει. Ηρθε, δοκίμασε. Του άρεσε. Πολύ. Το κατηχητικό. Εμεινε και δεν έφυγε ποτέ. Ρίχτηκε με τα μούτρα στο θεό, στην εκκλησία, στη θρησκεία. Κομμένη η μαλακία. Και στον πνευματικό του εξομολογούταν τις ενοχές του για τις ονειρώξεις του. Δεν μπορώ να το ελέγξω, έλεγε ανήσυχος και απαρηγόρητος για τα υγρά, αμαρτωλά του όνειρα.
Πρώτα χριστιανός, μετά πατριώτης, εντέλει μπάτσος.
Εφυγε, πηγε σε άλλη πόλη. Εφυγα, πήγα σε άλλη πόλη. Γύρισα στη γενέθλια πόλη. Γύρισε κι αυτός. Μ’ έψαξε, με βρήκε. Βγήκαμε για καφε. Μού είπε διάφορα. Με ρώτησε πολλά για την πολιτική μου δράση. Δεν είχα κάτι να κρύψω ή να φοβηθώ. Στο γάμο του πάντως δεν πήγα. Μετά, τον έχασα πάλι. Τώρα τελευταία τον ξαναβλέπω. Ποτέ με στολή. Πάντα με πολιτικά. Αξούριστο, με μακριά μαλλιά, με κάτι ρούχα φτωχικά, περίπου σαν κλοσάρ. Δεν μου μιλάει. Ούτε κι εγώ. Οφείλω να παραδεχτώ ότι παίζει πολύ καλά το ρόλο του ως ασφαλίτης. Τον φαντάζομαι αυτή τη στιγμή, σε κάποιο γραφείο, πίσω του κάποιο εικόνισμα, να διαβάζει τούτες τις γραμμές. Αναρωτιέμαι αν από το ρόλο του θα βγει σαν τον ξαναπετύχω, κι αν ναι, ανησυχώ τι θα μου πει.
Κάτι άφησε στο συρτάρι του γραφείου σου, μου είπαν.
Δηλαδή, άνοιξε τα συρτάρια μου, έκανε έρευνα, βρήκε τις φούντες, τα καλάσνικοφ, το παράνομο υλικό και παρ’ όλα αυτά δεν περίμενε να με συλλάβει;
Περίεργα πράγματα.
Είπε πως είναι φίλος σου, μου είπαν.
Αποκλείεται, φίλος με μπάτσους εγώ; Ποτέ!
Κοίταζα και δίσταζα να ανοίξω το συρτάρι.
Κι αν ήτανε παγίδα;
Κι αν θέλανε να μου πάρουνε το DNA;
Είπε πως σε ξέρει από παλιά, επέμειναν οι συνάδελφοι.
Ενας ψηλός ήταν, ένστολος, καλοκαμωμένος. Χαμογελαστός.
Επέμεινα: Δεν έχω πάρε δώσε με μπάτσους εγώ. Κι ούτε είν’ κανείς απ’ αυτούς φίλους μου. Χαμογελαστός ή όχι.
Ψέματα έλεγα φυσικά. Αλλά είχα κι ένα μέτωπο στην κοινωνία, πώς να δικαιολογήσω τις φιλίες με την αστυνομία;
Φόρεσα κάτι γάντια πλαστικά, της καθαρίστριας, που απλήρωτη καθάριζε τα γραφεία, και πολύ διστακτικά άνοιξα το συρτάρι. Ενας φάκελος μέσα. Προσκλητήριο. Οχι για ανάκριση στη ΓΑΔΑ. Πρόσκληση σε γάμο. Οικογένεια τάδε και οικογένεια δείνα.
Τον ήξερα τον τάδε, την αλήθεια είχε πει. Από παιδί. Εφταιγα εγώ εν μερει για την κατάντια του. Εγώ τον παρέσυρα και κατήντησε να γίνει αστυνομικός. Στη γειτονιά, θυμάμαι, ήταν απ’ αυτά τα παιδιά με μια υγιώς νοσηρή περιέργεια για τα κορίτσια. Διάβαζε τσόντες μανιωδώς. Είχε πολλές απορίες για τον αυνανισμό. Φοβόταν μην του μείνει στο χέρι (η ψωλή). Επειδή δεν ενέκρινα το δρόμο της αμαρτίας που ‘χε τραβήξει, του ανοίχτηκα. Του είπα τι έκανα τα Σάββατα. Του είπα να έρθει μια φορά δοκιμαστικά. Μπορεί και να σ’ αρέσει, του είχα πει. Ηρθε, δοκίμασε. Του άρεσε. Πολύ. Το κατηχητικό. Εμεινε και δεν έφυγε ποτέ. Ρίχτηκε με τα μούτρα στο θεό, στην εκκλησία, στη θρησκεία. Κομμένη η μαλακία. Και στον πνευματικό του εξομολογούταν τις ενοχές του για τις ονειρώξεις του. Δεν μπορώ να το ελέγξω, έλεγε ανήσυχος και απαρηγόρητος για τα υγρά, αμαρτωλά του όνειρα.
Πρώτα χριστιανός, μετά πατριώτης, εντέλει μπάτσος.
Εφυγε, πηγε σε άλλη πόλη. Εφυγα, πήγα σε άλλη πόλη. Γύρισα στη γενέθλια πόλη. Γύρισε κι αυτός. Μ’ έψαξε, με βρήκε. Βγήκαμε για καφε. Μού είπε διάφορα. Με ρώτησε πολλά για την πολιτική μου δράση. Δεν είχα κάτι να κρύψω ή να φοβηθώ. Στο γάμο του πάντως δεν πήγα. Μετά, τον έχασα πάλι. Τώρα τελευταία τον ξαναβλέπω. Ποτέ με στολή. Πάντα με πολιτικά. Αξούριστο, με μακριά μαλλιά, με κάτι ρούχα φτωχικά, περίπου σαν κλοσάρ. Δεν μου μιλάει. Ούτε κι εγώ. Οφείλω να παραδεχτώ ότι παίζει πολύ καλά το ρόλο του ως ασφαλίτης. Τον φαντάζομαι αυτή τη στιγμή, σε κάποιο γραφείο, πίσω του κάποιο εικόνισμα, να διαβάζει τούτες τις γραμμές. Αναρωτιέμαι αν από το ρόλο του θα βγει σαν τον ξαναπετύχω, κι αν ναι, ανησυχώ τι θα μου πει.
6 σχόλια:
Μην το έχεις βάρος πια, ήσουν μικρός τότε και δε γνώριζες τα αποτελέσματα των πράξεών σου!
διαβάζει το μπλογκ σου;;
εεε....
μα πώς βρέθηκα εδώ;; εγώ το ορθοδοξία.τζιάρ έψαχνα...
Μας δίνεις την άδεια να το ανεβάσουμε στο toportal.gr? Say YES (or no......)στο davarakis@gmail.com παρακαλούμε και οι τέσσερις. Τέσσερις είμαστε. (Say Yes, έτσι;)
"Να σου πω τι κάνω τα Σάββατα;"
Δημήτρη, ελαφρυντικό το νεαρόν της ηλικίας δηλαδή; Ευτυχώς!
Μεστ Απ, στο σωστό και πιο ορθόδοξο μέρος ήρθες!
Αρη Δαβαράκη, απάντησα με mail μόλις πριν από λίγο.
Απιαστε Λέιζερ, κάποια μαλακία έγραψα και δεν το κατάλαβα;
όχι, σκέφτηκα τι θα ανησυχητικό θα μπορούσε να σου πει.
Δημοσίευση σχολίου