30 Νοε 2013

Μάρκετινγκ

Είναι κάποια συναισθήματα που μοιάζουν -ας μου επιτραπεί η χυδαιότητα της έκφρασης- με προϊόντα στα αζήτητα, απ' αυτά που δεν τα θέλει κανείς, κι ας είχαν εξαρχής συγκεκριμένο τάργκετ γκρουπ κι ας είχε εξαρχής σχεδιαστεί η διαφημιστική εκστρατεία και η επικοινωνιακή τακτική τους. Περιφρονημένα κυρίως απ' αυτούς για τους οποίους δημιουργήθηκαν, μένουνε στο ράφι, χωρίς κανένας να τα θέλει, είτε επειδή υπάρχει υπερπροσφορά, είτε γιατί οι ανταγωνιστές λειτούργησαν καλύτερα, είτε γιατί το τάημινγκ ήταν κακό είτε γιατί τέλος πάντων ήταν ευθύς εξαρχής άχρηστα και ούτως ή αλλως μια πολύ κακή ιδέα.

Κυνηγετική περίοδος

Στον ελεύθερό του χρόνο κυνηγούσε. Έστηνε υπομονετικά καρτέρι. Χαμαιλέοντας. Γινόταν ένα με το περιβάλλον. Εντόπιζε τον στόχο. Προσέγγιζε χωρίς να γίνει αντιληπτός. Αν ήταν κοπάδι, γινόταν μέλος του. Και την κατάλληλη στιγμή πυροβολούσε. Εξολοθρευτής. Δεινός κυνηγός της ευτυχίας. Των άλλων. Κυνηγός και ψυχρός εκτελεστής της. Γιατί δικιά του δεν είχε.

29 Νοε 2013

Ο χρηστάκης ο ταφ

Ρε λοχία, πάρε μαζί σου, ρε λοχία, δεν την παλεύω στο σκοπέτο, θα κάνω καμιά μαλακία, ρε λοχια, εχω λιώσει στη σκοπιά.
Ο χρηστάκης ο ταφ. Πιτσιρικάς. Αλανιάρης. Σαλονίκη, δυτικά. Πειραγμένος όσο και τα αυτοκίνητα κι οι μηχανές που οδηγούσε. Χαμογελαστός μέχρι τ' αυτιά.
Ε δεν του χαλούσα χατίρι. Τον έπαιρνα μαζί μου. Μη φανταστείς καμιά τρελή καβάτζα. Περίπολο. Καλύτερα να περπατάς με παρέα παρά να ξεροσταλιάζει μόνος στη σκοπιά. Περιπολάρχης εγώ, μπροστά, περιπολόπουλο αυτός, καμιά εικοσαριά βήματα πίσω. Ετσι, αν θέλαμε να είμαστε προβλεπέ. Ποτέ δεν ήμασταν. Βόλτα κάναμε, πλάι πλάι, καπνίζοντας στα κρυφά, αράζοντας στις σκοπιές και κάνοντας παρέα στους νυσταγμένους σκοπούς.
Φλύαρος ο χρηστάκης ο ταφ. Ασταμάτητος. Ελεγε-έλεγε-έλεγε ιστορίες, όλες για ένα φιλαράκι του ρε και για έναν κολλητό του και για κάποιο γκομενάκι και για τότε ρε που έκατσε μια φάση κι ένας τσαμπουκάς, κι ήταν ο λόγος του αργόσυρτος μαγκιόρικος, και φουλ στα σκηνικά από σκυλάδικα. Βέβαια. Βαθύ σκυλάδικο ο χρηστάκης ο ταφ. Περιθώριο, όχι τίποτε χλεχλέδες πρώτα ονόματα. Και δώστου ιστορίες για τον κολλητό τον τραγουδιστή με τη φωνάρα που κόλλησε με κόκα και για τρελά άφτερ πάρτυ, μετά το πρόγραμμα, στο πάρκινγκ του μαγαζιού με τον τραγουδιστη ανπλαγκντ με τους θαυμαστές του κι ένα κλαρίνο. Τότε μόνο ενθουσιαζόταν ο χρηστάκης ο ταφ και χόρευε άιντιμάλε στα σκοτεινά κραδαίνοντας το μιδεκαξιαλφαδύο ψηλα στον αερα.
Κάποια στιγμή πάλιωσε ο Χρηστάκης ο ταφ, αρχίσαν να τον βαραίνουν οι μέρες, συνέχιζε να μιλά ασταμάτητα αλλά μόνο γκρίνια: ρε λοχία, δεν την παλεύω ρε λοχία, ρε λοχία θα πάω στο γιατρό να μου δώσει αναβολή, ρε λοχία πήρε ο γέρος μου τον μητροπολίτη μου το βύσμα και δεν μού δίνουν την απόσπαση ρε λοχία, είχα αρχίσει να βαριέμαι την γκρίνια του και τα ρελοχία και δεν ήξερα τι να κάνω, τρεις ώρες περίπολο με γκρίνια δεν γίνεται, και κάπου εκεί επαθα ένα σοβαρό τροχαίο, φτηνά τη γλίτωσα, εσύ που με ξέρεις τα ξέρεις, και έλειψα κάμποσο από το στρατόπεδο και γυρνώντας πίσω ο Χρηστάκης ο ταφ την είχε πάρει την απόσπαση καπου καλύτερα, να μην του πονάνε τα μυαλά.
Αϊντιμάλε. 

28 Νοε 2013

Καριέρα σε οίκο

Δούλευε σ’ έναν εκδικητικό οίκο. Η δουλειά του ήταν απλή αλλά απαιτητική. Απ’ τα χεριά του περνούσαν οι αιτήσεις όλων όσων ζητούσαν εκδίκηση. Δουλειά του ήταν να τις εξετάσει -να ελέγξει το δίκιο ή το άδικο κάθε επιθυμίας για εκδίκηση- και στη συνέχεια είτε να τις απορρίψει με μια ευγενική αλλά ενθαρρυντική επιστολή (μη το βάζεις κάτω, δοκίμασε πάλι, η πόρτα του οίκου μας είναι πάντα ανοιχτή), είτε να τις εγκρίνει και να τις περάσει για επεξεργασία στο τμήμα σχεδιασμού, του οποίου δουλειά ήταν να καταστρώνει λεπτομερώς το σχέδιο εκδίκησης, να εκπονεί ένα χρονοδιάγραμμα κινήσεων και ενεργειών, προβλέποντας όλα τα ενδεχόμενα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Στη συνέχεια, ο ίδιος πάλι παραλάμβανε από το τμήμα σχεδιασμού το σχέδιο εκδίκησης, το οποίο ήταν υποχρεωμένος να διπλοελέγξει για τυχόν λάθη, παραλείψεις, ασάφειες, προτού το παραδώσει στο εκτελεστικό απόσπασμα, τον επιχειρησιακό τομέα, που αναλάμβανε κάτω από πλήρη μυστικότητα να φέρει σε πέρας την αποστολή.
Την επόμενη μέρα, μετά την ολοκλήρωση της αποστολής, αφού η διαδικασία της εκδίκησης είχε ολοκληρωθεί, κάποιοι μιλούσαν για τρομοκρατία. Αλλοι για δικαιοσύνη. Για τον ίδιον, ήταν μια καριέρα που είχε καταλήξει σε ρουτίνα. Μια δουλειά όπως όλες οι άλλες. Τελευταίο στάδιο της οποίας -και αρχή της επόμενης υπόθεσης- ήταν η παραλαβή μιας νέας αίτησης για εκδίκηση, απ’ αυτόν που ο εκδικητικός οίκος, κατ’ εντολή του πελάτη, είχε μόλις εκδικηθεί, τον οποίο πληγέντα από την εκδίκηση, τον ίδιον ή, σε περίπτωση θανάτου του, τους οικείους του, προσέγγιζε πάντα διακριτικά το διαφημιστικό τμήμα του εκδικητικού οίκου για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Τιμές φιλικές, εγγυημένη αποδοτικότητα.

27 Νοε 2013

Ένα ζευγάρι κλαμένα κλεμμένα παπούτσια

Ήμασταν κάποτε μπορντό. Παραμένουμε δερμάτινα. Είχαμε κομψό αφεντικό. Που μας πρόσεχε, μας περιποιόταν. Δεν μας κούραζε πολύ. Μια νύχτα, νύχτα καταραμένη, ένα ζευγάρι χέρια αλλότρια, δαιμονικά και στρουμπουλά, ανοίξαν το ντουλάπι όπου αναπαυόμασταν.
Μα πού ακούστηκε αυτό, αδερφός να κλεβει αδερφό;
Μεταφερθήκαμε μέσα σε φτηνή πλαστική σακούλα.
Με το λεωφορείο!

Τα είχαμε βάψει μαύρα.
Και μετά μας βάψαν μαύρα.
Αγνώριστα γίναμε.
Το έγκλημα είχε ολοκληρωθεί.
Μας παρατήσαν όπως όπως μαζί με κάτι άλλα παλιοπάπουτσα τρύπια, ξεφτισμένα, βρόμικα. Ζητήσαμε πληροφορίες για το νέο αφεντικό. Βάναυσο, σκληρό. Δεν μας περιποιείται, δεν μας καθαρίζει, δεν μας πηγαίνει για ένα λίφτινγκ στον τσαγκάρη, μας είπαν οι παλιοί. Δεν μας ξεφορτώνεται καν, σε κάποιον κάδο σκουπιδιών, ώστε να να πεθάνουμε ειρηνικά, αντίθετα επιμένει να μας φορά. Κι έχει κάτι χοντροπόδαρα, κάτι χομπιτοπατούσες, ιδρωμένα, με νύχια κοφτερά και φτέρνες σαν ξουράφι. Και ξέρεις πόσο περπατά; Ολη μέρα, μέσα σε λάσπες, σε νερά.
Δεν έπρεπε να το επιτρέψουμε αυτό. Η αντίσταση ήταν μονόδρομος.
Αποφασίσαμε να του στήσουμε παγίδα.
Μόλις τον ακούσαμε να τρεκλίζει, κρυφτήκαμε πίσω από την πόρτα.
Το κλειδί στην κλειδαριά.
Του κάναμε “κούκουτζά”. Γυαλίζαμε μες στο σκοτάδι.
Μεθυσμένος, δεν μας αναγνώρισε.
Ποιανού παπούτσια είν’ αυτά;
Σε λάθος σπίτι μπήκα;
Εκλεισε την πόρτα, απομακρύνθηκε.
Πήραμε τη μάχη, όχι τον πόλεμο.
Αυριο, μεθαύριο, σαν μας φορέσει, θα τον χτυπήσουμε πολύ, θα τον χτυπήσουμε άσχημα, να βγάλει κάλους και φουσκάλες στα δάχτυλα και στων ποδιών του τις καμάρες.

26 Νοε 2013

deep no

Ορθιοι στο χολ, φορούσα σώβρακο, εσύ κασκόλ, τρώγαμε παστίτσιο από το καλό σου το σερβίτσιο, κοιταξες τα διαφημιστικά από τις πιτσαρίες, τι τις θέλουμε αυτές τις αηδίες; για μιαν ώρα ανάγκης, άμα κάτι συμβεί, να έχω κάπου να τηλεφωνήσω, κάποιον να μιλήσω, την ψυχή μου να ανοίξω, να εξομολογηθώ ότι μου τελειώνουνε τα μεγκαμπάητ, μένω άυπνος ατ νάητ, περιμένω το εντ του μήνα, να μου τελ ξαναξεκίνα.

25 Νοε 2013

Ουδείς άσφαλτος

Όταν μου είπαν πως είχε περάσει και με γύρευε ένας αστυνομικός, αστειεύτηκα σιγά το πράγμα, ρε παιδιά, άργησα λίγο να έρθω στη δουλειά, δεν έκανα δα και κάνα έγκλημα.
Κάτι άφησε στο συρτάρι του γραφείου σου, μου είπαν.
Δηλαδή, άνοιξε τα συρτάρια μου, έκανε έρευνα, βρήκε τις φούντες, τα καλάσνικοφ, το παράνομο υλικό και παρ’ όλα αυτά δεν περίμενε να με συλλάβει;
Περίεργα πράγματα.
Είπε πως είναι φίλος σου, μου είπαν.
Αποκλείεται, φίλος με μπάτσους εγώ; Ποτέ!
Κοίταζα και δίσταζα να ανοίξω το συρτάρι.
Κι αν ήτανε παγίδα;
Κι αν θέλανε να μου πάρουνε το DNA;
Είπε πως σε ξέρει από παλιά, επέμειναν οι συνάδελφοι.
Ενας ψηλός ήταν, ένστολος, καλοκαμωμένος. Χαμογελαστός.
Επέμεινα: Δεν έχω πάρε δώσε με μπάτσους εγώ. Κι ούτε είν’ κανείς απ’ αυτούς φίλους μου. Χαμογελαστός ή όχι.
Ψέματα έλεγα φυσικά. Αλλά είχα κι ένα μέτωπο στην κοινωνία, πώς να δικαιολογήσω τις φιλίες με την αστυνομία;
Φόρεσα κάτι γάντια πλαστικά, της καθαρίστριας, που απλήρωτη καθάριζε τα γραφεία, και πολύ διστακτικά άνοιξα το συρτάρι. Ενας φάκελος μέσα. Προσκλητήριο. Οχι για ανάκριση στη ΓΑΔΑ. Πρόσκληση σε γάμο. Οικογένεια τάδε και οικογένεια δείνα.
Τον ήξερα τον τάδε, την αλήθεια είχε πει. Από παιδί. Εφταιγα εγώ εν μερει για την κατάντια του. Εγώ τον παρέσυρα και κατήντησε να γίνει αστυνομικός. Στη γειτονιά, θυμάμαι, ήταν απ’ αυτά τα παιδιά με μια υγιώς νοσηρή περιέργεια για τα κορίτσια. Διάβαζε τσόντες μανιωδώς. Είχε πολλές απορίες για τον αυνανισμό. Φοβόταν μην του μείνει στο χέρι (η ψωλή). Επειδή δεν ενέκρινα το δρόμο της αμαρτίας που ‘χε τραβήξει, του ανοίχτηκα. Του είπα τι έκανα τα Σάββατα. Του είπα να έρθει μια φορά δοκιμαστικά. Μπορεί και να σ’ αρέσει, του είχα πει. Ηρθε, δοκίμασε. Του άρεσε. Πολύ. Το κατηχητικό. Εμεινε και δεν έφυγε ποτέ. Ρίχτηκε με τα μούτρα στο θεό, στην εκκλησία, στη θρησκεία. Κομμένη η μαλακία. Και στον πνευματικό του εξομολογούταν τις ενοχές του για τις ονειρώξεις του. Δεν μπορώ να το ελέγξω, έλεγε ανήσυχος και απαρηγόρητος για τα υγρά, αμαρτωλά του όνειρα.
Πρώτα χριστιανός, μετά πατριώτης, εντέλει μπάτσος.
Εφυγε, πηγε σε άλλη πόλη. Εφυγα, πήγα σε άλλη πόλη. Γύρισα στη γενέθλια πόλη. Γύρισε κι αυτός. Μ’ έψαξε, με βρήκε. Βγήκαμε για καφε. Μού είπε διάφορα. Με ρώτησε πολλά για την πολιτική μου δράση. Δεν είχα κάτι να κρύψω ή να φοβηθώ. Στο γάμο του πάντως δεν πήγα. Μετά, τον έχασα πάλι. Τώρα τελευταία τον ξαναβλέπω. Ποτέ με στολή. Πάντα με πολιτικά. Αξούριστο, με μακριά μαλλιά, με κάτι ρούχα φτωχικά, περίπου σαν κλοσάρ. Δεν μου μιλάει. Ούτε κι εγώ. Οφείλω να παραδεχτώ ότι παίζει πολύ καλά το ρόλο του ως ασφαλίτης. Τον φαντάζομαι αυτή τη στιγμή, σε κάποιο γραφείο, πίσω του κάποιο εικόνισμα, να διαβάζει τούτες τις γραμμές. Αναρωτιέμαι αν από το ρόλο του θα βγει σαν τον ξαναπετύχω, κι αν ναι, ανησυχώ τι θα μου πει.

