Κοιμόταν, ξυπνούσε, ονειρευόταν λησμονημένους εφιάλτες της πραγματικής ζωής, μα σαν ξυπνούσε δεν τούς θυμόταν πια, και τότε πείσμωνε, ξανακοιμόταν, ακούς εκεί να μην μπορεί να θυμηθεί ούτε τους δικούς του εφιάλτες, να μην μπορεί έστω σαν ψέμα να τους ξαναζήσει, να μην μπορεί καν να τους αφηγηθεί σε κάποιον, να συμβουλευτεί έναν ονειροκρίτη, μιαν χαρτορίχτρα, να τους γράψει σε ευπώλητο βιβλίο, να βγάλει κέρδος απ' αυτούς, και δώστου να ολοένα να κοιμάται, να ξυπνά και τους εφιάλτες να ξεχνά, όλο και πιο συχνά, σαν μικρές προτάσεις, σχέδια διαφυγής πάνω σε σχεδία στον ωκεανό, που του έρχονταν και δεν τις άντεχε να τις κρατήσει, να τις αναπτύξει, μόνο τις έγραφε γρήγορα-γρήγορα, κρυφά στο κινητό, μην τις ξεχάσει, κι ήταν αυτός ο μεγαλύτερός του εφιάλτης, κι ύστερα κοιμόταν και ξυπνούσε πάλι χωρίς τελεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου