Μ’ έδιωχνε, την είχα κουράσει πια. Δηλαδή να φύγω; είσαι σίγουρη; αποπειράθηκα με μια (δύο, για την ακρίβεια) ερώτηση να παρατείνω την παρουσία μου στο χώρο κι αυτή, χωρίς να με κοιτάξει καν, με μιαν αδιάφορη κίνηση του χεριού μού έδειξε την πόρτα, από την οποία βγήκα και βρήκα κι άλλη πόρτα κι άλλο δωμάτιο, βρέθηκα ξάφνου να ανοιγοκλείνω πόρτες κάνοντας κύκλους, και περνώντας αναπόφευκτα ξανά και ξανά από μπροστά της συνεχώς μου έδειχνε με την ίδια αδιάφορη αλλά και ταυτόχρονα αμείλικτη -που δεν σήκωνε αντιρρήσεις- κίνηση του χεριού μιαν άλλη πόρτα και φτου και απ’ την αρχή, μέχρι που με λυπήθηκε μάλλον και μου είπε: τα λόγια είναι προσόντα και τα προσόντα κοστίζουν ακριβά κι εσύ δεν έχεις λεφτά, γι' αυτό πάψε να μιλάς - και τότε άνοιξε η γη και με κατάπιε.
Λίγο αργότερα βαρυστομαχιασμένη η γη ήπιε μια σόδα και ρεύτηκε δυνατά.
Λίγο αργότερα βαρυστομαχιασμένη η γη ήπιε μια σόδα και ρεύτηκε δυνατά.
2 σχόλια:
Τς τς τς...Πραγματικά αγενής η γη...χιχιχι. Δηλαδή ούτε να μας χωνέψει δεν καταδέχεται? ;)
*χρόνια πολλά και καλύτερα εύχομαι
Δεν πειράζει, μωρέ, θα της κάτσουμε στο στομάχι της παλιογής, για να μάθει.
Αντεύχομαι ολόθερμα :)
Δημοσίευση σχολίου