24 Νοε 2013

Οργανα βασανισμού

Προσπαθούσε να δώσει μορφή σε μια αόριστη ιδέα για τη φυσαρμόνικα και το ντέφι ως όργανα βασανισμού, δεν του 'βγαινε, δεν είχε κέφι, σκέφτηκε λοιπόν κάτι να γράψει για το ακορντεόν που στον ήχο του λυγούσε και σε κλάματα μπορεί και να ξεσπούσε, ευτυχώς σπανίως άκουγε μουσική με ακορντεόν, φυσαμόνικα ή ντέφι, τα κλάματα και τους βασανισμούς δεν επιθυμούσε, άκουγε εκείνον τον καιρό, δηλαδή τα τελευταία πέντε και βάλε χρόνια, νάσιοναλ γουόκμεν εναλλάξ, και το κορίτσι του 'πε μην είσαι βλαξ, ξέρω πολύ καλά σε τι ψυχική κατάσταση είσαι όταν ακους είτε τους μεν είτε τους δε, δες παλιοκατάσταση γαμώτο, σκέφτηκε εκείνος, να μην μπορείς ούτε μέσα στη μουσική πια να κρυφτείς.

Του χαμογέλασε η τύχη, μα τον πέρασε για άλλον

Οταν του χαμογελούσε κάνα κορίτσι με ενα χαμόγελο όλο υποσχέσεις ή και χωρίς υποσχεσεις, νόμιζε πώς ήτανε η τύχη του και πήγαινε και της έλεγε "πες μου γλυκόλογα στ' αυτί" κι επειδή είχε βαρεθεί να είναι ανάξιος της τύχης του, την κυνηγούσε κι όταν έβρισκε την ευκαιρία την άρπαζε απ' τα μαλλιά, μην τυχόν τη χάσει, μην τύχει και του φύγει η τύχη, και πάγωνε το χαμόγελο του κοριτσιου και γινόταν τρόμος και μετά ευτυχώς επενέβαινε ο Νόμος.

Και η τύχη έχει αυτιά

Καμιά φορά του ψιθύριζε η τύχη του στ' αυτί, κι η ανάσα της καυτή του τσουρούφλιζε τις τριχούλες που φύτρωναν εκεί και για τις οποίες ενιωθε ντροπή, γλυκόλογα και προστυχιές και υποσχέσεις "ζήτα μου ό,τι θες, τις πιο κρυφές σου επιθυμίες, όλες θα τις έχεις" αλλά αυτός δεν της ζητούσε τίποτε, έβαζε μόνο μπεπανθόλ στο καμένο του αυτί.
Ηταν σαν να λέμε ανάξιος της τύχης του.

21 Νοε 2013

Λεκτικό selfie

Και στον ελεύθερό σας χρόνο, κύριε ΠάνωςΚ, τι κάνετε;
Τίποτε.
Πώς τίποτε;
Τίποτε, μαλακίζομαι. 
Δηλαδή;
Να, κάθομαι άσκοπα στο γραφείο μου και μαθαίνω να αγαπάω τον εαυτό μου τραβώντας selfies.
Και; Τα καταφέρνετε; 
Μπα, όχι ιδιαίτερα. 

20 Νοε 2013

Ο κύριος λοχαγός

Κάθε πρωί πήγαινε στον φούρνο και ζητούσε να κρατήσουν ένα ψωμί πολυτελείας για την κυρία λοχαγού, που δεν ήταν η ίδια λοχαγός, μήτε και η σύζυγός του αλλά η μητέρα του λοχαγου Νικολάου Βαρελά, πρώην πρασινοσκούφη, που καημό το 'χε ότι τον διώξαν από τα λοκ χωρίς να έχει πάρει την πουλάδα, έχοντας πλειστάκις αποτύχει στην πτώση με αλεξίπτωτο και κατέληξε σε ενα κανονικό στρατόπεδο της μακεδονικής επαρχίας, αντί να είναι μάχιμος κομαντερός, βρέθηκε να συνοδεύει τη μητέρα του στις χοροεσπερίδες της λέσχης αξιωματικών και να χορεύει βαλς μαζί της, κι εδώ που τα λέμε κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά ως μάχιμο αξιωματικό έτσι κοντός και λιγουλάκι πλαδαρός καθώς ήταν, και μια φορά μπροστά στα φαντάρια ζορίστηκε να μπει στο ελικόπτερο και μπήκε μπουσουλώντας κι έσπασε και το ρολόι του και όσο κι αν φώναζε και απειλούσε, ο λόχος εις βάρος του γελούσε, κι ευτυχώς δεν ήξερε ο κύριος λοχαγός ότι κάποιοι τον είχανε για αδερφή, ότι τάχα τους λοχίες του κρυφοκοιτούσε και ερωτικά ποθούσε, και τελικα μέσα του το είχε αποδεχθεί, έπρεπε να έχει πάει να κλειστεί σε μοναστήρι, αντ' αυτού μπήκε στο στρατό να παριστάνει το λοχαγό.

Γιορ λακυ ντέη ιν χελ

Τα φτερνίσματα της διπλανής μέσω της μεσοτοιχίας αστικής πολυκατοικίας διακοπή της πρωινής μουσικής θεραπείας και της ελαχίστως σχηματισθείσης επιθυμίας μιας πλήρους και απολύτου αμνησίας της τελευταίας διετίας.
Ηπια καφέ, έκανα μπάνιο, βγήκα στο δρόμο.

19 Νοε 2013

Μέθοδοι ανεξαρτησίας

Μέθοδος πρώτη η απαγκίστρωση από ομάδες και συλλογικά εγχειρήματα. Τίμημα η μοναξιά.
Μέθοδος δεύτερη η εύρεση χρημάτων. Τίμημα δεν υπάρχει, αλλά ούτε και λεφτά.
Αναζητείται ο τρίτος δρόμος προς την ανεξαρτησία.
Σαν παλαιοπασόκ.διαβάζομαι.

18 Νοε 2013

Κατά φαντασία συγκινηθείς

Είχε αποχαιρετήσει την πόλη πάνω από εκατό φορές τον τελευταίον ένα χρόνο, την πόλη σαν σύνολο αλλά και συγκεκριμένα αγαπημένα του σημεία σε αυτήν, επισκεπτόμενός τα εν είδει τελετουργικού, πάντα μοναχός, σιωπηλός, σκεφτικός, νιώθοντας λίγο σαν πρωταγωνιστής σε κάποια ταινία, νομίζοντας πως μιμείται το περπάτημα του Ρίτσαρντ Άσκροφτ, μα περισσότερο ομοιάζων με τον Στίβ τον Ντούζο, τον θρυλιό Μπίλια της Ρόδατσάντακαικοπάνας, και προσπαθώντας να νιώθει κάθε φορά τα συναισθήματα που υποτίθεται ότι νιώθει ένας άνθρωπος που αποχαιρετά, που πρόκειται να φύγει για πάντα, που πικραμένος αφήνει πίσω του μια ρημαγμένη ζωή, για να πάει κάπου στο άγνωστο, για να ξεκινήσει από την αρχή, από το μηδέν, με σκοπό η μελλοντική, φανταστική του ευτυχία να είναι η εκδίκησή του, και ξαναεπισκέπτεται ξανά και ξανά την παλιά του γειτονιά και εκβιάζει μέσα του τη συγκίνηση, και στα παλιά τα στέκια, εκεί που βγήκε τα πρώτα ραντεβού, παριστάνει τον τάχαμου συνταραγμένο, τον τάχα μου συγκλονισμένο, συλλογισμένος καθώς συγκρατεί ένα δάκρυ, ενώ στην πραγματικότητα ούτε και τότε είχε συγκλονιστεί - μη σου πω ότι κι εκείνα τα πρώτα ραντεβού ήταν μόνο κατά φαντασία και αφού φανταστεί συναισθήματα για φανταστικές εμπειρίες τρέχει να πάει σπίτι στο φανταστικό του μπλογκ για να τις καταγράψει και να φανταστεί ότι συγκλονίζει τους φανταστικούς του αναγνώστες.

