Νέος,
ροδαλός, της μεσαίας τάξης, στην ντουλάπα
σου πάνω από δεκαπέντε πανομοιότυπα
γαλάζια πουκάμισα. Mε χέρια γυναικεία
σκαρφαλώνεις την κοινωνική κλίμακα, το
μυαλό σου τρέχει με τα χίλια μέσα στο
άδειο κουστούμι. Φοβάσαι τους πάντες,
πως αυτό το μέρος είναι γεμάτο κατασκόπους, πως σ' έχουν πάρει χαμπάρι και κανείς
ποτέ δεν σού 'μαθε πώς να εξαφανίζεσαι
με χάρη. Αλλάζεις ρούχα διαρκώς και
κλείνεις την πόρτα, τόσες σκοτούρες,
έμαθες μέχρι και τη γραβάτα μόνος σου
να δένεις με το ένα χέρι κρατώντας το
ποτό. Οι φίλοι σου δεν σ' αναγνωρίζουν
πια, νομίζουν πως είσαι κάποιος ξένος,
καθώς τους προσπερνάς τη νύχτα. Όλο πιο
χαζός, όλο πιο φοβισμένος, πετάς τους δίσκους
απ' το παράθυρο μπας και βρούνε
αστροναύτες, φεύγεις απ' το σπίτι,
αλλάζεις όνομα, κόβεις τα μαλλιά να μη
σε γνωρίζουν πια. Δεν ήθελες να γίνεις
το φάντασμα κανενός, δύσκολα αντέχεται
η πτώση σου από τον ουρανό, με μια τρύπα
στη μέση, εκεί που σε βρήκε ο κεραυνός,
μα δεν πειράζει, όλα καλά, μια ακόμη
γεμάτη χάρη και ενοχές πτώση στην ενήλικη
ζωή. Η σωματοφύλακάς σου έχει ένα ρεβόλβερ
για κάθε έναν που πλησιάζει λίγο πιο
κοντά. Δυο βδομάδες σερνόσουν από το
παλτό της, κρατούσες φάκελο με τα
αποτυπώματά της, τα όνειρά της, τις
δαγκωματιές της. Στάσου ακίνητη, της
λες, της καρφιτσώνεις λουλούδια στα μαλλιά,
λουλούδια στο δικό σου στόμα, τώρα
τελευταία τη βγάζετε μόνο με καφέ και
λουλούδια, μονάχοι στον ξενώνα, πετώντας
χρήματα ο ένας στη μούρη του άλλου,
κοιμάστε με τα ρούχα περιμένοντας να
φύγει ο χειμώνας και κάνετε ό,τι σας πει
η τιβί, σβήνετε τα φώτα και της λες τα
στενάχωρα πράγματα αφού κοιμηθεί, η
φωνή σου της τρώει τη ψυχή, το φοβόσουν
αυτό, ότι θα της φας μια μέρα τον εγκέφαλο,
πού να φανταστεί τι σκατά έχεις στο
κεφάλι σου, που μια μέρα θα το βάλεις
στο φούρνο, για να ξέρει πού να σε βρει,
μέχρι να βγάλεις και πάλι χρήματα, μέχρι
να γίνεις αστείος ξανά.
2 σχόλια:
Ναι ναι ναι.
Γεια σ' άπιαστε!
Και τρία όχι να μ' έλεγες, πάλι μέσα θα 'σουν.
Δημοσίευση σχολίου