Αυτός που δεν θυμάμαι το όνομά του

Εγώ τους αγαπάω τους τρελούς μου και θέλω να μαθαίνω νέα τους, να τους βλέπω ότι είναι καλά και ότι συνεχίζουν να τριγυρνάνε, να σουλατσέρνουν, όπως σουλατσέρνω κι εγώ τελευταία, όλη μέρα, όπως είδα εκείνον τον τύπο που δεν θυμάμαι το όνομά του, αλλά από τοτε που ήμουνα μικρός στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης αδιαλείπτως τριγυρνούσε στους δρόμους και μόνο μια φορά τον είδα να κάθεται, απέναντί μου για την ακρίβεια, και παίξαμε σκάκι, θα ήμουν δεκατρία, θα ήταν δεν ξέρω πόσο, ας πούμε εικοσιτρία, σ’ εκείνον τον σκακιστικό όμιλο που πρόεδρός του ήταν ένας τύπος, θείος ενός συμμαθητή μου, που ήταν, ο θείος, όχι ο συμμαθητής, παντρεμένος μια τύπισσα (που τού 'πεφτε) πολύ ωραία, ήταν σαν να λέμε η θεία του συμμαθητού περίπου καλλονή, και κάπως έτσι μάθαμε σκάκι τα δεκατριάρια, και μαζευόμασταν κάθε απόγεμα και μαλώναμε ποιος θα πρωτοπαίξει μια παρτίδα μαζί της, γιατί φορούσε κάτι μίνι και κάτι ντεκολτέ, και κάποιοι να στέκονται από πίσω και από πάνω της, τάχαμου κοιτούσαν την παρτίδα, αλλά την παίρναν μάτι, κι ένας να κάνει ότι παίζει μαζί της, σκεφτικός πολύ, για να μην τελειώσει ποτέ η παρτίδα, αλλά και συνάμα αδέξιος, και με κάθε κίνηση να ρίχνει χάμω από ένα πιόνι, και τρέχαμε όλοι μαζί να σκύψουμε κάτω απ’ το τραπέζι μπας και προλάβουμε να δούμε κάτω από τη φούστα της καλλονής, και μια μέρα δεν ξαναφάνηκε στον σκακιστικό όμιλο και ρώτησα τον συμμαθητή μου, πού είναι η θεία σου, ρε μαλάκα, άσ’ τα μου λέει, μην τα ρωτάς, χώρισε με το θείο μου, θα πάρουν διαζύγιο, τον κεράτωσε τον θείο, ήταν απαρηγόρητος ο ανιψιός, δεν ξέρω αν στεναχωριόταν για το θείο του τον κερατά ή που θα έχανε κι αυτός τη θεια την καλλονή, και μετά το διαζύγιο κράτησε αυτός, ο θείος, τον σκακιστικό όμιλο, η καλλονή δεν ξέρω τι, δεν την ξανάδαμε πια, μήτε και ξαναπαίξαμε σκάκι, και φοβάμαι ότι καμιάν μέρα με όλα αυτά τα ημιπραγματικά που ξεφουρνίζω εδώ μέσα θα μαζευτούν όλοι, τρελοί και μη, ο Θοδωράκης, ο Μπάμπης, ο αυτός που δεν θυμάμαι το ονομά του, ο θείος του συμμαθητή μου, ο συμμαθητης μου και θα με ρίξουν ένα γερό μπερντάχι ξύλο που δημοσιεύω τις δικές τους ιστορίες και το χειρότερο όλων είναι ότι απ’ όλους αυτούς μόνον η θεία η καλλονή του συμμαθητή δεν θα εμφανιστεί για να με δείρει.

Ναι, με θαύμασα τόσο, που μετά το instagram, το facebook, το twitter, το tumblr, το βάζω κι εδώ


Το δυναμικό τρίαθλο (powerlifting) θυμίζει κάπως την άρση βαρών. Εχει τρεις κινήσεις: το κάθισμα, την πίεση πάγκου και τις άρσεις θανάτου (άνευ πλάκας). Νομίζω πως στην Ελλάδα πρέπει να προσθέσουμε άλλες τρεις ασκήσεις στις ήδη υπάρχουσες τρεις του τρίαθλου: τη φτώχεια, την ανεργία, τον εκφασισμό. Πλέον το άθλημα θα λέγεται έξαθλο. Από την εξαθλίωση.

Θοδωράκης βήτα

Ποιος; Θοδωράκης; (συλλογισμένος) Όχι, δεν είχαμε ποτέ τέτοιον στη δουλειά. Και τώρα τι είπες ότι κάνει; παιχνίδια πουλάει; δεν θυμάμαι... (σκέφτεται). Πλανόδιος; Αααα! (Γελάει, κουνάει το κεφάλι). Θοδωράκος, έτσι τον φωνάζαμε, όχι Θοδωράκης. Ναι, βέβαια, εργάτης. Ναι, ναι, κάπως λειψός. Όχι, λαχείο δεν θυμάμαι να κέρδισε. Αναπηρική πήρε, πρόωρη, κάτι τέτοιο, ήξεραν οικογενειακώς ένα βουλευτή του πασόκ, αυτός τα κανόνισε. Μετά πουλούσε λαχεία. Και μετά τα παιχνίδια. Αυτοί πιο παλιά είχαν ένα σουπερμάρκετ. Δεν είχανε ανάγκη. Και πήγαινε και στηνότανε η μάνα του σε κάτι συσσίτια της εκκλησίας κι έπαιρνε κονσέρβες που μετά τις πουλούσε πανάκριβα στο σουπερμάρκετ. Βέβαια, γίνονταν πολλές κομπίνες τότε στα συσσίτια της εκκλησίας, θυμάμαι μια φορά εκείνος ο γείτονας (αλλάζει θέμα...)

17 Νοε 2013

Ο κύριος Μπάμπης

Ήταν δύο. Ο Μπαμπης ο ψηλός και ο Μπάμπης ο κοντός. Τα σβουράκια. Σβουρίζαν τα μάρμαρα. Κι όσο δουλέυανε, βρίζανε, τσακώνονταν, μεταξύ τους και με τους άλλους, σφυρίζανε, τραγουδούσανε. Ο Μπάμπης ο ψηλός κυρίως τραγουδούσε. Κι αμα δεν τραγουδούσε και δεν έβριζε, πάλι μιλούσε. Γλώσσα δεν έβαζε μέσα. Είχε ωραία φωνή ο Μπάμπης ο ψηλός. Μ' έβλεπε που ίδρωνα και ζοριζόμουνα παριστάνοντας τον εργάτη κι ανάλογα τα κέφια του με έβριζε, με κορόιδευε, με συμπονούσε, με παρηγορούσε. Εγώ τον συμπαθούσα. Ανθρωπο που τραγουδάει είναι να μην τον συμπαθείς;
Οταν μετά από χρόνια τον ξανάδα, συνταξιούχος αυτός, τρόμαξα να τον γνωρίσω, σαν να είχε ζαρώσει. Ηξερα ότι είχε αρρωστήσει. Δεν ήξερα ότι μετά την επέμβαση δεν μπορούσε πια να μιλήσει, αυτός που ήταν λαλίστατος. Εγώ λέω (αυτός δεν λέει τίποτα) ότι τη ζημιά την έπαθε από τη σκόνη και τα φάρμακα που χρησιμοποιούσαν στα σβουράκια. Δεν μπορούσε να σβουρίζει τα μάρμαρα, να τραγουδάει και να φορά την προστατευτική μάσκα ταυτόχρονα.

Πρωί

Παλιά, το πρωί σαν ξυπνούσε, έφτιαχνε καφέ και διάβαζε τα νέα
Τώρα, το πρωί, σαν ξυπνά, φτιάχνει καφέ και κοιτά τον τοίχο
Που δεν έχει νέα να του πει
Θ' αρχίσει να κοιτάζει τον καφέ, μπας κι έχει κάνα νέο.

15 Νοε 2013

Επαναληπτικός

Έψαχνε μα δεν έβρισκε λόγια για να ντύσει εν είδει ιστορίας το πιο πρόσφατο συμπέρασμά του -ότι οι δεσμοί που στα δύσκολα αναπτύσσουν οι άνθρωποι δεν είναι ιδιαίτερα γεροί κι ούτε αντέχουν στο χρόνο, αντίθετα οι χαρές, τα γέλια και τα γλέντια είναι που σχεδον διαπάντός ενώνουν τους ανθρώπους, γιατί τα ζόρια θέλουμε να τα ξεχνάμε και μαζί με αυτά κι αυτούς με τους οποίους ζοριστήκαμε μαζί, άλλωστε κι αν το δεις μαθηματικά, είναι λιγότερες οι χαρές από τις στεναχώριες, όσοι περίπου είναι και κι αυτοί που τους κουβαλάμε (και μας κουβαλάνε) μέσα μας και δεν τους νιώθουμε σαν βάρος- κι εντέλει θυμήθηκε ότι καθόλου πρόσφατο δεν είναι αυτό το αυμπέρασμά του και πως το έχει ξαναγράψει και πάλι μη βρίσκοντας λέξεις για να ντύσει τον αφορισμό του, επανάληψη μήτηρ πάσης παθήσεως, πόσες φορές να σου το ξαναμαναπώ;

14 Νοε 2013

Μια βδομάδα κλεισμένος μέσα

Τις νύχτες, καμιά φορά, φεύγει και ψηλαφιστα στα σκοτεινά βρίσκει εύκολα το δρόμο για το νησί, σε ένα δωμάτιο ασφυκτικά γεμάτο, που κάτι κορίτσια με δερμάτινα, αντί να διαβάζουν για την εξεταστική του σεπτέμβρη παίζουν το kiss off των violent femmes με δύο ακουστικές κιθάρες και στα σωστά σημεία τραγουδούν όλοι μαζί γιέγιέ, και κάπου παραπέρα δύο μεθυσμένοι παρεξηγούνται μαλώνουν και τα ξαναβρίσκουν από το ένα ποτό στο άλλο κι όλοι μαζί οι παριστάμενοι κοροιδεύουν μέχρι που τον πιάνουν τα κλάματα τον νεοεισελθόντα από το διπλανό δωμάτιο που ήρθε να τους κάνει παρατήρηση για τη μουσική και τη φασαρία και του λένε τι παπούτσια είναι αυτά που φοράς ρε; και φεύγει να πάει να βάλει άλλα, και το πιο περίεργο είναι ότι μέσα σε αυτόν τον παραλογισμό και τη νιότη αυτός (αυτος, δηλαδή εγώ, και όχι εκείνος με τα παπούτσια) βρίσκεται με τη σημερινή του ιδιότητα χοντρος 112 κιλά κι έχει περάσει μια βδομάδα κλεισμένος σε αυτό το δωμάτιο ξενοδοχείου της κέρκυρας κι ειναι ντροπή που ακόμη δεν έχει πάει μια βόλτα στη σπιανάδα κι ανοίγει την πόρτα κι είναι νύχτα ακόμη, νοέμβρης μήνας σε μιαν άλλη πόλη κι ολα (θα) πανε κατά διαόλου.

Ο Θοδωράκης

Τον είδα πάλι τις προάλλες έξω από το ολύμπιον πριν από την τελετή λήξης του φεστιβάλ κινηματογραφου. Εννοείται, δεν περιμενε για να μπει μέσα. Αυτός, ως συνήθως, τα παιχνίδια του πουλούσε. Αυτή τη φορά κάτι σαν αλογάκια με μηχανισμό που κάνανε δυο-τρία βήματα στο έδαφος. Οπως πάντα, φαινόταν να τ' απολαμβάνει. Οπως πάντα, δεν τον είδα να πουλάει ούτε ένα.
Μη νομίσεις πως είναι χαριτωμένος επειδή μοιάζει να χαίρεται σαν παιδί με τα παιχνίδια του. Μάλλο γκροτέσκος είναι ο Θοδωράκης, ηλικιωμένος πλανόδιος πωλητής παιχνιδιών μέσα σε μαύρες σακούλες στο κέντρο της θεσσαλονίκης. Κάποτε, στα νιάτα του, μου είπαν, δούλευε σε εργοστάσιο. Βαριά χειρωνακτική εργασία. Είχε προβληματα με τον πατέρα του, κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι, και αν εξαιτίας του πατέρα του και της βίαιης συμπεριφοράς του χάζεψε ο Θοδωράκης ή αν τα προβλήματα οφείλονταν στην ελαφράδα του μυαλού του και αν την είχε από γεννησιμιού του την ελαφράδα στο μυαλό. Μια μέρα εμφανίστηκε στο εργοστάσιο και ανακοίνωσε ότι κέρδισε το λαχείο. Πολλά λεφτά. Εκατομμύρια. Δεν τον πίστεψε κανέις. Συνέχισε να δουλεύει. Οι συνάδελφοι του τον κορόιδευαν, τι δουλέυεις ρε Θοδωράκη, αφού τα 'χεις κονομήσει; ε και μια μέρα δεν ξαναπήγε για δουλειά, τον χάσαν οι συνάδελφοι. Κι έκτοτε, πολλά χρόνια τώρα, πουλάει παιχνίδια στο δρόμο, κάθε μέρα διαφορετικά, απ' αυτά που κανείς δεν αγοράζει.
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι δεν θέλει πολύ για να καταλήξει έτσι ο οποιοσδήποτε. Αλλά μπορεί και να λέω βλακείες.

7 Νοε 2013

Μια πόλη

Καθε φορά που ήταν στις ομορφιές της
Κι αστράφταν γύρω της τα φλας των φωτογράφων
Την αποχαιρετούσε

5 Νοε 2013

Πορτρέτο με λέξεις γραμμένες με τα πόδια

Ένα περίεργο πράγμα - κάθε που αγχώνεται  στο κεφάλι του χιονίζει και το έδαφος μαύρο μπαμπάκι που ασπρίζει με κηλίδες κόκκινες του αίματος γεμίζει

3 Νοε 2013

τCιVί

Κατά περιόδους με ταξί άλλων μετακινούμενος συνήθως όχι μεταξύ αλλά με τα πόδια ή το λεωφορείο απασχολήθηκε στον ιατροφαρμακευτικό τομέα αλλά και στην ξυλεία (συσκευαστής γλωσσοπιέστρων), στη διαφήμιση (διανομέας φυλλαδίων, αφισοκολλητής αριστερών φοιτητικών σχημάτων), στα ΜΜΕ (λαθοθήρας), τη δημοσιογραφία (blogger), τη φωτογραφία (instagram), τη συγγραφή (ημερολόγια και αυτοβιογραφία) και σε μαρμαράδικο (χαμάλης). Αρθρα του φιλοξενήθηκαν  στον αστικό τύπο και αποτελεσαν διδακτέα ύλη στο πρόγραμμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Εχει καταλήξει πως εξαιρουμένης της αμισθί εργασίας τα καλύτερα πράγματα στον κόσμο είναι τζάμπα.